Τα τελευταία χρόνια, ιδίως μετά τις εκλογές του Οκτωβρίου του 1993, έχει παρατηρηθεί η τάση διεύρυνσης της σύνθεσης των ψηφοδελτίων με πρόσωπα που βρίσκονται έξω από τους μηχανισμούς των κομμάτων. Με πρόσωπα που είναι γνωστά και αναγνωρίσιμα στο κοινό, όχι για την πολιτική δράση τους ή τις πολιτικές θέσεις τους, αλλά για την επαγγελματική δραστηριότητά τους στον χώρο του θεάματος και του αθλητισμού. Σε χώρους, δηλαδή, που εκ των πραγμάτων έχουν πολύ μεγαλύτερη δημοσιότητα από την πολιτική. Το δήθεν ενδιαφέρον των ανθρώπων για την πολιτική είναι απατηλό και πρόκειται για μια καλοστημένη απάτη των τηλεοπτικών καναλιών, που κατασκευάζουν ένα πολιτικό ριάλιτι για να πουλήσουν το προϊόν τους εν όψει των εκλογών, να εξυπηρετήσουν συμφέροντα και να προσελκύσουν το χρήμα της πολιτικής διαφήμισης.
Οι εκλογές διεξάγονται ερήμην των πολιτών, αλλά εν γνώσει των διαφημιστών και των δημοσκόπων. Θυμηθείτε μόνο τον τρόπο που έγινε η μεταβίβαση εξουσίας στο ΠΑΣΟΚ, με όλο το παρασκήνιο και την ίντριγκα που προϋποθέτει ένα καλό ριάλιτι. Τα 90 έκτακτα δελτία που συνόδεψαν τις πρώτες μέρες του Γ. Παπανδρέου είναι η πιστοποίηση αυτής της κατασκευασμένης υπερβολής, που προκαλεί την προσοχή, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι προκαλεί και το ενδιαφέρον. Τα κόμματα, που έχουν αντιληφθεί αυτή την πραγματικότητα, που οι πρακτικές και οι τακτικές τους έχουν προκαλέσει την απαξίωση της πολιτικής με αποτέλεσμα την αδιαφορία των πολιτών, προκειμένου να προκαλέσουν το ενδιαφέρον των τελευταίων περιλαμβάνουν στη σύνθεση των ψηφοδελτίων πρόσωπα δημοφιλή. Είναι τα λεγόμενα λαμπερά πρόσωπα των ψηφοδελτίων. Αναρωτιέμαι, όμως, για ποιο λόγο ένας ηθοποιός, ένας αθλητής ή ένα μοντέλο, που καθ' όλη τη διάρκεια της καριέρας του δεν μας έχει φιλοδωρήσει δημοσίως με μία θέση, με μία άποψη για ένα μείζον πολιτικό πρόβλημα, που δεν έχει δείξει το έμπρακτο ενδιαφέρον του για τα κοινά, είναι ικανοί να ασκήσουν εξουσία σε τοπικό, περιφερειακό ή κεντρικό επίπεδο;
Προφανώς, είναι αναφαίρετο –και συνταγματικά κατοχυρωμένο– δικαίωμα του καθενός να τίθεται στη δοκιμασία του εκλογικού σώματος. Και σε αυτή τη δοκιμασία τίθεται, όχι διότι μπορούσε να σκοράρει με ευκολία, να τρέξει πιο γρήγορα από τους άλλους, ούτε επειδή μπορούσε να μας κάνει να γελάσουμε ή να κλάψουμε παρακολουθώντας μια ταινία ή ένα σίριαλ. Σε αυτή τη δοκιμασία τίθεται για να αξιολογηθεί η ικανότητά του να διαχειριστεί προβλήματα που μας αφορούν. Να προτείνει λύσεις και να τις εφαρμόσει. Αρκετές φορές η παρουσία εν ενεργεία αθλητών και ανθρώπων του θεάματος στα ψηφοδέλτια των κομμάτων είναι καθαρά υποκριτική, μια και η ενασχόλησή τους με το επάγγελμά τους ελάχιστο ή καθόλου χρόνο δεν τους αφήνει για να ασχοληθούν ουσιαστικά με τα κοινά. Πρόκειται για ένα επικοινωνιακό τέχνασμα των κομμάτων, που καμία σχέση δεν έχει με την πολιτική –αυτή καθαυτή–, αλλά αποδίδει επειδή «φέρνει κουκιά». Ομως, εκτός από ένα επιτυχημένο επικοινωνιακό τέχνασμα, είναι και μια ομολογία χρεοκοπίας της πολιτικής. Η πολιτική, με την τρέχουσα έννοια, ήταν ανέκαθεν ένα περίεργο επάγγελμα. Απαιτούσε πάντοτε από τη μία τον συνδυασμό των ενδεδειγμένων ικανοτήτων και προσόντων ώστε να επιτευχθεί η αναρρίχηση στην εξουσία και από την άλλη των ικανοτήτων και των προσόντων που ενδείκνυνται για τη σωστή χρήση της εξουσίας. Ομως η ρητορική δεινότητα, η ικανότητα δημιουργίας φίλων ή εχθρών, η δημοσιότητα, δεν έχουν να κάνουν με το νομοθετικό δαιμόνιο ή το διοικητικό ταλέντο.
