Το ποδόσφαιρο, σε όλο τον κόσμο, μας δίνει με το ένα χέρι τόσες ιστορίες επιτυχίας όσες μας παίρνει με το άλλο. Πάντα, το νόμισμα του ποδοσφαίρου στη μία του πλευρά έχει τον θρίαμβο του πρωταθλητή και στην άλλη το δράμα του υποβιβαζόμενου.
Η αντίθεση αυτή είναι τόσο γοητευτική όσο και η ίδια η ζωή. Στην Αγγλία η μία πλευρά του ποδοσφαιρικού νομίσματος, η λαμπερή, έχει την εικόνα της Τσέλσι, της Αρσεναλ ή της Γιουνάιτεντ που κατακτά το πρωτάθλημα κατανικώντας την αυτοκρατορία του Αμπράμοβιτς. Ή τη μεγαλειώδη εικόνα των νέων γηπέδων, του γηπέδου της Αρσεναλ ή του νέου γηπέδου της Λίβερπουλ. Ή τα δισεκατομμύρια της νέας συμφωνίας για τα τηλεοπτικά δικαιώματα.
Η άλλη πλευρά, η σκοτεινή, η δυσάρεστη έχει την εικόνα Λιντς Γιουνάιτεντ, μιας ομάδας που λατρεύτηκε παράφορα για την ομορφιά του ποδοσφαίρου που έπαιξε και τώρα κατάντησε ένα άδειο σακί που το γυρνάνε χρεωμένο στις αγορές. Ή την εικόνα της Νότιγχαμ Φόρεστ. Της μοναδικής ομάδας που αναδείχτηκε πρωταθλήτρια Ευρώπης και κατρακύλησε μέχρι την τρίτη κατηγορία.
Φαντάζομαι ότι για τους νεότερους ιστορίες, όπως αυτή της Λιντς ή της Φόρεστ, δεν έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Είναι όμως κομμάτια της ποδοσφαιρικής ιστορίας που, αν παραλειφθούν, θα αφήσουν ένα μικρό αλλά ενοχλητικό κενό στο παζλ που ξεκίνησε να συμπληρώνεται στην Αγγλία τον 19ο αιώνα.
Η πτώση της Φόρεστ άρχισε από το 2001, όταν τον Δεκέμβριο εκείνης της χρονιάς η μετοχή της ομάδας αποσύρθηκε από το χρηματιστήριο του Λονδίνου. Είναι μία από εκείνες τις ιστορίες που μεγεθύνονται, επειδή η πτώση της ομάδας γίνεται από ψηλά. Η κατάρρευση της Φόρεστ άρχισε την εποχή που η τηλεόραση σκορπούσε αφειδώς εκατομμύρια για τα δικαιώματα μετάδοσης των ποδοσφαιρικών αγώνων και οι ομάδες έπαιρναν αυτά τα εκατομμύρια και τα πετούσαν από το παράθυρο, δημιουργώντας τεράστια ελλείμματα. Η ιστορία της Φόρεστ είναι μία από αυτές.
Τα οικονομικά στοιχεία της περιόδου 2003-2004 δείχνουν ότι το 79% των δαπανών της ομάδας πήγαινε για μισθούς και πριμ ποδοσφαιριστών και παραγόντων. Τα χρέη της, που ήταν μειωμένα σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια, είχαν φτάσει τα 14,5 εκατομμύρια ευρώ.
Σε αυτά προστέθηκαν και άλλα 9 εκατομμύρια ευρώ που χρωστά η ομάδα στον δήμο, τα οποία είχε δανειστεί για να βελτιώσει τις κερκίδες του γηπέδου της, του «Σίτι Γκράουντ», σε ένα παράλογο σχέδιο αναμόρφωσης, για ένα γήπεδο που θα φιλοξενούσε παιχνίδια της τρίτης κατηγορίας του αγγλικού πρωταθλήματος.
Στο οικονομικό πεδίο, τα πράγματα δεν βελτιώθηκαν ούτε όταν η Φόρεστ πούλησε το τελευταίο σοβαρό περιουσιακό της στοιχείο, τους ποδοσφαιριστές Μάικλ Ντόσον και Αντι Ράιντ στην Τότεναμ αντί 7,5 εκατομμυρίων ευρώ. Βέβαια, το 30 χιλιάδων θέσεων γήπεδο της Φόρεστ δεν γέμιζε όπως παλιά, στις μεγάλες στιγμές της ομάδας, όταν είχε στον πάγκο της τον Μπράιαν Κλαφ. Τον προπονητή που έφυγε από τη ζωή πριν από δύο χρόνια και ο οποίος, όταν είχε αναλάβει τη Φόρεστ πριν από 30 χρόνια, την έσωσε από τον υποβιβασμό στην τρίτη εθνική και την οδήγησε στην κορυφή.
