Προσπαθώ να θυμηθώ την τελευταία φορά που διάβασα στις αθλητικές εφημερίδες περιγραφές για εξαιρετικές ενέργειες ποδοσφαιριστών μέσα στον αγωνιστικό χώρο. Να διαβάσω για ένα τακουνάκι με συνέχεια, για μία ντρίμπλα με προοπτική, η οποία παράλληλα σε ξεσηκώνει, για το 1-2 που σμπαραλιάζει μια άμυνα και οδηγεί σ' ένα γκολ, το οποίο είναι ο γλυκός καρπός της συνεργασίας. Αντιθέτως, εκείνο που συνεχώς διαβάζω –και εν μέρει αναπαράγω σε ορισμένες περιπτώσεις– είναι ρεπορτάζ και γνώμες για γεγονότα που συμβαίνουν εκτός αγωνιστικού χώρου. Για γεγονότα και πληροφορίες που αφορούν ή προέρχονται από το ποδοσφαιρικό παρασκήνιο, το οποίο εδώ και χρόνια καθορίζει το ποδοσφαιρικό προσκήνιο. Για προθέσεις και κατορθώματα παραγόντων, για οφειλές σε ποδοσφαιριστές, για προσφυγές που διεκδικούν οφειλές, για τιμωρίες ομάδων και γηπέδων, για κατορθώματα χουλιγκάνων και ιστορίες καθημερινής τρέλας από τις απολογίες στον αθλητικό δικαστή. Απ' όσα γνωρίζω, είμαστε η μοναδική χώρα της Ευρώπης με τέτοια ειδίκευση και κάλυψη στο ρεπορτάζ διαιτησίας.
Η διαπίστωση μπορεί να φαίνεται παράλογη για έναν Αγγλο ή έναν Γερμανό, αλλά είναι απολύτως φυσιολογική για την Ελλάδα, αφού το ρεπορτάζ διαιτησίας αποτελεί διαβατήριο για την είσοδο στον κόσμο του ποδοσφαιρικού νταβατζή. Ειδικά τις ημέρες που ακολουθούν την κάθε αγωνιστική, ιδιαίτερα μία αγωνιστική με ντέρμπι, οι αθλητικές εφημερίδες αναλώνονται στα διαιτητικά κατορθώματα, που μπορούν να βγάλουν κάθε καλόπιστο φίλαθλο από τα ρούχα του –όπως και αυτά που γράφονται ή λέγονται σχετικά–, και παράλληλα αυτά τα διαιτητικά κατορθώματα είναι το λάδι που πέφτει στη φωτιά της καχυποψίας. Μια φωτιά που σιγοψήνει το ελληνικό ποδόσφαιρο εδώ και χρόνια. Ο γράφων πρόλαβε να ζήσει –πιτσιρικάς– τις μετακλήσεις ξένων διαιτητών για να σφυρίξουν ντέρμπι του ελληνικού πρωταθλήματος. Γνωρίζω, όπως όλοι, ότι ο πρώτος υπεύθυνος για μία ήττα θεωρείται πρώτα ο διαιτητής και μετά οποιοσδήποτε άλλος.
Αυτή η προσέγγιση ταιριάζει στο άρρωστο οπαδικό πνεύμα –που επικρατεί ακόμα στο ελληνικό ποδόσφαιρο– και ποτέ στο φίλαθλο. Ομως, όλο αυτό το κλίμα αρχίζει να μου σπάει τα νεύρα. Το ποδόσφαιρο μου αρέσει και το παρακολουθώ γιατί συνιστά μία πολύ ευχάριστη διέξοδο για μένα, πέραν του γεγονότος ότι από αυτό κερδίζω τα προς το ζην ως δημοσιογράφος. Ε, δεν αντέχω να βιώνω αυτή την κατάσταση και να γράφω για τις εκφράσεις του παραλογισμού.
Πολλές φορές μου έρχεται να φωνάξω ένα «άι στο διάολο» όταν βλέπω στις τηλεοράσεις ή ακούω τις δηλώσεις των υπεύθυνων παραγόντων στον χώρο του ποδοσφαίρου. Οπως στην πολιτική, έτσι και στο ποδόσφαιρο, οι παράγοντες των θεσμικών οργάνων ενδιαφέρονται για την καρέκλα τους και τη διαχείριση της μικροεξουσίας τους. Ουδόλως τους ενδιαφέρει το ποδόσφαιρο, το οποίο τυχαίνει να ενδιαφέρει όλους τους υπόλοιπους. Βέβαια, λόγω της προεκλογικής περιόδου, δεν έχουμε κυβέρνηση για να ακούσουμε κάποια δήλωση του υφυπουργού Αθλητισμού, ο οποίος όλα αυτά τα τελευταία χρόνια –όταν δεν ταξίδευε σε κάποιον εξωτικό προορισμό– δεν μας άφησε να πλήξουμε με τα λεγόμενα και τις ενέργειές του.
