Θυμάμαι τον Μιχάλη Κακιούζη την τελευταία βραδιά της παραμονής στη Στοκχόλμη τον Σεπτέμβριο του 2003, συννεφιασμένο, ωχρό και καμπουριασμένο πάνω από το ξύλινο τραπεζάκι μιας δημοφιλούς παμπ, στην οποία ειρήσθω εν παρόδω σύχναζε και ο Λάρι Μπερντ. Ο Κακιούζης καθόταν με δύο Ελληνες συναδέλφους και συζητούσε χαμηλόφωνα, σαν να του είχε συμβεί κάποιο μεγάλο κακό.
Δεν είχα πολλά πολλά μαζί του τότε. Πλησίασα ίσα ίσα για να πω μια καλησπέρα. Το κλίμα στην αποστολή ήταν δυσοίωνο:
• Μιχάλη, γεια, καλά είσαι;
«Οχι».
Μια λέξη κι ένα βλέμμα έφταναν. Στα 27 του χρόνια, λίγους μήνες μετά την άτακτη φυγή του από την ΑΕΚ για το εξωτερικό (Σιένα), η ψυχολογική κατάσταση του Κακιούζη άγγιζε το απόλυτο ναδίρ. Για να προφτάσει το Ευρωμπάσκετ είχε βασανίσει τον οργανισμό του ώστε να ξεπεράσει έγκαιρα έναν ύπουλο τραυματισμό. Στα βουνά όπου έγινε η προετοιμασία εν όψει Σουηδίας πάσχισε όσο ποτέ άλλοτε. Στα πρώτα φιλικά δεν χρησιμοποιήθηκε πολύ, αλλά στο τουρνουά «Ακρόπολις» μπήκε αφηνιασμένος και κατόρθωσε να κερδίσει την τελευταία θέση της 12άδας (αντί του Τσαρτσαρή), με 16 και 17 πόντους στους αγώνες με Ισραήλ και Πολωνία.
Οταν όμως η ομάδα μετακόμισε στο Μπορός, και αργότερα στη Στοκχόλμη, ο Κακιούζης βρέθηκε καθηλωμένος στην άκρη του πάγκου. Δεν αγωνίστηκε σχεδόν καθόλου, με εξαίρεση τους δύο αγώνες κατάταξης (με Ισραήλ, Σερβία) μετά τον χαμένο προημιτελικό με την Ιταλία. «Αν κρατούσα φωτογραφική μηχανή, θα ήμουν σαν Ιάπωνας τουρίστας», θυμάται σήμερα.
Το Ευρωμπάσκετ τελείωσε μέσα σε κεραυνούς (παρά την προσπάθεια του Γιάννη Ιωαννίδη να πείσει ότι η 5η θέση ήταν επιτυχία) και ο Τσάρλι Ρεκαλκάτι, προπονητής τόσο της Σιένα όσο και της εθνικής Ιταλίας, υποδέχθηκε τον Κακιούζη στην Τοσκάνη με βλέμμα απορίας: «Γιατί, Μίκα, δεν έπαιξες καθόλου στο Ευρωπαϊκό;». «Νon so», απάντησε το Ελληνόπουλο. «Νοn so». Δεν ξέρω. Αν γνώριζε καλύτερα ιταλικά, θα έλεγε αυτό που έγραψε στην αυτοβιογραφία του: «Ο Ιωαννίδης με διέγραψε μέσα σε πενήντα μέρες. Αφού δεν με χρειαζόταν, ας με άφηνε στην Αθήνα».
Το Ευρωμπάσκετ της Σουηδίας γκρέμισε τον μύθο του Ιωαννίδη στα μάτια του Κακιούζη (αλλά και πολλών άλλων, Ελλήνων και μη). «Κανένας μέσα στην ομάδα δεν ευχαριστιόταν το μπάσκετ που παίζαμε ή το κλίμα που επικρατούσε», λέει ο Μιχάλης. «Συζητούσαμε στο δωμάτιο με τον Παπαλουκά και σηκώναμε τα χέρια ψηλά. Εκείνος έπαιζε σαν ευνουχισμένος. Ναι, ο ίδιος Παπαλουκάς που το 2006 αναδείχθηκε κορυφαίος παίκτης στην Ευρώπη! Πόσο μπάσκετ μπορεί να έμαθε μέσα σε τρία χρόνια;».
Ο Κακιούζης ξαναβρήκε γρήγορα τον εαυτό του και οδήγησε τη μικρή Σιένα στην κατάκτηση του ιταλικού πρωταθλήματος και σε δεύτερο συνεχές φάιναλ φορ της Ευρωλίγκας. Εκτοτε τον Ρεκαλκάτι τον έχει εικόνισμα. Το μεγάλο του στήριγμα, όμως, ήταν ο Παναγιώτης Γιαννάκης. «Ενιωσα ένα πρωτόγνωρο αίσθημα ανακούφισης όταν έμαθα ότι ο Ιωαννίδης προτίμησε τα βουλευτικά έδρανα», γράφει ο Κακιούζης. «Και σίγουρα δεν ήμουν ο μόνος. Αν ήταν προπονητής ο Ιωαννίδης στους Ολυμπιακούς Αγώνες, δεν ξέρω αν θα συμμετείχα στην προσπάθεια της Εθνικής».
Ανοιξη του 2004 ο Κακιούζης και ορισμένοι από τους συνοδοιπόρους του άκουγαν Εθνική ομάδα και έφτυναν στον κόρφο τους. Καλοκαίρι του 2007 η ευτυχία της συμμετοχής στην «επίσημη αγαπημένη» δεν εξαγοράζεται ούτε με το χρυσάφι του Μίδα. Επειδή ο Ιωαννίδης άφησε τους πάγκους και έγινε βουλευτής! Επειτα από αυτό, λέω να ψηφίσω Νέα Δημοκρατία...