Οπως παρατηρεί και ο Κορνήλιος Καστοριάδης στο βιβλίο του «Η άνοδος της ασημαντότητας»: «…η επιλογή των πολιτικών και υποψήφιων αρχηγών ισοδυναμεί με την ανάδειξη των προσώπων που πουλάνε περισσότερο… Εχουμε την ανάδειξη ενός νέου είδους "χαρισματικού" πολιτικού, ενός νέου είδους "χαρισματικού" αρχηγού, που το μόνο του "χάρισμα" έγκειται στην ικανότητά του να παίζει τον "ρόλο" του πολιτικού ή τον "ρόλο" του ηγέτη». Πόσο αισιόδοξη ή μάταιη είναι λοιπόν και σε αυτές τις εκλογές η αναζήτηση του παραδείγματος του υπεύθυνου πολίτη, που σύμφωνα με τον Αριστοτέλη είναι «ικανός να άρχει και να άρχεται»;
Ο Λεμονής και τα αυτονόητα
Μερικές φορές απορώ με τους επικοινωνιακούς σχεδιασμούς των ομάδων. Κινήσεις αποσπασματικές, αψυχολόγητες, που τελικά καταλήγουν να έχουν αντίθετο αποτέλεσμα από αυτό που φαντάζονταν όσοι επιλέχθηκαν να εφαρμόσουν τον σχεδιασμό αυτής της επικοινωνιακής πολιτικής. Η προχθεσινή συνέντευξη του Τάκη Λεμονή θα μπορούσε να είναι είδηση.
Αντ' αυτού, όμως, καταγράφηκε σαν μία ωδή στο αυτονόητο και το περιττό. Και αυτό δεν αποτελεί ευθύνη του Λεμονή, όσο των υπεύθυνων επικοινωνίας της ΠΑΕ, που πίστεψαν ότι με αυτόν τον τρόπο θα μπορούσαν να «μαζέψουν» όλα τα αρνητικά που γράφτηκαν τις προηγούμενες μέρες στον Τύπο για τον Ολυμπιακό και τον τρόπο που κινήθηκε –και συνεχίζει να κινείται– στη μεταγραφική αγορά. Οταν ο προπονητής του Ολυμπιακού δηλώνει ότι εκείνο που χρειάζεται να δείξει ο κόσμος στη νέα ομάδα των «ερυθρολεύκων» είναι υπομονή, αναρωτιέμαι αν θεωρεί τους φίλους της ομάδας τόσο ανόητους ώστε να μην καταλαβαίνουν τι βλέπουν. Οτι δεν καταλαβαίνουν πως θα έχουν μπροστά τους μια τελείως διαφορετική ομάδα σε σχέση με την περσινή. Μια ομάδα που θα είναι αλλαγμένη κατά τα 6/11 τουλάχιστον και θα παίζει με τελείως διαφορετικό τρόπο. Μια ομάδα που χρειάζεται χρόνο για να δείξει τις δυνατότητές της και τον βαθμό στον οποίο ανταποκρίνεται στον ορισμό της ομάδας.
Ο προπονητής του Ολυμπιακού γνωρίζει πολύ καλά την πίεση που υπάρχει –πάντα– από τον κόσμο για επιτυχίες και τίτλους. Μια πίεση που μπορεί να ήταν μικρότερη αν –επικοινωνιακά– οι φίλοι της ομάδας είχαν προετοιμαστεί για την εποχή της μετάβασης από την «ομάδα της δεκαετίας» σε μια άλλη. Νεότερη και, γιατί όχι, καλύτερη. Μια εποχή μετάβασης που με την ευθύνη της διοίκησης θα έπρεπε να αρχίσει νωρίτερα. Σε όλη την προχθεσινή συνέντευξη ήταν εμφανές το άγχος του Λεμονή να μας πείσει ότι υπήρχε ένας συγκεκριμένος μεταγραφικός σχεδιασμός, τον οποίο είχε εκπονήσει η νέα διοίκηση –και όχι ένας σχεδιασμός γενικός, της μορφής «φτιάχνουμε μια νέα ομάδα»–, ο οποίος, αν υπήρχε, άλλαξε τουλάχιστον δύο φορές.
Ενα πράγμα για το οποίο δεν με έπεισε ο προπονητής του Ολυμπιακού είναι ότι είχε άποψη για όλους τους παίκτες που επέλεξε ο τεχνικός διευθυντής της ομάδας. Ομως αυτό ελάχιστη σημασία έχει, αν ο ίδιος έχει πείσει τον εαυτό του ή αν όλοι οι νέοι ποδοσφαιριστές αποδειχθούν κατάλληλοι για τη δουλειά για την οποία αποκτήθηκαν.