Θυμάστε, ασφαλώς, την παλιά εκείνη απόφαση του (ποδοσφαιριστή) Ντέμη Νικολαΐδη να μη συμμετάσχει στην Εθνική ομάδα, για λόγους που αφορούσαν τις εκτιμήσεις του περί του γενικού status στο ελληνικό ποδόσφαιρο. Τα δυσμενή σχόλια αρκετών φίλων του Ολυμπιακού, την εποχή εκείνη, δεν είχαν φθάσει βεβαίως μέχρι τα χονδροειδή περί «εθνικής προδοσίας», όπως αυτά που ξεστόμισε προσφάτως ο Κροάτης υπουργός Οικονομικών εναντίον τεσσάρων συμπατριωτών του μπασκετμπολιστών. Ησαν όμως αρκούντως βαριά: «Ντροπή στον Ντέμη», «πάνω απ' όλα είναι το εθνόσημο κι αυτός το περιφρόνησε», κ.λπ.
Ξέρετε ποιο είναι το νόστιμο; Οτι ορισμένοι απ' όσους διατύπωναν τις κατηγορίες αυτές έπειτα από κάμποσα χρόνια έλεγαν, «πνέοντας τα μένεα» εναντίον του Ρεχάγκελ: «Αν καλέσει τώρα τον Στολτίδη, που τον έχει ξεγράψει τόσον καιρό, ο "Ιέρο" πρέπει να αρνηθεί...». Σε αυτήν την περίπτωση, το δέος το οποίο προκαλεί η θέα του εθνοσήμου πήρε άδεια. «Από τη σημαία», ίσως...
Εχω ακούσει αρκετούς φιλάθλους, από εκείνους που θεωρούν «εθνικές ντροπές» τις ήττες των αντιπροσωπευτικών μας συγκροτημάτων και «εθνικές ανατάσεις» τις νίκες τους, να αποκαλούν «μ...ες» άσους του αγαπημένου τους συλλόγου, αντικρίζοντάς τους να «βάζουν τα πόδια στη φωτιά» σε αγώνες της Εθνικής, πριν από κάποια κρίσιμα ντέρμπι πρωταθλήματος. Να καταμετρήσουμε, μήπως, διαφορετικά «μέτρα και σταθμά» και στις περιπτώσεις κατά τις οποίες οι «εθνικές» μεγαλοστομίες εκδηλώνονται με αφορμή αναμετρήσεις συλλόγων κι όχι εθνικών ομάδων; Θα χάσουμε τον λογαριασμό!
«Γαύροι» αποκαλούσαν «ανθέλληνες» όσους «βάζελους» υποστήριζαν την Μπανταλόνα στον τελικό του final four, στο Τελ Αβίβ, το 1994. Ορισμένοι εξ αυτών όμως, ω του θαύματος, δύο χρόνια αργότερα βγήκαν στους δρόμους για να ζητωκραυγάσουν τον Λιτμάνεν και να πανηγυρίσουν το 3-0 του Αγιαξ επί του ΠΑΟ.
«Βάζελοι» κατήγγειλαν με στεντόρεια φωνή ένα -αναρτημένο στο ΟΑΚΑ- «ανθελληνικό γαύρικο» πανό υποστήριξης στον Ερυθρό Αστέρα που αγωνιζόταν εναντίον των «πρασίνων», το 1992. Οι ίδιοι -άλλο «θαύμα», αυτό- λίγα χρόνια αργότερα άρχισαν να επευφημούν τον... Σούκερ περισσότερο κι από τον Βαζέχα! Γιατί; Για ένα καθοριστικό γκολ που είχε πετύχει ο Κροάτης, με τα χρώματα της Σεβίλλης, στο Καραϊσκάκη.
Αναρίθμητα είναι τα σχετικά παραδείγματα. Υπενθυμίσαμε ένα-δύο κάπως παλιότερα, για να υπογραμμίσουμε πόσα χρόνια κρατά αυτό το γαϊτανάκι των αντιφάσεων. Βλέπετε, οι «εθνικές φανφάρες» συχνότατα είναι ΚΑΙ στον αθλητισμό ό,τι είναι παντού: λόγια ενός αέρα βολικού για να ανεμίζουν σημαίες ευκαιρίας...
