Oι περισσότεροι παρακολουθήσαμε την προσπάθεια του Ρομάριο να πιάσει τον αριθμό των 1.000 γκολ με ειρωνική διάθεση ή, έστω, με μία συμπάθεια που οφείλεται, κυρίως, στην ιστορία του. Η προσπάθεια του Βραζιλιάνου, ο οποίος είναι ο τρίτος σκόρερ όλων των εποχών στην εθνική Βραζιλίας, ήταν μια πράξη ματαιοδοξίας, συμβατή με τον χαρακτήρα του.
Εκείνη την περίοδο που κυνηγούσε το χιλιάρι ο Ρομάριο –έναν αριθμό που έχει «γράψει» μόνο ο Πελέ και έχει στοιχειώσει το βραζιλιάνικο ποδόσφαιρο– τηλεφωνούσε σε Ολλανδούς δημοσιογράφους και τους ζητούσε να του δώσουν στοιχεία για όλα τα γκολ που σημείωσε τον καιρό που αγωνιζόταν στην Αϊντχόφεν. Ακόμα και όσα σημείωσε στα φιλικά της προετοιμασίας με αντιπάλους ομάδες χωριών. Για τον Ρομάριο τα γκολ δεν χωρίζονται σε επίσημα και ανεπίσημα. Ο Μπαΐνιο, το παρατσούκλι του που σημαίνει κοντούλης, τελείωσε την καριέρα του εκεί που ξεκίνησε το 1985.
Στη Βάσκο ντα Γκάμα. «Καριόκα» μέχρι το κόκαλο. Παρέμεινε αυτό που ήταν όταν ξεκίνησε. Ενας μαλάντρο. Ενας γλεντζές, που αγαπούσε τη ζωή, τη ρουφούσε μέχρι το μεδούλι και αδιαφορούσε για τους κανόνες. Στα 22 του άφησε το Ρίο για να ενταχθεί στην ολλανδική Αϊντχόφεν. Ενας μαλάντρο, βέβαια, σε ολλανδικό εργασιακό περιβάλλον δεν είναι και ο ιδανικότερος συνδυασμός. Τα χόμπι του στη διάρκεια της παραμονής του στην Ολλανδία ήταν το ξενύχτι και ο ύπνος. Κοιμόταν 14 ώρες τη μέρα και η Αϊντχόφεν είχε αναθέσει σ' έναν από τους φυσιοθεραπευτές της ομάδας να «ξυπνάει» τον Βραζιλιάνο για να βρίσκεται στο γήπεδο στην ώρα του. Ή περίπου. Πολύ συχνά και ανεξάρτητα από τις υποχρεώσεις της ομάδας του, έπαιρνε το αεροπλάνο και γύριζε στο Ρίο χωρίς να δώσει λογαριασμό σε κανέναν. «Ζω στη Βραζιλία και δουλεύω στην Ολλανδία», συνήθιζε να λέει ο Ρομάριο, ο οποίος ουδέποτε προσαρμόστηκε στον ολλανδικό τρόπο ζωής και το μόνο πράγμα που εκτίμησε ιδιαίτερα στην Ολλανδία ήταν οι Ολλανδέζες.
Ο Βραζιλιάνος αντιμετώπισε τα χρόνια του στην Ευρώπη όπως ένας μετανάστης που εγκαταλείπει τη χώρα του για να δουλέψει σε μια ξένη χώρα, να μαζέψει χρήματα και να ξαναγυρίσει στην πατρίδα του. Μέσα στο γήπεδο ήταν τεμπέλης. Κινούνταν ελάχιστα. Κι όμως, παρ' όλα αυτά, σημείωνε περίπου ένα γκολ ανά παιχνίδι. Το ένστικτο του σκόρερ που διέθετε ήταν εξαιρετικό. Αυτό τον οδήγησε στην Μπαρτσελόνα αλλά ακόμα και εκεί παρέμεινε το ίδιο μπλαζέ. Ο Ρομάριο αντιμετώπιζε το παιχνίδι σαν ένα σκηνικό που η χρησιμότητά του ήταν να αναδεικνύει τον ίδιο.
Οι μεγάλοι Βραζιλιάνοι ποδοσφαιριστές καταξιώνονται στα Παγκόσμια Κύπελλα. Κι αν ο Ρομάριο, κυρίως λόγω του χαρακτήρα του, έπαιξε μία ώρα όλη κι όλη στο Μουντιάλ του '90, το Μουντιάλ του '94 ήταν δικό του. Μαζί με τον Μπεμπέτο έφτιαξαν ένα εξαιρετικό δίδυμο που έδωσε σε μία πολύ μέτρια αλλά σκληρή ομάδα το Παγκόσμιο Κύπελλο. Αναζητήστε τα γκολ που σημείωσε εναντίον της Ρωσίας και εναντίον της Ολλανδίας. Ειδικά το δεύτερο μπορεί να μαρτυρήσει πολλά για την κλάση του ως γκολτζή. Στο Παγκόσμιο Κύπελλο του '98 έλειψε. Ηταν τραυματίας.
Του κόστισε, όπως ίσως και στη «σελεσάο». Ο Ρομάριο πέρασε ένα μεγάλο μέρος της καριέρας του, 13 χρόνια, στο παραμελημένο βραζιλιάνικο πρωτάθλημα, στο οποίο είχε ψηλότερο μέσο όρο από αυτόν του Πελέ και έκανε και μερικές αρπαχτές στο Κατάρ, το Μαϊάμι και την Αυστραλία. Ολα αυτά τα χρόνια παρέμενε τεμπέλης και γλεντζές αλλά την επαφή του με τα δίχτυα δεν την έχασε ποτέ. Η προσπάθειά του να πιάσει τον αριθμό 1.000 είναι μία προσβολή στο αθλητικό ήθος. Αυτό, όμως, ισχύει για όλους εμάς αλλά όχι για τον Ρομάριο. Του αρκεί που θα μπορεί να διηγείται στα εγγόνια του ότι «έβαλα όσα και ο Πελέ».
