Η μνήμη είναι περίεργο πράγμα. Κάνει συνειρμούς, επαναφέρει τα γεγονότα σμιλεμένα. Περασμένα με το βερνίκι της ωραιοποίησης, επειδή πάντα τα ωραία είναι πιο δυνατά. Κι εκείνες οι μέρες στην Πορτογαλία θα είναι συνδεδεμένες με τις στιγμές που ονειρευόμασταν με τα μάτια ανοιχτά. Εκεί που ακόμα και οι πιο τρελές σκέψεις έβρισκαν πρόσφορο έδαφος για να πραγματοποιηθούν.
Η νύχτα της 4ης Ιουλίου του 2004 ήταν το τελευταίο κομμάτι ενός παζλ που άρχισε να συμπληρώνεται κοντά δύο χρόνια πριν. Με δύο ήττες στην αρχή. Με κάποιες νίκες μετά, που δεν τις υπολόγιζε ο κόσμος. Ωσπου ένα χρόνο πριν από τα τελικά, ήρθαν εκείνες οι κολλητές επιτυχίες. Με σήμα κατατεθέν για σκορ το 1-0. Σαραγόσα, Αθήνα, Ερεβάν και πάλι Αθήνα, στη Λεωφόρο. Νιώθαμε τυχεροί που μια μεγάλη φουρνιά παικτών δεν θα έφευγε από τα γήπεδα χωρίς να αξιωθεί να πάει σε μεγάλη διοργάνωση.
Πλησιάζοντας τα τελικά, με το που είχαμε σηκώσει λίγο τη μυτούλα, πάμε στην Ολλανδία και τρώμε τη σφαλιάρα μας. Τέσσερα γκολ σ' ένα ημίχρονο. Μας έκανε καλό. Επεσαν οι τόνοι, φυσικά κάποιοι μιζέριασαν. Φυσιολογικά πράγματα για τη χώρα που ζούμε. Η ομάδα έφυγε για την Πορτογαλία, περνώντας για προετοιμασία από την Ελβετία. Οποιοι ζούσαν κοντά στην αποστολή έλεγαν πως ήμασταν έτοιμοι για κάτι καλό.
Τελευταίο άρθρο πριν από την πρεμιέρα, στις 12-6-2004, φροντίζω να οριοθετήσω τι εννοώ εγώ ως επιτυχία. «Σε έξι ματς στο παρελθόν σε μεγάλες διοργανώσεις έχουμε 1-14 γκολ και μία ισοπαλία. Αρα δύο γκολ και μία νίκη είναι ο πήχης». Πρεμιέρα στο Οπόρτο, όπου είχαν στηθεί χοροί. Ενα πρωινό με λίγο αεράκι και εκείνη την αύρα που φέρνει ο Ατλαντικός Ωκεανός. Στην προβλήτα της Ριμπέιρα, δίπλα στην περίφημη γέφυρα που έχτισε πριν από έναν αιώνα ο ίδιος ο Αϊφελ, οι Πορτογάλοι ετοιμάζονταν να γιορτάσουν. Ηταν η μέρα που περίμεναν από τον Δεκέμβριο του 1999, λίγο πριν εκπνεύσει η χιλιετία που τους είδε να είναι θαλασσοκράτορες και εξερευνητές. Μία χώρα που κάποτε αφέντευε τον κόσμο.
Η αίσθηση ήταν πως μια τέτοια μέρα τους ανήκε και θα ήταν δική τους. Ομολογώ πως αν έπαιζαν με οποιαδήποτε άλλη ομάδα θα είχα παρασυρθεί κι εγώ σε αυτό το ντελίριο. Ηταν το πάρτι τους.
Οταν η ομάδα βγήκε στο χορτάρι με τον Ζαγοράκη πρώτο, η μνήμη μου γύρισε σχεδόν δώδεκα χρόνια πίσω. Το 1993 στο Λουξεμβούργο, όταν η Εθνική Ανδρών του Παναγούλια νικούσε 3-1 σ' ένα αδιάφορο ματς, αφού ήδη είχαμε προκριθεί στο Μουντιάλ. Η πτήση της επιστροφής είχε τέσσερις ώρες καθυστέρηση. Σε μία γωνία στο αεροδρόμιο μιλούσα με τον Θοδωρή, που τότε ήταν στις Ελπίδες. «Πρέπει να είναι ωραίο να περιμένεις πότε θα πας σε Μουντιάλ», μου έλεγε κοιτώντας μία παρέα των Ανδρών που χαβαλέδιαζε. «Και εσύ θα πας», του λέω. «Πότε; Σε αυτό αποκλείεται, έχουν άλλοι σειρά», ήταν τα λόγια του. «Θα έρθει κι εσένα η ώρα σου», του είχα απαντήσει. «Μη βιάζεσαι». Την παραμονή του ματς στο Οπόρτο του θύμισα την κουβέντα μας εκείνη. «Νόμιζα πως το '98 με το Μουντιάλ και την ισοπαλία με τους Δανούς είχε πετάξει το πουλάκι για πάντα», ήταν η ατάκα του.
