Περίεργο πράγμα αυτή η μνήμη. Συχνά ενεργοποιείται χάρη σε μία λεπτομέρεια, μία ασήμαντη σύμπτωση. Κανένα από τα παλιά βιώματα δεν θα «ξυπνούσε» εάν ο Σίλβα δεν είχε σκοράρει στην εκπνοή του φιλικού αγώνα της Τούμπας. Το τελικό 2-3 ουδείς θα το θυμάται σε λίγα χρόνια, εν αντιθέσει προς τον Ζαγοράκη. Ομως το ποδόσφαιρο είναι υπόθεση ΚΑΙ προσωπική.

Ευθύς μόλις «τελεσιδίκησε» το «Ελλάδα - Ισπανία 2-3», ο νους τού γράφοντος ταξίδεψε στον Ιανουάριο του 1973. Γήπεδο Λεωφόρου Αλεξάνδρας. Ελλάδα-Ισπανία 2-3, ύστερα από αγώνα -ιδού η διαφορά- κρίσιμο. Προκριματικά Παγκοσμίου Κυπέλλου. Οδυνηρή η ήττα.

Μαθητής Α' Γυμνασίου, τότε, ο γράφων, είχε κάνει ολιγόωρη κοπάνα μαζί με κάμποσα ακόμη συνομήλικα φίλαθλα «ρεμάλια» για να παρακολουθήσει την αναμέτρηση. Σε κάποιο καφενείο, στο Γαλάτσι. Η ομάδα του Κούδα, του Δομάζου -οι σκόρερ της Εθνικής την ημέρα εκείνη- κι αρκετών ακόμα προικισμένων παικτών εναντίον της παρέας του Αμάνθιο, του Πίρι, του Γκάρατε. Για την ιστορία: Οι Ιβηρες έχασαν, τότε, την πρόκριση για τα τελικά του Μουντιάλ 1974 προς όφελος των Γιουγκοσλάβων.

Τι θυμάμαι έντονα από το παιχνίδι εκείνο; Δύο λέξεις! Ναι, μόνο δύο λέξεις, βουτηγμένες στην ένταση και την ελπίδα: «Ελα Γιώργο!». Βγήκαν αυθόρμητα από το στόμα του Γιάννη Διακογιάννη σε κάποια στιγμή του παιχνιδιού όταν ο Κούδας βρέθηκε τετ α τετ με τον Ισπανό τερματοφύλακα, τον Ιρίμπα. Η ευκαιρία χάθηκε, αλλά οι δύο αυτές λέξεις του «ιερού τέρατος» της ελληνικής αθλητικής δημοσιογραφίας, της εποχής εκείνης, για εμάς τους πιτσιρικάδες ισοδυναμούσαν με εκπληκτική αποκάλυψη: «Ρε σεις, τελικά όλοι το ζουν το πράγμα, όχι μόνο εμείς». Ακόμα κι ο Διακογιάννης...
«Σιγά την αποκάλυψη», θα πείτε. Θα έχετε δίκιο, αλλά μόνο εάν αγνοήσετε τους κώδικες της εποχής, την ηλικία ημών των εμβρόντητων μαθητών και -κυρίως- τη διάκριση ανάμεσα στο «εμείς» και το «αυτοί». Εμείς ήμασταν τα «άγουρα μυαλά». Τρώγαμε τα νύχια μας από την αγωνία, ήμασταν υπερβολικά εκδηλωτικοί. Ο περισπούδαστος περίγυρος τα απέδιδε όλα αυτά στην ανωριμότητά μας. Στην αδυναμία μας να κατανοήσουμε ότι «δεν θα μας έδινε το ποδόσφαιρο να φάμε» -μέγα κλισέ της εποχής. Μπορούσαμε να παραδινόμαστε στην έξαψη, να κάνουμε χρήση ή και κατάχρηση της δημοφιλέστατης (από τότε) νεοελληνικής λέξης «με τα τρία άλφα». Ο περίγυρος θα μας αναγνώριζε το ελαφρυντικό της πρώιμης εφηβείας. Εμείς ήμασταν «εμείς» κι ο κόσμος των «μεγάλων» αντιπροσώπευε το γενικό «αυτοί». Εστω κι αν ενίοτε τους «συλλαμβάναμε» να συμπεριφέρονται όπως εμείς...

Ξαφνικά, λοιπόν, ο Γ. Διακογιάννης, χωρίς φυσικά να υπερβεί κανενός είδους εσκαμμένα, απενοχοποίησε τον αυθορμητισμό! Τον νιώσαμε σαν... συνήγορο υπεράσπισης -το «έλα Γιώργο» έφθανε και περίσσευε. Ηταν, άλλωστε, ο Διακογιάννης: μετρημένος, με «κοφτές» παρατηρήσεις και σχόλια. Ειδήμων, αλλά και «υπεράνω». Οσοι μαθητές βρεθήκαμε σ' εκείνο το καφενεδάκι, στο Γαλάτσι, συνεχίσαμε επί ημέρες να συζητάμε εκείνο το «έλα Γιώργο». Η Εθνική είχε ηττηθεί, αλλά το «σκασιαρχείο» άξιζε τον κόπο. Αποδείχθηκε διδακτικό, εισαγωγή στο «μάθημα» της αθλητικής συγκίνησης: σαν τον τυφώνα είναι η άτιμη! Ορισμένους θα τους παρασύρει, άλλους απλώς θα τους ταρακουνήσει -εξαρτάται σε ποιο «πόστο» βρίσκει τον καθένα. Είναι όμως αδύνατον να σε αφήσει ακίνητο κι απαθή εάν σε πετύχει στη «σφαίρα δράσης» της.

Το «μάθημα» του 1973 το εμπέδωσα δύο χρόνια και οκτώ μήνες αργότερα. Χάρη σε άλλον γνωστό επαγγελματία της εποχής. Επειδή η μνήμη ενίοτε αποδεικνύεται ύπουλη, διατηρώ μια μικρή επιφύλαξη: είμαι κατά 95% βέβαιος ότι τον Θεσσαλονικιό Γιάννη Λογοθέτη άκουγα στο ραδιόφωνο, τον Οκτώβριο του 1975, να περιγράφει τη συνάντηση Γερμανία-Ελλάδα (1-1). Οπως πάντα με ζωντάνια, ευφράδεια, άψογη χρήση της ελληνικής γλώσσας -συχνά της καθαρεύουσας. Τι σύμπτωση! Πάλι ο Κούδας βρέθηκε τετ α τετ, επιχείρησε να ντριμπλάρει τον Μάγερ, αλλά εκείνος άρπαξε την μπάλα. Το επαναλαμβανόμενο «γιατί Γιώργο;» του Γ. Λογοθέτη καθώς και η αλλοίωση της φωνής του στους σχολιασμούς των επόμενων δευτερολέπτων απέπνεαν βαθύτατη απογοήτευση που ουδόλως νοιαζόταν να κρυφτεί ή να «φτιασιδωθεί».

Επιπλέον, το «έλα Γιώργο» του ενός Γιάννη και το «γιατί Γιώργο;» του άλλου στο νου τού γράφοντος κατεγράφησαν ως ηχητικοί συμβολισμοί του ανεκπλήρωτου και του ημιτελούς. Ο,τι ακριβώς περιέβαλλε τα αντιπροσωπευτικά μας συγκροτήματα, εκείνα που έβριθαν από ταλαντούχους παίκτες -από τα late 60ς έως τα middle 70s: Σιδέρης, Δέδες, Χάιτας, Μποτίνος, Γιούτσος, Παπαϊωάννου, Καμάρας, Δομάζος, Δεληκάρης, Κούδας, Ελευθεράκης. Πώς απωλέσαμε την ευκαιρία να συμμετάσχουμε στην παγκόσμια ποδοσφαιρική γιορτή του 1970, στο Μεξικό; Πώς γινόταν να «παίζουμε στα ίσα» την παρέα του Μπεκενμπάουερ (2-2, 1-1) και να μένουμε εκτός των τελικών του Κυπέλλου Εθνών 1976 εξαιτίας της... Μάλτας; Ερωτήματα που ακόμα βασανίζουν συμπυκνωμένα στο «γιατί Γιώργο;» του 1975. Από τη γενιά του Κούδα στη γενιά του Ζαγοράκη, από τις ανεκπλήρωτες ελπίδες στον ανέλπιστο απόλυτο θρίαμβο, ο χρόνος πολλά άλλαξε. Ο «τυφώνας» της αθλητικής συγκίνησης, όμως, παντοτινός. Είτε ωθεί τον Διακογιάννη να εκπλήσσει μια παρέα «κοπανατζήδων» μαθητών το 1973, είτε κάνει τον Ζαγοράκη να δακρύζει ανταποδίδοντας το χειροκρότημα 25.000 ανθρώπων το 2007. Ευτυχώς, δεν μεταλλάσσονται όλα!


ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube