Στο αγγλικό πρωτάθλημα, έγραφε πριν από καιρό ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Σάιμον Κούπερ, υπάρχουν τέσσερις πρίγκιπες, πολλοί που θέλουν να γίνουν πρίγκιπες, αλλά δεν μπορούν και καμία «Σταχτοπούτα». Ο Κούπερ, που γνωρίζει πάρα πολύ καλά την αγγλική ποδοσφαιρική πραγματικότητα, φαίνεται να πιστεύει ότι η ομάδα που στην περίοδο των μεταγραφών έδειξε στους περισσότερους από μας ότι μπορεί να γίνει η «Σταχτοπούτα» που λείπει από την Πρέμιερσιπ, η Τότεναμ, δεν έχει τα φόντα να παίξει αυτόν τον ρόλο. Εναν ρόλο για τον οποίο ξόδεψε κάτι περισσότερο από 70 εκατομμύρια ευρώ σε μεταγραφές, φέτος το καλοκαίρι. Με έναν, κυρίως, στόχο. Να σπάσει την τετράδα των «πριγκίπων» της Πρέμιερσιπ –που αποτελούν η Τσέλσι, η Γιουνάιτεντ, η Αρσεναλ και η Λίβερπουλ- και να διασφαλίσει μία θέση στο Τσάμπιονς Λιγκ.
Στους φίλους της, τουλάχιστον, καλλιεργήθηκε με έμφαση αυτή η εντύπωση που φαίνεται ότι γιγαντώθηκε όταν συγκρινόταν με την άρνηση του Βενγκέρ να ξοδέψει. Και η Αρσεναλ ήταν πάντα ο αντίπαλος της Τότεναμ στο ερώτημα «ποιος είναι το ποδοσφαιρικό αφεντικό στο Βόρειο Λονδίνο;».
Τις τελευταίες μέρες, στις πρώτες γραμμές της ειδησεογραφίας βρέθηκε η πιθανή μετακόμιση του Ράμος από τον πάγκο της Σεβίλλης στον πάγκο των «πετεινών». Μάλιστα η ισπανική εφημερίδα «Marca» δημοσίευσε φωτογραφίες από το ραντεβού του Ράμος με τους ανθρώπους της Τότεναμ. Εύλογα αναρωτιέται κάποιος. Δηλαδή το πρόβλημα της Τότεναμ είναι ο Ολλανδός προπονητής της, ο Μάρτιν Γιολ; Ο πιο πετυχημένος προπονητής της ομάδας του Βόρειου Λονδίνου από το 1974, με βάση τα στατιστικά στοιχεία. Ο άνθρωπος που έχει οδηγήσει την ομάδα των «πετεινών» δύο συνεχόμενες χρονιές στην πέμπτη θέση, κάτι που πριν από τον ερχομό του στο «Γουάιτ Χαρτ Λέιν» φάνταζε άπιαστο όνειρο.
Τα πράγματα είναι περισσότερο απλά ή σύμφωνα με την προσέγγιση κάποιων άλλων πιο σύνθετα. Αυτό που την τελευταία εβδομάδα καταγράφηκε ως «κρίση της Τότεναμ» και το οποίο υποτίθεται ότι ξεκίνησε με την ήττα των «πετεινών» από την Εβερτον με το «καλημέρα» της φετινής χρονιάς –ένα χαστούκι στις φιλοδοξίες φιλάθλων και διοίκησης- είναι μία τυπική σύγκρουση του ιδιοκτήτη Ντάνιελ Λίβι με τον προπονητή. Μία σύγκρουση για το ποιος έχει το «πάνω χέρι» στην ομάδα.
Η ήττα από την Εβερτον έδωσε στον Λίβι την αφορμή που αναζητούσε εδώ και καιρό για να επιβεβαιώσει την εξουσία του και μέσα στα αποδυτήρια. Η αλήθεια είναι ότι ο ιδιοκτήτης της ομάδας, μετά την πρωτόγνωρη μεταγραφική δαπάνη του καλοκαιριού, έχει πολύ μεγάλες φιλοδοξίες τις οποίες θεωρεί ότι δεν μπορεί να υλοποιήσει ο Ολλανδός προπονητής. Αλλωστε, το κάπως αλαζονικό στυλ συμπεριφοράς του Γιολ –που όπως και να το κάνουμε ξέρει περισσότερα πράγματα για το ποδόσφαιρο από όσα ο ιδιοκτήτης της ομάδας- ενοχλούσε από την αρχή τον Λίβι.