Για τις ευθύνες που έχει ο ίδιος για το κατάντημα που παρατηρούμε σήμερα δεν γίνεται λόγος. Οπως δεν γίνεται λόγος για τις ευθύνες της ΕΠΟ και της Σούπερ Λίγκας. Που φέτος θα διαπιστώσουμε τι έμαθε από την περσινή χρονιά. Δεν αισιοδοξώ ότι οι άνθρωποι της Σούπερ Λίγκας θα μπορέσουν να προστατέψουν από τις διαιτητικές αστοχίες –για να το πω κομψά– το προϊόν τους, αφού ο ουσιαστικός έλεγχος της διαιτησίας παραμένει στα χέρια της ΕΠΟ. Της ομοσπονδίας που είναι, εδώ και χρόνια, μαλωμένη με την αξιοπιστία. Αλλά, όπως κάθε απογοητευμένος, ελπίζω την επομένη του ντέρμπι να μιλάμε για το ποδόσφαιρο και όχι για διαιτητικά λάθη.
Ο ουσιαστικός νικητής του ντέρμπι
Κι όμως. Ο ουσιαστικός νικητής του ντέρμπι δεν έχει σχέση με το αποτέλεσμα του αυριανού παιχνιδιού. Και δεν έχει σχέση με το αποτέλεσμα, διότι το να χάσεις το πρώτο παιχνίδι της χρονιάς δεν συνιστά καταστροφή, ακόμα κι αν αυτό το παιχνίδι που θα χαθεί είναι το πιο παραδοσιακό ντέρμπι του ελληνικού πρωταθλήματος. Η εκτίμησή μου ισχύει εξίσου για τον γηπεδούχο όσο και για τον φιλοξενούμενο. Οσο κι αν ο οπαδός δεν μπορεί να δεχθεί άλλο αποτέλεσμα από τη νίκη, είναι φανερό ότι καμία από τις δύο ομάδες δεν είναι έτοιμη, με αγωνιστικούς όρους μιλώντας. Πέραν τούτου, θα έχουν και σημαντικές απουσίες στο αυριανό παιχνίδι. Και μόνο αυτό είναι αρκετό για να διασφαλίσει και τις θέσεις των δύο προπονητών, οι οποίοι σε διαφορετική περίπτωση θα ανησυχούσαν στο ενδεχόμενο ήττας.
Είναι προφανές ότι μία νίκη για οποιονδήποτε από τους δύο αντιπάλους θα έχει πολύ μεγάλο επικοινωνιακό αντίκτυπο, θετικό πάντοτε. Ομως, αυτή η προστιθέμενη «επικοινωνιακή» αξία που θα δημιουργήσει μία νίκη μπορεί μια χαρά να εξαφανιστεί με το πρώτο στραβοπάτημα. Οπότε, θα αναρωτηθεί κάποιος που έχει αντέξει την ανάγνωση μέχρις εδώ, με τι ακριβώς έχει σχέση ο ουσιαστικός νικητής του ντέρμπι, αν όχι με το αποτέλεσμα; Με τη διαχείριση του αποτελέσματος. Και είστε γελασμένοι αν νομίζετε ότι η διαχείριση του αποτελέσματος είναι εύκολη υπόθεση. Οποιο κι αν είναι. Φυσικά, η διαχείριση της νίκης είναι πάντα ευκολότερη υπόθεση, αν και ο μεγαλύτερος κίνδυνος που μπορεί να προκύψει είναι να υποθάλψει φαινόμενα αλαζονείας.
Η μεγάλη πρόκληση για τον χαμένο του ντέρμπι είναι να μπορέσει να διαχειριστεί τον αντίκτυπο που θα δημιουργήσει η ήττα του, πράγμα που θα οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στον τρόπο που θα σημειωθεί. Μία ήττα που θα έρθει από μια κακή εμφάνιση είναι μεγάλος «πονοκέφαλος», σε αντίθεση με μία ήττα που θα οφείλεται σε διαιτητικά λάθη. Ο χαμένος θα πρέπει να διαχειριστεί τη δυσαρέσκεια που θα κατακλύσει οπαδούς και φιλικό Τύπο. Μία δυσαρέσκεια που δεν θα πρέπει να σταθεί τροχοπέδη στη φετινή αγωνιστική πορεία της ομάδας. Η ομάδα που κουβαλάει τον αντίκτυπο μιας ήττας από την πρώτη αγωνιστική δεν έχει τον χαρακτήρα να διεκδικήσει κάποιον τίτλο. Το θετικό στοιχείο για τον χαμένο είναι ότι υπάρχει η διακοπή του πρωταθλήματος, γεγονός που παρέχει αρκετό χρόνο για ανασύνταξη και περισυλλογή.