Οσα και ο βασιλιάς, τον οποίο κάποτε χαρακτήρισε «πνευματικά καθυστερημένο», διότι ο εγωισμός του δεν μπορούσε να δεχθεί ότι υπάρχει κάποιος καλύτερος. Ο Ρομάριο δεν ήταν ποτέ σταρ. Δεν έκανε ποτέ δημόσιες σχέσεις. Εκανε του κεφαλιού του και χαμογελούσε όποτε του έκανε κέφι. Δεν χαμογελούσε για τους διαφημιστές. «Είμαι δύσκολος χαρακτήρας γιατί είμαι αυθεντικός», είχε πει. Την επόμενη φορά που θα ακούσετε κάτι ανάλογο, θα πρόκειται για το νέο σλόγκαν της NIKE.
Το προφίλ του Ελληνα φιλάθλου
Σε περίπου δύο μήνες θα αρχίσει το πρωτάθλημα. Φαντάζομαι ότι στη Σούπερ Λίγκα έχουν στα χέρια τους όλες εκείνες τις έρευνες και εκτιμήσεις για τον απολογισμό της περασμένης χρονιάς. Δεν γνωρίζω, όμως, αν έχουν υπόψη τους το προφίλ του Ελληνα φιλάθλου, όπως είχε καταγραφεί σε μια έρευνα της Focus Bari Highlights, η οποία έγινε την περίοδο από τον Οκτώβριο 2005 μέχρι τον Φεβρουάριο του 2006.
Σύμφωνα με τα συμπεράσματα της έρευνας, το 50% των Ελλήνων παρακολουθεί συστηματικά ποδόσφαιρο, 30% μπάσκετ, ενώ 17% είναι κολλημένοι με τη Φόρμουλα 1. Βόλεϊ βλέπει το 13%, τένις και άρση βαρών το 6%, πόλο και μπιτς βόλεϊ το 4%, ιππασία, χάντμπολ και ιστιοπλοΐα το 3% και γουίντ σέρφινγκ το 2%. Από την έρευνα προκύπτει ότι κύριο χαρακτηριστικό του Ελληνα φιλάθλου, ανεξάρτητα από τον βαθμό παρακολούθησης κάθε αθλήματος, είναι η υποστήριξη κάποιας ομάδας. Το 76% δηλώνει ότι υποστηρίζει την ίδια ομάδα σε ποδόσφαιρο και μπάσκετ και από αυτούς το 36% είναι Ολυμπιακοί και το 30% Παναθηναϊκοί. Το 16% δηλώνει ότι υποστηρίζει συγκεκριμένη ομάδα μόνο στο ποδόσφαιρο, ενώ ένα 6% υποστηρίζει διαφορετικές ομάδες στα δύο αθλήματα.
Στο μπάσκετ ομάδα υποστηρίζει μόλις το 1%. Ο Ολυμπιακός συγκεντρώνει τους περισσότερους Αθηναίους φιλάθλους (45%) κι ακολουθούν ο Παναθηναϊκός (35%) και η ΑΕΚ (16%). Τους περισσότερους Θεσσαλονικείς φιλάθλους προσελκύει ο ΠΑΟΚ (50%) κι ακολουθεί ο Αρης (23%). Η Κεντρική και Νότια Ελλάδα, όμως, φαίνεται να είναι σχεδόν μοιρασμένη μεταξύ ΟΣΦΠ και ΠΑΟ. Ο ΠΑΟ διαθέτει περισσότερους υποστηρικτές από τους φίλους των άλλων ομάδων σε σχέση με τον ΟΣΦΠ. Οι «αυθεντικοί» Ολυμπιακοί είναι 25% και από άλλες ομάδες προέρχεται το 13%, ενώ οι «αυθεντικοί» Παναθηναϊκοί είναι 22%, αλλά οι προερχόμενοι από άλλες ομάδες φτάνουν το 20%. Χαρακτηριστικό επίσης είναι ότι στην ερώτηση «ανεξάρτητα από το τι ομάδα είστε, μεταξύ ΠΑΟ και ΟΣΦΠ ποιον υποστηρίζετε;», το 52% απαντά κανέναν, το 30% τον ΠΑΟ και το 19% τον ΟΣΦΠ.
Το ποδόσφαιρο μπορεί να το παρακολουθεί το 73% των αντρών, αλλά συστηματικά πλέον μπάλα βλέπει και το 28% των γυναικών. Σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας, μάλιστα, ενώ το ενδιαφέρον για το ποδόσφαιρο από το 1995 μέχρι το 2002 παρέμενε σταθερό –γύρω στο 44%–, τελευταία παρουσιάζει άνοδο, φθάνοντας το 2005 το 52%. Αντίθετα, οι φίλαθλοι δείχνουν να έχουν χάσει το ενδιαφέρον τους για το μπάσκετ. Μετά τις εποχές της «μεγάλης αίγλης», το ενδιαφέρον για το μπάσκετ μειώθηκε αισθητά. Το 1995 το ποσοστό παρακολούθησης έφτανε το 61%, για να κατρακυλήσει μέχρι το 2002 στο κατώτατο σημείο, με μόλις 27%. Από το 2005 εμφανίζει μικρή ανοδική τάση, αγγίζοντας το 32%, ποσοστό που υποθέτω ότι με την άνοδο της αγωνιστικής δύναμης του Ολυμπιακού θα έχει αυξηθεί.