Κάποιο κουίζ, ανέκδοτο κατ' ουσίαν, θέτει το εξής ερώτημα: «Ενας οδοιπόρος καλύπτει τη διαδρομή Ομόνοια - Ελευσίνα σε τρεις ώρες και σαράντα οκτώ λεπτά. Κάποια ημέρα αποφασίζει να βαδίσει κάνοντας δύο βήματα εμπρός και ένα πίσω. Σε πόση ώρα θα φτάσει στην Ελευσίνα;».

Κάνεις εσύ τους υπολογισμούς σου, αλλά ό,τι κι αν απαντήσεις ακούς: «Λάθος. Δεν θα φτάσει ποτέ». Απορείς, ζητείς εξήγηση και την έχεις: «Οταν περάσει μπροστά από το Δαφνί θα τον αρπάξουν και θα τον κλείσουν μέσα...».

Στο ίδιο, εύθυμο πνεύμα κάνουμε κι εμείς μια υπόθεση εργασίας: έστω ότι μία ελληνική ομάδα είχε ακριβώς τις δυνατότητες που διέθετε η Γαλατασαράι όταν κατέκτησε το Κύπελλο ΟΥΕΦΑ. Εστω ότι έφερνε τα ίδια αποτελέσματα. Ποια τύχη θα είχε στον τελικό; Η απάντηση: αποκλείεται να έφθανε μέχρις εκεί. Οταν θα γνώριζε την εντός έδρας συντριβή από την Τσέλσι με 0-5 στους ομίλους του Τσάμπιονς Λιγκ, θα έπαυε γι' αυτήν να υφίσταται, όχι μόνο άλλη διοργάνωση (το ΟΥΕΦΑ), αλλά και επόμενη ημέρα. Πιθανότατα θα απολύονταν την ίδια νύκτα έως και οι καθαρίστριες των γραφείων της ομάδας.

Γράφαμε χθες, με αφορμή το φιλικό στραπάτσο του ΠΑΟΚ (7-0), ότι κατά κανόνα στην Ελλάδα η βαρύτατη ήττα δεν ισοδυναμεί απλώς με οδυνηρό αποτέλεσμα, αλλά με το… τέλος του κόσμου. Αντε, στην «ελαφρύτερη» περίπτωση με την αυτόματη άρση της εμπιστοσύνης προς παίκτες, προπονητή κ.ά.

Αν στον απόηχο του 6-2 επί της Λεβερκούζεν ο Ολυμπιακός είχε ηττηθεί με 1-0 από τη Μακάμπι, κάνοντας εμφάνιση εξίσου κακή με εκείνη του (πραγματικού) 3-0, θα είχε αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση για τον Λεμονή; Θα είχε «προγραφεί» ο Προτάσοφ αν οι «ερυθρόλευκοι» στο «Ντέλε Αλπι» είχαν φροντίσει να σταματήσουν σε λογικά επίπεδα το «κοντέρ» της «γιουβεντίνικης» παραγωγικότητας, αντί να... απαξιούν να μαρκάρουν; Θα είχε «ξηλωθεί» η «ομάδα της Ριζούπολης» του ΠΑΟ εάν η απώλεια του τίτλου δεν είχε συνοδευτεί από το βαρύ 3-0; Εικάζω πως τίποτε απ' όλα αυτά δεν θα είχε συμβεί. Τουλάχιστον όχι στα συγκεκριμένα, αντίστοιχα timing –αργότερα, ίσως.

Πριν από λίγα χρόνια η Αρσεναλ συνετρίβη στο «Ολντ Τράφορντ» με 6-1. Ο Βενγκέρ δήλωσε μετά τον αγώνα: «Ακόμα δεν μπορώ να καταλάβω πώς το πάθαμε. Θα αντλήσουμε, όμως, διδάγματα». Ούτε κατάρες ούτε οιμωγές ακούστηκαν. Την επόμενη περίοδο η Αρσεναλ στέφθηκε πρωταθλήτρια. Φέτος η Λίβερπουλ «μέτρησε» έξι γκολ των «κανονιέρηδων» στο «Ανφιλντ», αλλά το τέλος της σεζόν τη βρήκε στον τελικό του Τσάμπιονς Λιγκ. Η Ρόμα «κονιορτοποιήθηκε» στο Μάντσεστερ, με επτά γκολ. Αντέδρασε φορτώνοντας με ένα λιγότερο την πρωταθλήτρια Ιταλίας, Ιντερ, στον τελικό του Κυπέλλου. Αδυνατώ να φανταστώ ελληνική ομάδα να υφίσταται ανάλογο κάζο και να μη χάνει, μέσα στη σπασμωδικότητα και τον εκνευρισμό της, μία –τουλάχιστον– σεζόν.

Η βαριά, ακόμα και η συντριπτική ήττα μπορεί να οφείλεται σε πολλούς και διαφορετικούς λόγους. Π.χ. το ρίσκο είναι μια αιτία όχι και τόσο σπάνια σε αναμετρήσεις μεταξύ ομάδων που τις δυνατότητές τους δεν τις χωρίζει άβυσσος. Στο Τσάμπιονς Λιγκ γηπεδούχοι έχουν ηττηθεί με πολλά γκολ διαφορά, διότι τα έπαιξαν όλα για όλα απέναντι σε αντιπάλους που ήταν «σαΐνια» στις αντεπιθέσεις. Μπορεί, επίσης, η βαριά ήττα να απορρέει από τον συνδυασμό της εξαιρετικά καλής βραδιάς του «θύτη» και της... παρά φύσιν κακής του «θύματος». Μπορεί να αντανακλά το επιθετικό κρεσέντο μιας ομάδας και τις αμυντικές αδυναμίες μιας άλλης, καλής επίσης: ανακαλέστε στη μνήμη σας τα «επτά συν τρία» γκολ της Λιόν επί της Βέρντερ. Μπορεί, ακόμη, να σηματοδοτεί το τέλος του κύκλου μιας αξιόλογης ομάδας: θυμηθείτε, απλώς, τη Λα Κορούνια στην ευρωπαϊκή παρακμή της, τα 8-3 και 5-0 από τη Μονακό, σε δύο διαδοχικές σεζόν. Πολλά, ακόμη, «μπορεί» υπάρχουν.

Την εμβέλεια και την αίγλη κάθε ομάδας τις κρίνει το βάθος του χρόνου, όχι οι μεμονωμένες στιγμές. Κάποτε (1999-2000) η Μπενφίκα απέκλεισε τον ΠΑΟΚ και κατόπιν ηττήθηκε από τη Θέλτα με 7-0. Θεωρεί κανείς διαχρονικά μεγαλύτερη ομάδα τη Θέλτα από την Μπενφίκα; Οχι ασφαλώς. Θεωρεί κανείς «στιγματισμένη» την ιστορία της Μπάγερν επειδή κάποτε, το 1991-92, την είχε κατατροπώσει με 6-2 η... Κοπεγχάγη; Οι περισσότεροι φίλαθλοι ούτε καν το θυμούνται.

Στην Ελλάδα, όμως, είπαμε, υπάρχει μόνο το «τέλος του κόσμου»! Γιατί; Διότι στο ποδοσφαιρικό μας υποσυνείδητο οι βαριές ήττες παραπέμπουν σε μνήμες ποδοσφαιρικής ψωροκώσταινας, που αναζωπυρώνουν φοβίες. Μας διακατέχει έλλειψη αυτοπεποίθησης, ο διαρκής φόβος της οπισθοδρόμησης –κι ας το ρίχνουμε κατά καιρούς στις φανφάρες και τις υπεραισιοδοξίες. Για να ξορκίσουμε τις ανασφάλειές μας το κάνουμε! Κι ας μην το ομολογούμε....

ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube