Προφανώς την απάντηση σε αυτό το ερώτημα θα την έχουμε όταν το πρωτάθλημα θα έχει τελειώσει. Ακόμα και τότε, όμως, πάντα θα υπάρχει έδαφος για να διαφωνήσουμε. Αν έχει πάρει το πρωτάθλημα η ΑΕΚ, για παράδειγμα, για ένα φίλο του «Δικεφάλου» θα πρόκειται για ένα καλύτερο πρωτάθλημα. Το σημείο στο οποίο πιστεύω ότι θα συμφωνήσουμε όμως είναι ο χαρακτηρισμός του πρωταθλήματος αυτού ως διαφορετικού. Για πάρα πολλούς λόγους.
Ο προφανής είναι η αλλαγή στα ρόστερ των τριών βασικών διεκδικητών του τίτλου. Μία αλλαγή που είναι τόσο καθοριστική και διαμορφώνει ένα πρόβλημα, μία εξίσωση, με τρεις αγνώστους. Ο περσινός πρωταθλητής Ολυμπιακός, αφού αναθεώρησε τουλάχιστον δύο φορές τη μεταγραφική πολιτική του, έφτασε στο σημείο να έχει στην εντεκάδα -κατά τα φαινόμενα- τουλάχιστον 6 νέα πρόσωπα.
Ακόμη παραμένει ανοικτό το ενδεχόμενο εμπλουτισμού του δυναμικού των Πειραιωτών με ένα σέντερ μπακ και στη θέση του κυνηγού περιοχής οι άνθρωποι της ομάδας πιστεύουν ότι το θέμα Ντελγάδο θα κλείσει ευνοϊκά γι’ αυτούς στη μεταγραφική περίοδο του Δεκεμβρίου. Τα πιθανά λάθη στις επιλογές και στον μεταγραφικό σχεδιασμό θα τα εκτιμήσουμε αργότερα. Και ο χρόνος αυτής της επανεκτίμησης δεν θα κριθεί από την απόδοση του Ολυμπιακού στο ντέρμπι (και το αποτέλεσμά του), αλλά από τις εμφανίσεις της ομάδας στα παιχνίδια των ομίλων του Τσάμπιονς Λιγκ. Εξίσου μεγάλη μεταμόρφωση σε σχέση με την περσινή εικόνα της παρουσιάζει η ΑΕΚ, που ξόδεψε για μεταγραφές περισσότερα από κάθε άλλη χρονιά από τότε που ο Ντέμης Νικολαΐδης με τους συνεργάτες του ανέλαβαν τις τύχες της. Το εύρος της ενίσχυσης της «κιτρινόμαυρης» ομάδας είναι τέτοιο που υπογραμμίζει με εμφαντικό τρόπο τις φιλοδοξίες της για το πρωτάθλημα και για μία καλή εμφάνιση στη διοργάνωση του Κυπέλλου ΟΥΕΦΑ...
Η πορεία της ομάδας στο Τσάμπιονς Λιγκ, για μένα, που δεν είμαι ούτε φίλος του «Δικεφάλου» ούτε ιδιαίτερα αισιόδοξος, τερματίζεται με την ολοκλήρωση του επαναληπτικού με τη Σεβίλλη. Το θετικό, με οικονομικούς όρους, στοιχείο του διαφαινόμενου αποκλεισμού της ΑΕΚ από το Τσάμπιονς Λιγκ είναι ότι δεν θα της κοστίσει οικονομικά, όπως θα μπορούσε να είχε συμβεί πέρυσι αν είχε αποκλειστεί από τον προκριματικό.
Σε ό,τι αφορά τους «κιτρινόμαυρους», το πιο πιεστικό ερώτημα έχει να κάνει με την ενίσχυσή τους σε δύο νευραλγικές θέσεις. Αυτές του τερματοφύλακα και του κυνηγού περιοχής. Είναι επαρκής για βασικός ο Μορέτο; Ο Μπλάνκο μπορεί να επωμιστεί το βάρος του ρόλου του; Και εδώ οι απαντήσεις δεν θα αργήσουν. Τρίτος στη σειρά, που δεν έχει αξιολογικό χαρακτήρα, ο ΠΑΟ. Οι «πράσινοι», σε σχέση με τους δύο βασικούς ανταγωνιστές τους, έκαναν τις λιγότερες αλλαγές στο ρόστερ. Ισως γιατί το ζητούμενο ήταν η αλλαγή νοοτροπίας, που φαίνεται να επιτυγχάνεται με το δίδυμο Πεσέιρο – Βέλιτς.
Αν η αλλαγή νοοτροπίας είναι κάτι που με τις «παράπλευρες βοήθειες» -επιστροφή Καραγκούνη, Φύσσα και την προσθήκη των Ν'Ντογέ, Μάλαρτζ, Μάτος και Σαριέγκι- φέρει τον τίτλο, είναι κάτι που θα κριθεί από το «μέταλλο», τον τσαμπουκά που έλειπε από τους «πράσινους» τις άλλες χρονιές. Φυσικά και από την τύχη, που με τόσους τραυματισμούς στις αρχές δείχνει να έχει στραβώσει λίγο με τον ΠΑΟ.
Διαλέξτε ψευδαίσθηση. Κάποιοι δουλεύουν γι’ αυτό
Aν το ψέμα είχε ποινικοποιηθεί στην πολιτική, η ελληνική πολιτική σκηνή -και όχι μόνον αυτή- θα είχε αποψιλωθεί σε τρομακτικό βαθμό. Αυτό δεν σημαίνει ότι η πολιτική θα είχε απαλλαγεί από την ψευδολογία, αφού η πολιτική έχει φτάσει να θεωρείται συνώνυμη με την τέχνη της εξαπάτησης. Γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο η παρουσία των επικοινωνιολόγων και της τηλεόρασης στην πολιτική διαδικασία γίνεται όλο και περισσότερο καθοριστική. Αυτό που πλέον έχει σημασία δεν είναι οι θέσεις και οι απόψεις, αλλά η εικόνα για μία θέση ή για μία άποψη.
Η τηλεόραση από τη φύση της, την εμπορική, πουλάει εικόνες και προβολή σε συγκεκριμένο χρόνο. Οσο περισσότερες σε όσο το δυνατό λιγότερο χρόνο. Αυτό είναι το οικονομικό ζητούμενο. Η εμπορική τηλεόραση, παρά τους ισχυρισμούς των ανθρώπων που δουλεύουν σε αυτή, έχει ως βασική επιδίωξη το κέρδος και την προάσπιση των συμφερόντων του ιδιοκτήτη της με πρόσχημα την ενημέρωση και, φυσικά, τη διασκέδαση.
Η επιμόρφωση δεν είναι κάτι για το οποίο η εμπορική τηλεόραση είναι πρόθυμη να πληρώσει, επειδή δεν προσελκύει το ενδιαφέρον των διαφημιστών. Δεν φέρνει χρήμα. Στη φύση του μέσου και με δεδομένη την οικονομική σημασία που έχει ο χρόνος, δεν μπορεί να γίνει μία σοβαρή και σε βάθος συζήτηση για ένα πολιτικό θέμα.
Πόσοι θα είχαν τη διάθεση να παρακολουθήσουν μία συζήτηση για το δημοκρατικό έλλειμμα ή την κρίση της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας; Πόσοι θα παρακολουθούσαν μία τέτοια συζήτηση με ένα πάνελ που θα το αποτελούσαν ο Δημήτρης Τσάτσος, ο Αριστόβουλος Μάνεσης και ο μακαρίτης Γεώργιος Κουμάντος; Ενώ μία τηλεοπτική αντιπαράθεση, για παράδειγμα, Μπίστη – Γιακουμάτου στα παράθυρα ενός δελτίου ειδήσεων πόσοι θα την παρακολουθούσαν; Το «βλέπω» έχει φθάσει να σημαίνει «κατανοώ». Και το μάτι μπορεί να ξεγελαστεί πάρα πολύ εύκολα. Και ευτυχώς. Γιατί διαφορετικά η ανεργία θα σάρωνε στον κλάδο των επικοινωνιολόγων, η δουλειά των οποίων είναι να δημιουργούν ωραίες εικόνες για εκείνους που αγοράζουν τις υπηρεσίες τους. Και τα κόμματα, που έχουν ανάγκη τις ωραίες εικόνες, παίρνουν αρκετά χρήματα από τον κρατικό προϋπολογισμό για να αγοράσουν τις υπηρεσίες των επικοινωνιολόγων. Αυτοί με τη σειρά τους θα πλημμυρίσουν με τα «προεκλογικά σποτάκια» τους τις οθόνες για να μας πείσουν ότι μπορούμε να διαλέξουμε ψευδαίσθηση...