Tη φράση «ήρθα στην ομάδα που υποστηρίζω από παιδί» την έχουν εκστομίσει αναρίθμητοι ποδοσφαιριστές. Η ρήση θαρρείς πως -εδώ και δεκαετίες- συνιστά τήρηση πρωτοκόλλου ένταξης σε μια μεγάλη ομάδα. Σε περιπτώσεις άκρατου ενθουσιασμού, τη φράση αυτή διανθίζουν διάφορα βαρύγδουπα: εκπληρώσεις ονείρων ζωής, απόλυτη ευτυχία, κ.λπ., κ.λπ.
Ο Παππάς απέφυγε τα προαναφερθέντα υπερφίαλα κι αρκέστηκε στη δήλωση της αγάπης του προς την ΑΕΚ, παιδιόθεν. Κατά πάσα βεβαιότητα είναι ειλικρινής, όπως ήταν πολλοί από τους συναδέλφους του που είπαν κάτι ανάλογο στο παρελθόν, για οποιαδήποτε ομάδα. Οπως θα είναι κι άλλοι στο μέλλον. Ελα όμως που η φράση ηχεί, πλέον, ως φθαρμένο κλισέ που ανακατεύει την ήρα και το σιτάρι στα αλώνια της δυσπιστίας: «Α, άλλος ένας ποδοσφαιριστής που βιάζεται να προσεταιριστεί τον κόσμο της νέας του ομάδας».
Ναι, είναι άδικο να κάνεις μια ειλικρινή εκμυστήρευση αισθημάτων κι αυτή να εκλαμβάνεται -εκ μέρους αρκετών- ως «στρατηγική». Γιατί εκλαμβάνεται έτσι, τόσο συχνά; Ο πασιφανέστερος λόγος είναι ότι στο παρελθόν πολλοί κρίθηκαν -δικαίως ή αδίκως- «ύποπτοι» άσκησης τέτοιας «πολιτικής».
Δεύτερον: για λόγους των οποίων η ανάλυση δεν είναι του παρόντος, ο «μέσος οπαδός» γίνεται ολοένα και σκληρότερος με τους παίκτες. Επιθυμεί να νιώθει «αφεντικό» απέναντί τους, να απομυθοποιεί ακόμη και τα ινδάλματά του, να «ρεζιλεύει αυτό που ζηλεύει». Απλούστερη και συνηθέστερη εκδήλωση αυτής της επιθετικότητας είναι η δυσπιστία, που ενίοτε γίνεται αντιφατική.
Σκεφθείτε τριάντα οπαδούς διαφόρων ομάδων που έχουν πει: «Τι με νοιάζει τι ομάδα είναι; Μπάλα να παίζει -όλα τ’ άλλα τ’ ακούω βερεσέ». Νομίζετε ότι από τις τάξεις τους δεν έχουν προέλθει μερικοί «γαύροι» εξ όσων φώναζαν «δώσε καλή πάσα, ρε παλιοΠΑΟΚτσή Καφέ», ή «βάζελοι» που αναγόρευαν σε... Ανατολικό Ζήτημα το χρώμα των παπουτσιών (!) του Λεοντίου και κραύγαζαν «ρε Παπαδόπουλε, σε έχουν φάει οι παρέες με τον Νικοπολίδη»; Ακρη δεν βγάζεις…
Είναι όμως κάτι ακόμη: σταδιακά ο κόσμος εξοικειώνεται με την ιδέα ότι στο ποδόσφαιρο μετρά ό,τι έχει αξία χρήσης -εκτός φυσικά από το δικό του πάθος για την ομάδα. Αυτός είναι «μόνιμος», οι παίκτες αλλάζουν φανέλες. Το ποια ομάδα αγαπά ή αγαπούσε ένας παίκτης έχει συναισθηματική αξία, όχι αξία χρήσης. Ούτε είναι ροοστάτης της απόδοσής του: σύμβολο στον Ολυμπιακό έγινε ο τέως «πράσινος» Γιαννακόπουλος και την ΑΕΚ την ξελάσπωνε ο «βαμμένος κόκκινος» Γεωργάτος. Διότι τελικά αυτό είναι το μεγαλείο που μόνο ο αθλητισμός και η τέχνη προσφέρουν: ακόμη και οι «ψυχρότεροι» επαγγελματίες, την ώρα της δράσης δίνουν το «είναι τους». Δεν μπορούν απλώς να διεκπεραιώσουν, πρέπει να παθιαστούν -διαφορετικά θα αποτύχουν.
Μακάρι αυτή η ευεργετική ιδιαιτερότητα του αθλητισμού (και της τέχνης) να μας έκανε όλους περισσότερο ήρεμους και λιγότερο «ανακριτικούς» απέναντι στο τι πράγματι νιώθουν ανά πάσα στιγμή οι ποδοσφαιριστές. Μακάρι, αλλά…