Διάβασα με προσοχή το άρθρο του Γιώργου Κιντή που δημοσιεύθηκε στη «SportDay» την περασμένη εβδομάδα για την προοπτική μιας Βαλκανικής Λίγκας. Ενιωσα μια μεγάλη και δυσάρεστη έκπληξη. Κυρίως γιατί ο Γ. Κιντής αντιλαμβάνεται ως «ελληνικό επαγγελματικό ποδόσφαιρο» μόνο τη δυνατότητα των τριών πρώτων του πρωταθλήματος να βάζουν περισσότερα χρήματα στο ταμείο τους.
Ο Γ. Κιντής στο άρθρο του, σε δύο σημεία, κάνει λόγο για το βασικό πρόβλημα του ελληνικού πρωταθλήματος. Στο πρώτο σημείο εκτιμά ότι το βασικό του πρόβλημα είναι «ότι δεν βλέπεται». Στο δεύτερο σημείο υποστηρίζει ότι «το βασικό του πρόβλημα είναι η τεράστια διαφορά δυναμικότητας των τριών πρώτων από τους υπολοίπους». Να τολμήσω την υπόθεση ότι η δεύτερη διαπίστωση για το βασικό πρόβλημα του ελληνικού επαγγελματικού ποδοσφαίρου είναι αποτέλεσμα της πρώτης και να αρκεστώ σε αυτήν ή να αρχίσω να ψάχνω τις αιτίες που δημιουργούν την «τεράστια διαφορά δυναμικότητας»; Μια διαφορά που ο Γιώργος Κιντής δεν αναφέρει και η οποία οφείλεται πρώτα από όλα στη διακριτική μεταχείριση -διαχρονικά- του ελληνικού κράτους στους τρεις πρώτους.
Δεν νομίζω ότι ο συγκεκριμένος ισχυρισμός χρειάζεται περαιτέρω επεξηγήσεις. Ο Γ. Κιντής, αφού παραθέτει την επιχειρηματολογία που στηρίζει την άποψή του ότι το ελληνικό πρωτάθλημα δεν βλέπεται, την οποία αποδεχόμαστε όλοι (την άποψη και όχι την επιχειρηματολογία που τη στηρίζει), καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «το καλό θέαμα μπορεί να κάνει τον φίλαθλο να αδιαφορήσει για όλα τα άλλα (τα κακά γήπεδα, τους απαράδεκτους αγωνιστικούς χώρους, τις κακές διαιτησίες, τους άθλιους παράγοντες), όπως γινόταν προ 30ετίας».
Δεν γνωρίζω την ηλικία του Γ. Κιντή αλλά προ 30ετίας ο κόσμος ήταν τελείως διαφορετικός και το ποδόσφαιρο επίσης. Πριν από 30 χρόνια ο ελεύθερος χρόνος και οι επιλογές ψυχαγωγίας ήταν ελάχιστες συγκρινόμενες με τις σημερινές, γεγονός που τοποθετούσε το ποδόσφαιρο πολύ ψηλά στην προτίμηση του κόσμου.
Σε ό,τι αφορά «το καλό θέαμα» που μπορεί να ανταγωνιστεί άλλες επιλογές ψυχαγωγίας, αυτό σήμερα δεν μπορεί να υπάρξει σε κακούς αγωνιστικούς χώρους (αν ο Γ. Κιντής δεν παίζει ποδόσφαιρο με φίλους για να έχει μια ιδέα, ας ρωτήσει τον Ντέμη για το πόσο «καλό θέαμα» μπορεί να παράγει ένα γήπεδο με γούβες) ούτε με κακές διαιτησίες (για τις οποίες η ομάδα στης οποίας το Δ.Σ. μετέχει, έχει διαμαρτυρηθεί αρκετές φορές) αλλά ούτε και με κακούς παράγοντες, που θα μεγαλώσουν την καχυποψία των φιλάθλων απέναντι στο παιχνίδι και θα συντελέσουν στην απομάκρυνσή τους από τα γήπεδα. Δεν γνωρίζω, βέβαια, αν ο Γ. Κιντής ονειρεύεται το ποδόσφαιρο ως ένα πολύ θεαματικό σπορ, όπως το κατς, στο οποίο όλα έχουν προκαθορισθεί.
Η προφανής λύση, σύμφωνα με τον Γ. Κιντή, για να αρθεί η ανισότητα που υπάρχει στο ελληνικό επαγγελματικό ποδόσφαιρο, είναι αυτή που εφαρμόζεται στην Αγγλία για το μοίρασμα της πίτας των τηλεοπτικών δικαιωμάτων (…άρα, η τεράστια διαφορά δυναμικότητας, για την οποία μας μίλησε νωρίτερα ο Γ. Κιντής, είναι οικονομική). Μια λύση για την οποία, όπως ομολογεί ο ίδιος, οι πιθανότητες να γίνει δεκτή από τις διοικήσεις των τριών μεγάλων «είναι ανύπαρκτες».