Τη στιγμή του εθνικού ύμνου έπιασα τον εαυτό μου να συγκινείται! «Τα έχουμε δει όλα», μου είπε κάποιος συνάδελφος που καθόταν πιο πλάι. Ετσι νόμιζα κι εγώ. Πού να ξέραμε τι θα ζούσαμε τις επόμενες 25 μέρες!
Το ματς ξεκίνησε. Ο Καραγκούνης δικαίωσε το... όνειρο του Χελάκη (ο οποίος επέμενε από την παραμονή πως θα σκοράρει η «Τυπάρα») και μετά πήραμε και το πέναλτι με τον Γιούρκα. Ο Μπασινάς έστειλε τον Ρικάρντο από την άλλη. Είδα τους Πορτογάλους να κλαίνε. Αισθάνθηκα άσχημα με την παιδική φατσούλα που ξέσπαγε σε λυγμούς μόλις δέκα μέτρα πιο δίπλα μας στην εξέδρα. Τους είχαμε χαλάσει το πάρτι. Επιστρέφοντας με τον Αλέξη Σπυρόπουλο στο ξενοδοχείο, το Οπόρτο ήταν μία έρημη πόλη! Αδειοι δρόμοι, χωρίς χορούς και τραγούδια. Πλην της Ριμπέιρα στο κέντρο. Εκεί οι Ελληνες είχαν στήσει χορό. Εκείνο το βράδυ, αν οι παίκτες έμπαιναν σ' ένα αεροπλάνο και γύριζαν στη χώρα, θα ήταν ήρωες έτσι κι αλλιώς. Για πάντα. Φυσικά έμειναν εκεί. Και τη συνέχεια θα τη μαθαίνουν οι επόμενες γενιές σαν παραμύθι. Μόνο που δεν ήταν. Ηταν η αλήθεια.
Με την Ισπανία, στην έδρα της Μποαβίστα, βρήκαμε το γκολ από την εκπληκτική πάσα, σχεδόν 30 μέτρων, του Τσιάρτα και το σουτ του Χαριστέα. Με τη Ρωσία στο Αλγκάρβε παραλίγο να πάθουμε το κάζο του αιώνα, αλλά μας γλίτωσε ο Βρύζας. Στα νοκ άουτ η Γαλλία μας περίμενε, αλλά ο Χαριστέας βρέθηκε στην άκρη της σέντρας που έβγαλε, μετά την απίθανη ντρίμπλα στον Λιζαραζού, ο Ζαγοράκης. Μόλις σφύριξε ο Φρισκ τη λήξη, βούρκωσα. Ηταν μία περίεργη αίσθηση, έμοιαζε παράλογο. Πίσω στο Οπόρτο για τον ημιτελικό, με την καλύτερη ομάδα του τουρνουά, την Τσεχία. Την ώρα που ο Δέλλας έβρισκε την μπάλα με το κεφάλι, βγάζοντας εκατομμύρια ανθρώπων στους δρόμους, ήμασταν πια σε άλλη διάσταση. Η Ελλάδα στον τελικό! Μείναμε ξύπνιοι, σχεδόν όλο το βράδυ και προσπαθούσαμε να το πιστέψουμε.
Τη μέρα του τελικού η Λισσαβώνα ήταν «η πρωτεύουσα της Ελλάδας», όπως έλεγε στις περιγραφές ο Χελάκης. Η αισιοδοξία ξεχείλιζε από τα λόγια όλων μας. Δεν μπορώ να το εξηγήσω λογικά, τρία χρόνια μετά, αλλά δεν νομίζω πως υπήρχε άνθρωπος που έλεγε πως φοβάται το ματς. Οι Πορτογάλοι μας περίμεναν για τη ρεβάνς. Μία φορά τους κάναμε την πλάκα, τώρα ήταν η σειρά τους. Ετσι νόμιζαν. Και το έλεγαν. Το ματς δεν θα μπει ποτέ στο πάνθεον των ωραιότερων τελικών, αλλά, μεταξύ μας, ποιος ενδιαφέρεται; Για εμάς θα παραμένει αξέχαστος, διότι και στο ποδόσφαιρο ισχύει ό,τι και για την ομορφιά: είναι απολύτως υποκειμενικό ζήτημα.
Το γκολ του Χαριστέα μάς απογείωσε. Την ώρα της απονομής τρίβαμε τα μάτια μας και τσιμπιόμασταν μήπως και δεν γινόταν πραγματικά αυτό που βλέπαμε. Στη μεικτή ζώνη, λίγο αργότερα, ο Θοδωρής Ζαγοράκης μου έδινε να κρατήσω το κύπελλο. Η λογική ξεπερνά ποτέ τα όνειρα; Η ίδια η ζωή έχει τελικά τόσες παραξενιές που αφήνει σύξυλη και την πιο καλπάζουσα φαντασία! Σε αυτή τη ζωή παίζουμε απευθείας το έργο, έλεγε ο Ευγένιος Ο’Νιλ. Δεν υπάρχει χρόνος για πρόβες. Το έργο που ανέβηκε το καλοκαίρι του 2004 στην Πορτογαλία κράτησε για σχεδόν ένα μήνα. Με κάθε ευκαιρία θα λέω ένα μεγάλο ευχαριστώ σε αυτούς που έκαναν τα πιο τρελά όνειρα πραγματικότητα.