Υπενθυμίζουμε ότι αφορμή για τη διατύπωση αυτών σκέψεων -επί δύο ημέρες- ήσαν οι δηλώσεις του Κροάτη υπουργού. «Πατρίδα, Θρησκεία, Οικογένεια» και μπασκετμπολίστες «εθνικοί προδότες»... Οφείλουμε βεβαίως να λάβουμε υπόψη ότι πρόκειται για χώρα που ζει στον απόηχο ενός πολέμου. Ο αθλητισμός έγινε πεδίο του, αλλά και συμβολικό ορόσημο της ίδιας της έναρξής του! Οσοι έχουν διαβάσει το κατατοπιστικότατο βιβλίο του Simon Kuper «Το ποδόσφαιρο εναντίον του εχθρού» θα θυμούνται ίσως κάτι που εντυπωσίασε πολύ τον συγγραφέα. Αντιγράφουμε: «Το άγαλμα μιας ομάδας στρατιωτών υψώνεται μπροστά από το γήπεδο (σ.σ.: της Κροάσια, τέως Ντιναμό Ζάγκρεμπ) και η επιγραφή στο βάθρο γράφει: "στους φιλάθλους αυτής της ομάδας που ξεκίνησαν τον πόλεμο εναντίον της Σερβίας στον χώρο αυτόν στις 13 Μαΐου 1990"». Ναι, τα επεισόδια που είχαν ξεσπάσει εκείνη την ημέρα, κατά τη διάρκεια αγώνα Ντιναμό Ζάγκρεμπ - Ερυθρός Αστέρας, θεωρήθηκαν αφετηρία του πολέμου! Πώς, λοιπόν, να μη σηκώνει -ακόμα- το κλίμα, εκεί, την πλέον κραυγαλέα «εθνική» μεγαλοστομία;
Η αιτιολόγηση, βεβαίως, δεν συνιστά δικαιολόγηση. Οπως ακριβώς κι ο εντοπισμός των συνθηκών που ευνοούν την ευδοκίμηση της ανοησίας δεν μπορεί να σημαίνει αποδοχή της. Στα «καθ' ημάς», στην Ελλάδα, πλούσια παράδοση διαθέτει η σύζευξη της «εθνικής φανφάρας» που οικειοποιείται τα αθλητικά δρώμενα με τον πολιτικό λόγο - και δη εκείνον της εξουσίας.
Δεν είναι μόνο οι εκάστοτε «ταπεινωμένοι» πολιτικοί - από τον Θ. Πάγκαλο που περνούσε «γενεές δεκατέσσερις» τους παίκτες της Εθνικής, όταν (2000) αυτή είχε ηττηθεί με 2-0 στην Αλβανία, μέχρι τον Γερ. Γιακουμάτο. Αυτά είναι τα επιπλέον, τα «καρυκεύματα». Η μόνιμη «σούπα» είναι άλλη: η ιδέα ότι η αθλητική επιτυχία, ειδικά σε επίπεδο εθνικών αντιπροσωπευτικών ομάδων, συνιστά κάποιου είδους δικαίωση της ασκούμενης πολιτικής! Παρανοϊκό; Ασφαλώς - αρκεί να καταμετρήσει κανείς άφθονες διεθνείς επιτυχίες αθλητών προερχόμενων από χώρες οι οποίες όχι μόνο δεν αποτελούν λαμπρά δείγματα ευμάρειας ή «κοινωνικής συνοχής», αλλά ενίοτε αντιστοιχούν σε κοινωνίες απίστευτης δυστυχίας. Παρανοϊκό μεν, διαρκές δε.
Το 1972, όταν η ελληνική ομάδα επικράτησε στους Βαλκανικούς Αγώνες Στίβου για πρώτη φορά μεταπολεμικά, οργίασε η προπαγάνδα της χούντας περί της «προσφοράς της εθνοσωτηρίου επαναστάσεως» και του τριπτύχου «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών». Χούντα ήταν, θα πείτε. Σωστά. Πολλοί ανέμεναν ότι η πτώση της θα σήμαινε και τερματισμό αυτού (τουλάχιστον) του είδους καθεστωτικής δημαγωγίας. Αμ δε... Ακμασε και επί κοινοβουλευτισμού, η άτιμη! Η χαραυγή του 21ου αιώνα βρήκε τους ταγούς του «εκσυγχρονισμού» να αποδίδουν διάφορες αθλητικές επιτυχίες στο μοντέλο της «ισχυρής Ελλάδας»! Πώς έλεγε ο Χελάκης «κόρνερ και φύγαμε για τελικό»; Ε, αυτοί έκαναν μια μικρή παραλλαγή: «ΟΝΕ, δημιουργική λογιστική και ανεβήκαμε στο βάθρο», ένα πράγμα...