Μα και στην Αγγλία, αν το κράτος χάιδευε με την ίδια στοργή τις Μάντσεστερ, Αρσεναλ και Τσέλσι, όπως το ελληνικό κράτος τους τρεις πρώτους, τότε δεν θα είχαν κανένα λόγο να δεχθούν το ισχύον σύστημα διανομής των χρημάτων από τα τηλεοπτικά δικαιώματα. Πέραν αυτού, γύρω από αυτό το σύστημα διανομής της Αγγλίας υπάρχει ένα σύνολο θεσμών και ρυθμίσεων που δείχνουν και μια διαφορετική αντίληψη για το παιχνίδι, που υπερβαίνει τις ξερές, οικονομίστικες προσεγγίσεις.
Οταν, λοιπόν, η προφανής λύση δεν μπορεί να εφαρμοστεί (θα έχει ενδιαφέρον να πληροφορηθούμε το -αυταπόδεικτο- «γιατί;» που φαίνεται ότι γνωρίζει ο Γ. Κιντής), απομένει η λύση της Βαλκανικής Λίγκας.
Οι περιφερειακές λίγκες
Αρχικά, ίσως γιατί είμαι δύσπιστο άτομο, μου είναι δύσκολο να αποδεχθώ ότι για τη θεραπεία της οικονομικής- ανισότητας του ελληνικού επαγγελματικού πρωταθλήματος οι λύσεις είναι δύο όλες κι όλες (άντε δυόμισι, αν σκεφτούμε και την ΕΡΤ, στην τσέπη της οποίας μπορούν να βάλουν χέρι οι πρόεδροι των ομάδων «για να φέρουν παικταράδες»... όπως σημειώνει ο Γ. Κιντής, που φαίνεται ότι λατρεύει τις μεταγραφές αεροδρομίου...).
Την παλαιότερη πρόταση, που είχε υποβάλει με τη μελέτη της η Deloitte & Touch για ένα πρωτάθλημα 12 ομάδων, ο Γ. Κιντής προφανώς την έχει απορρίψει, αν και θα είχε μεγάλο ενδιαφέρον σε ένα κατοπινό του άρθρο να μας εξηγήσει τους λόγους.
Ο Γ. Κιντής, που σημειώνει ότι η ιδέα μιας περιφερειακής Λίγκας δεν είναι ούτε δική του ούτε πρωτότυπη, παραθέτει μια σειρά προτάσεων για διάφορες περιφερειακές λίγκες, δίνοντας την εντύπωση ότι πρόκειται για ιδέες που συζητούνται σοβαρά ακόμα και σήμερα, πράγμα που δεν συμβαίνει.
Σε ό,τι αφορά τις συζητήσεις για την ενοποίηση των πρωταθλημάτων Αγγλίας, Σκωτίας, Ουαλίας και Β. Ιρλανδίας «που γίνονται εδώ και χρόνια με την επίνευση του Μπλάτερ», όπως σημειώνει, θα του θυμίσω τρία πράγματα. Το πρώτο έχει να κάνει με τις συζητήσεις που εδώ και τρία- τουλάχιστον- χρόνια έχουν σταματήσει, αν και ποτέ δεν έγιναν σε επίσημο επίπεδο. Το δεύτερο αφορά την ιδέα ενοποίησης αυτών των πρωταθλημάτων.
Ηταν ιδέα του ίδιου του Μπλάτερ με απώτερο στόχο την κατάργηση των εθνικών ομάδων Σκωτίας, Ουαλίας και Ιρλανδίας και του περιορισμού της επιρροής των Αγγλων στη ΦΙΦΑ. Το τρίτο έχει να κάνει με το ενδεχόμενο ένταξης της Ρέιντζερς και της Σέλτικ στην Πρέμιερσιπ, που συζητούσαν οι Σκωτσέζοι πριν από τέσσερα χρόνια, όταν οι δύο ομάδες ήταν καταχρεωμένες και έβλεπαν την ένταξη στην Πρέμιερσιπ ως σωτηρία.
Οταν πήραν την κρυάδα από τους Αγγλους, κοίταξαν να αναδιοργανώσουν τα οικονομικά τους, όπως και των υπόλοιπων ομάδων του σκωτσέζικου πρωταθλήματος. Βέβαια, πρέπει να σημειώσω ότι είναι τουλάχιστον αστοχία να μιλάμε για περιφερειακή λίγκα, όταν πρόκειται για πρωταθλήματα που διεξάγονται στο εσωτερικό μιας χώρας. Υπό αυτή την έννοια, δεν μπορεί να θεωρηθεί περιφερειακή λίγκα η Λίγκα της Αδριατικής, που αφορά πρωταθλήματα τα οποία διεξάγονται σε χώρες που προήλθαν από τον διαμελισμό της πρώην Γιουγκοσλαβικής Ομοσπονδίας.
Οι περιφερειακές λίγκες είναι μια εξέλιξη που απαιτεί σοβαρή μελέτη για τη συμβατότητα μιας τέτοιας ενέργειας με το κοινοτικό δίκαιο και το καταστατικό της ΟΥΕΦΑ, χώρια την ανάγκη ύπαρξης ενός πολύπλοκου θεσμικού πλαισίου, που θα ρυθμίζει ζητήματα που ξεκινούν από την τηλεοπτική συνεργασία μέχρι τη συνεργασία των αστυνομικών και δικαστικών αρχών για την καταπολέμηση της διαφθοράς και του χουλιγκανισμού.