Τόσο πολύς λόγος έχει γίνει για τον Ζαγοράκη και κατά πόσο άξιζε μια τέτοια τιμή, έναν λαμπρό αποχαιρετιστήριο αγώνα, που νομίσαμε ότι δεν μιλούσαμε για τον ποδοσφαιριστή εξαιτίας του οποίου ακόμη και σήμερα, τρία χρόνια μετά το Euro της Πορτογαλίας, κάτι παθαίνουμε όταν τον αντικρίζουμε να σηκώνει το κύπελλο του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος. Τον βλέπουμε σε διαφημίσεις, το όνομά του εξακολουθεί να είναι γραμμένο σε φανέλες της Εθνικής που πωλούνται στην αγορά. Οπως και να το κάνουμε, η εμβληματική φυσιογνωμία του ποδοσφαιριστή Θόδωρου Ζαγοράκη, όσο κι αν υποστηρίχθηκε από την Ελληνική Ομοσπονδία, διατηρεί έναν τουλάχιστον σοβαρό λόγο για να μας πείσει ότι καλώς τον αποχαιρετήσαμε μέσα από μια φιλική αναμέτρηση, με την Εθνική μας να αντιμετωπίζει μια ομάδα αστέρων όπως είναι η Ισπανία. Κι ας μην ήταν η Τούμπα, με την οποία έχει συνδέσει το όνομά του, το κατάλληλο γήπεδο για να φιλοξενήσει το τελευταίο του «ποδοσφαιρικό» αντίο.
Λένε, λοιπόν, ότι ο Ζαγοράκης δεν είχε να επιδείξει δα την καριέρα ενός ποδοσφαιριστή που θα έμπαινε στο «Hall of Fame». Αγωνίστηκε στη Λέστερ και την Μπολόνια, στον ΠΑΟΚ και την ΑΕΚ, δεν ήταν ο Χατζηπαναγής, δεν ήταν ο Δεληκάρης, δεν ήταν ένας από τους βιρτουόζους του ελληνικού ποδοσφαίρου που γέμιζαν τα γήπεδα. Δεν είχε καμία σχέση με αυτούς του μπαλαδόρους που μαγεύουν με μια ντρίμπλα, ένα σουτ, μια κεφαλιά και τα πόδια τους αξίζουν μερικές δεκάδες εκατομμύρια ευρώ.
Ηταν κάτι εντελώς διαφορετικό, πολύ λιγότερο από όλους αυτούς, αλλά αντιπροσώπευσε τον μέσο Ελληνα και και διόγκωσε τις φιλοδοξίες του ως αρχηγός μιας ομάδας η οποία πέτυχε το ακατόρθωτο. Ως επιμέρους επιτυχία, που έτσι κι αλλιώς δεν ανήκει αποκλειστικά στον ίδιο, αλλά σε όλους τους διεθνείς, είναι ότι έβγαλε στον δρόμο για να πανηγυρίσουν όλους τους Ελληνες, όσοι δηλαδή είχαν μείνει πίσω στην πατρίδα, γιατί πολλοί ήταν μαζί του, στην Πορτογαλία.
Πόσο μας αρέσει να απαξιώνουμε ακόμη και τις σημαντικότερες επιτυχίες μας. Πόσο μας αρέσει να ξεχνάμε ότι και εμείς, που σήμερα αμφισβητούμε κατά πόσο ο Ζαγοράκης άξιζε ένα μεγάλο φιλικό-γιορτή για το «αντίο» του από την ενεργό δράση, ήμασταν οι ίδιοι που κλαίγαμε από χαρά τον Ιούλιο του 2004. Θα δεχθούμε μόνο ένα επιχείρημα. Θα δεχθούμε ότι κανείς από τους άλλους παράγοντες που ουσιαστικά σκέφτονται κατά τον ίδιο τρόπο, εκείνους του μπάσκετ, δεν τίμησε ποτέ μια φυσιογνωμία του ευρωπαϊκού αθλητισμού, όπως είναι ο Νίκος Γκάλης. Και με το πέρασμα του χρόνου τον ξέχασαν. Οι επόμενες γενιές, δυστυχώς, θα ρωτούν «ποιος ήταν ο Γκάλης;» αντί να γνωρίζουν ακόμη και μέσα από σχολικά βιβλία τα επιτεύγματα του μεγάλου αθλητή.
Βάλτε στα σχολεία αθλητική Ιστορία. Θα μας χρειαστεί για να μην ξεχάσουμε από πού ξεκινήσαμε. Είναι άδικο για όσα ζήσαμε εμείς, για όσα δεν θα προλάβουν να ζήσουν τα παιδιά μας. Δεν θα μπορέσουμε ποτέ να τους πείσουμε ότι για να υπάρξουν ως αθλητές, κάποιοι άλλοι μεγάλοι αθλητές, πολλά χρόνια νωρίτερα, διέπρεψαν και έβαλαν σταθερές βάσεις για να εξελιχθούμε ανάμεσα στα… ερείπια που το παίζουν παράγοντες του τίποτε και του καθόλου, βγαίνοντας φωτογραφίες δίπλα στους πραγματικούς πρωταγωνιστές.