Η Νότιγχαμ, που για τελευταία φορά αγωνίστηκε στην τρίτη κατηγορία το 1951, είναι μία από τις τέσσερις ομάδες, μαζί με τη Ρεάλ, την Μπάγερν και τη Μίλαν που έχουν κατακτήσει δύο συνεχείς χρονιές το Κύπελλο Πρωταθλητριών. Η Φόρεστ, που υπήρξε «η βασίλισσα του Κλαφ» για 18 χρόνια, την περίοδο 1992-1993 υποβιβάστηκε από την Πρέμιερσιπ, αλλά είχε προλάβει να κατακτήσει το Κύπελλο Πρωταθλητριών το 1979 και το 1980. Ηταν η ομάδα που δημιούργησε το πρώτο μεγάλο ρεκόρ στο αγγλικό ποδόσφαιρο, 27 χρόνια πριν, όταν είχε 42 παιχνίδια χωρίς ήττα, ένα ρεκόρ που έσπασε η Αρσεναλ.
Από την περίοδο 1992-1993 και μετά, η Φόρεστ είχε 17 προπονητές, όμως η κατρακύλα της ομάδας, που κάποτε υπήρξε η καλύτερη στην Ευρώπη, δεν μπορούσε να σταματήσει με τίποτε. Αλλωστε, δεν υπάρχουν πια προπονητές με την προσωπικότητα του Κλαφ. Εχουν αλλάξει και οι συνθήκες. Τα πολλά χρήματα είναι, πλέον, αυτά που καθορίζουν το μέλλον και τις διακρίσεις μιας ομάδας και όχι το ταλέντο.
Η μνήμη, βέβαια, δείχνει πάντα μια προτίμηση στο ταλέντο και το γεγονός αυτό διασφαλίζει ότι όσοι αγάπησαν τη Φόρεστ, θα τη θυμούνται πάντα «βασίλισσα».
Εκτός από τα χρέη υπάρχουν και τα κέρδη
Οι ιστορίες των Λιντς και Φόρεστ είναι καταδικασμένες να βρίσκονται κάτω από την επιφάνεια του ενδιαφέροντος των φιλάθλων, όσο συνεχίζονται οι εξαγορές ομάδων της Πρέμιερσιπ και τα εκατομμύρια κάνουν βόλτα στα πρωτοσέλιδα, όπως τα μυρμήγκια που ψάχνουν για μέλι.
Το ενδιαφέρον, που προξενεί η Αγγλία, οφείλεται κυρίως στη νέα μεγάλη τριετή συμφωνία πώλησης τηλεοπτικών δικαιωμάτων, που θα αποφέρει συνολικά στις ομάδες της Πρέμιερσιπ κάτι περισσότερο από 4 δισ. ευρώ. Πέρα από τα τηλεοπτικά δικαιώματα, πρέπει να σημειωθεί και η αύξηση του τζίρου στις πωλήσεις προϊόντων με το σήμα των ομάδων, από φανέλες μέχρι τασάκια και σχολικά τετράδια.
Στην Αγγλία, οι ομάδες της Πρέμιερσιπ μέσα σε μία πενταετία ανέβασαν τις πωλήσεις τους στα δύο δισεκατομμύρια ευρώ. Η ευρωπαϊκή ποδοσφαιρική αγορά, που εκτιμάται ότι είναι συνολικής αξίας 11,6 δισ. ευρώ, έχει πάρα πολλές επενδυτικές ευκαιρίες, σύμφωνα με τους αναλυτές μεγάλων επενδυτικών οίκων, όπως η Morgan Stanley (που επαναδιαπραγματεύθηκε πέρυσι τα χρέη της Μπορούσια Ντόρτμουντ, τα οποία είχαν φτάσει τα 135 εκατομμύρια ευρώ), αλλά και η Deloitte & Touch.
Ενδιαφέρον για αρκετούς επενδυτές, όχι μόνον από την Ευρώπη αλλά και πέραν του Ατλαντικού, παρουσιάζουν και οι γαλλικές ομάδες, που από τη νέα περίοδο θα απολαμβάνουν τα οφέλη της νέας τηλεοπτικής τριετούς συμφωνίας, που θα τους αποφέρει περίπου 700 εκατομμύρια ευρώ ετησίως.
Στις αναλύσεις των ειδικών επενδυτικών οίκων για τις ποδοσφαιρικές επενδύσεις, ιδιαίτερο κεφάλαιο καταλαμβάνει το Τσάμπιονς Λιγκ, που συνεισφέρει αρκετά χρήματα στις ομάδες που μπορούν να προχωρήσουν. Μάλιστα, υπάρχει η εκτίμηση ότι πολύ δύσκολα θα μπορέσει ο Πλατινί να επιφέρει αλλαγές στην παρούσα μορφή της διοργάνωσης και να θέσει σε κίνδυνο τις υψηλές απολαβές που έχουν οι ομάδες από τα μπόνους της ΟΥΕΦΑ και των τηλεοράσεων.
Οι επενδυτές θα αναζητούν διαρκώς ομάδες για αγορά, όσο οι ομάδες είναι αναγκασμένες να ξοδεύουν αρκετά χρήματα για επενδύσεις σε εγκαταστάσεις και ποδοσφαιριστές, έτσι ώστε να μπορέσουν να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις του ποδοσφαιρικού ανταγωνισμού, που γίνεται διαρκώς όλο και πιο σκληρός.