Η τάση του να ελέγχει τα πάντα στις επιχειρήσεις του τον ώθησε να «φυτέψει» και έναν τεχνικό διευθυντή δίπλα στον Γιολ, όχι τόσο για να πετύχει την καλύτερη λειτουργία του ποδοσφαιρικού τμήματος όσο για να υπενθυμίζει στον Γιολ ποιος είναι το αφεντικό. Ο πρώτος κόκορας στο κοτέτσι. Αυτή η σύγκρουση πιθανόν να θεωρείται κάτι σύνηθες σε πρωταθλήματα με άλλη κουλτούρα. Ομως και στο αγγλικό; Ναι. Ακόμα και στο αγγλικό, όπου επί της ουσίας μόνον τρεις ομάδες δουλεύουν με δομές, στελέχη και αντίληψη επιχειρηματική.
Η Γιουνάιτεντ, που ήταν η πρώτη που έφερε στην ομάδα στελέχη από τον χώρο των επιχειρήσεων με καλύτερη επιλογή τον Κένιον –που τώρα προσπαθεί να αλλάξει τη φυσιογνωμία της Τσέλσι- και η τρίτη της παρέας είναι η Αρσεναλ. Αν ο Λίβι επιμείνει σε μία πατερναλιστική αντίληψη διοίκησης, όσα εκατομμύρια και αν ξοδέψει και όσους Ράμος και αν φέρει στον πάγκο, θα φάει τα μούτρα του. Δεν ρωτάει και τον Αμπράμοβιτς που κάτι παραπάνω έχει μάθει;
Πολλά τα έξοδα για το κουμάντο του πλανήτη
Αναζητώντας κάτι στο αρχείο μου προχθές, έπεσα πάνω σε ένα βίντεο από την παρουσίαση που είχε κάνει ο τότε υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Κόλιν Πάουελ, στην ολομέλεια του ΟΗΕ, προκειμένου να πειστεί η διεθνής κοινότητα ότι ο Σαντάμ Χουσεΐν ήταν κάτοχος όπλων μαζικής καταστροφής. Με την παρουσίαση εκείνη, θα αίρονταν -υποτίθεται- και οι τελευταίες επιφυλάξεις και θα επιτρεπόταν στους Αμερικανούς και τους «συμμάχους» τους η εισβολή. Η παρουσίαση εκείνη ήταν γεμάτη «αποδείξεις». Τι δορυφορικές φωτογραφίες, τι εκθέσεις ειδικών των μυστικών υπηρεσιών, τι βίντεο και συνομιλίες αξιωματούχων του Σαντάμ που είχαν υποκλαπεί, «αποδείκνυαν» την αλήθεια των αμερικανικών ισχυρισμών. Τώρα πια, όλοι γνωρίζουμε ότι τα στοιχεία εκείνης της παρουσίασης ήταν κατασκευασμένα. Εκείνο που δεν ήταν ούτε κατασκευασμένο ούτε υπολογισμένο ήταν το κόστος αυτής της επιχείρησης εισβολής. Πριν από λίγο καιρό δημοσιεύθηκε η είδηση ότι θα ξεπεράσουν το δυσθεώρητο ποσό του ενός τρισεκατομμυρίου δολαρίων οι αμερικανικές δαπάνες για τους πολέμους σε Ιράκ και Αφγανιστάν, στο δε Ιράκ προβλέπεται να παραμείνουν αμερικανικές δυνάμεις ακόμα και έως το 2017. Το στοιχείο αυτό περιλαμβάνεται σε μία έκθεση του Κογκρέσου που δημοσιοποιήθηκε και η οποία αναφέρει ότι οι πόλεμοι μπορεί να κοστίσουν το διπλάσιο απ' ό,τι έχει δαπανηθεί έως σήμερα. Ο αμερικανικός στρατός αριθμεί σήμερα 160.000 οπλίτες στο Ιράκ και 25.000 στο Αφγανιστάν και η αμερικανική κυβέρνηση έχει δαπανήσει περίπου 500 δισ. δολάρια στις δύο αυτές χώρες. Το, ανεξάρτητο από κόμματα, γραφείο προϋπολογισμού του Κογκρέσου δημοσίευσε τις προβλέψεις του έως το 2017 με βάση δύο σενάρια. Σύμφωνα με το πρώτο, ο αριθμός των αμερικανικών δυνάμεων στο Ιράκ και το Αφγανιστάν θα μειωθεί κατά 30.000 έως το 2010 και κατόπιν θα παραμείνει σταθερός έως το 2017. Με βάση αυτή τη μείωση, υπολογίζεται ότι το κόστος θα κυμανθεί από 481 δισ. έως 603 δισ. δολάρια για τη χρονική περίοδο 2008-2017. Το δεύτερο σενάριο προβλέπει ότι ο αριθμός των δυνάμεων θα μειωθεί κατά 75.000 έως το 2013 και παραμένει σταθερός έως το 2017. Ετσι το επιπλέον κόστος θα διαμορφωθεί κάπου ανάμεσα στα 924 δισ. και 1,01 τρισ. δολάρια για τη χρονική περίοδο από το 2008 μέχρι το 2017.