Είναι κοινός τόπος ο ισχυρισμός ότι τα σπορ γενικά και το ποδόσφαιρο ειδικότερα απογειώθηκαν με τη βοήθεια της τηλεόρασης. Η τηλεόραση ήταν αυτή που έφερε τα πολλά χρήματα στις ομάδες, που εκτόξευσε μισθούς, συμβόλαια και την αξία των ποδοσφαιριστών. Είναι ίσως χαρακτηριστική η περίπτωση της Γαλλίας, στην οποία ένα παιχνίδι του Τσάμπιονς Λιγκ τo 1992 κόστιζε 1.500 ευρώ και οκτώ χρόνια μετά, το 2000, η τιμή του ξεπερνούσε τα 10.000 ευρώ. Το κόστος του ίδιου παιχνιδιού το 2006 υπολογιζόταν στα 130.000 ευρώ.
Οι τιμές ανεβαίνουν, όπως και τα κόστη, τα κέρδη, τα έσοδα και οι τηλεθεάσεις. Ομως, παράλληλα, οι τεχνολογικές εξελίξεις βοηθούν στη μεγέθυνση της αγοράς, καθιστώντας τον χώρο του Διαδικτύου, το νέο Ελντοράντο για τα σπορ και ιδίως το ποδόσφαιρο.
Οι ποδοσφαιρικές ομάδες, όπως κάθε επιχείρηση, προσπαθούν να κατακτήσουν όσο το δυνατόν μεγαλύτερο κομμάτι της αγοράς. Και βλέψεις πάνω στην αγορά μπορείς να έχεις όταν παράγεις ένα προϊόν ανταγωνιστικό προς τα άλλα ομοειδή της αγοράς και παράλληλα το προϊόν σου είναι εύκολα αναγνωρίσιμο. Το προϊόν ενός ποδοσφαιρικού συλλόγου δεν είναι άλλο από το brand name του συλλόγου, το σήμα κατατεθέν του. Ενα σήμα που περιλαμβάνει την ιστορία, τις επιδόσεις, την αθλητική και οικονομική δυναμική του συλλόγου, αλλά και των υποστηρικτών της συγκεκριμένης ομάδας. Φυσικά, όσο περισσότεροι είναι οι φίλοι ενός συλλόγου, όσο μεγαλύτερο κομμάτι της αγοράς δηλαδή διαθέτει, τόσο περισσότερα έσοδα μπορεί να έχει από τις πωλήσεις αναμνηστικών της ομάδας (που συχνά εκτείνονται σε μία πολύ μεγάλη γκάμα αντικειμένων) και παράλληλα μπορεί να εξασφαλίσει με μεγαλύτερη ευκολία τη χορηγική υποστήριξη μεγάλων εταιρειών. Εταιρειών που συχνά εκμεταλλεύονται τη δυναμική διείσδυσης που έχει ένας σύλλογος στο κοινό.
Η Γιουνάιτεντ, που το 1998 υπολογιζόταν ότι είχε περίπου 50 εκατομμύρια οπαδούς σε όλο τον κόσμο, ήταν η πρώτη ομάδα-εταιρεία που κατανόησε την ανάγκη της επέκτασης σε αγορές πέραν της ευρωπαϊκής, έτσι ώστε να μεγαλώσει ο αριθμός των οπαδών-καταναλωτών της και να διευρυνθεί η εμπορική της βάση. Αυτή η επιλογή προέκυψε και από τη μελέτη και ανάλυση των πωλήσεων προϊόντων με το σήμα της ομάδας. Το 1998 οι άνθρωποι της ομάδας είδαν ότι παρ' όλο που ο μεγαλύτερος αριθμός των οπαδών της ομάδας βρίσκεται εκτός Βρετανίας (σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, ένα ποσοστό της τάξης του 80%) μόλις το 7% των συνολικών πωλήσεων της ομάδας ήταν σε οπαδούς-πελάτες εκτός Βρετανίας. Ετσι, αποφάσισαν να ιδρύσουν καταστήματα με είδη της ομάδας σε χώρες της Νότιοανατολικής Ασίας, την Ιαπωνία και τις ΗΠΑ, υπογράφοντας και συμφωνίες συνεργασίας με ομάδες όλων των σπορ που αγαπούν οι Αμερικανοί, με κορυφαία αυτή με την ομάδα μπέιζμπολ των Yankees, αλλά δεν σταμάτησαν εκεί. Αυτές τις μέρες η Γιουνάιτεντ συζητάει με τέσσερις πολύ μεγάλες εταιρείες μάρκετινγκ το ενδεχόμενο να αναθέσει σε μία από αυτές την ανάπτυξή της παγκοσμίως, μέσω του Διαδικτύου. Δέκα χρόνια μετά την προηγούμενη έρευνα για τις πωλήσεις της επιχείρησης «Γιουνάιτεντ» παγκοσμίως, στην ψηφιακή βάση δεδομένων της ομάδας υπάρχουν τα στοιχεία 4 εκατομμυρίων φίλων του συλλόγου.
Φίλων-πελατών που είτε πραγματοποίησαν κάποια αγορά μέσω Διαδικτύου, είτε είναι συνδρομητές του newsletter, είτε ακόμα έχουν «αγοράσει» από δάνεια μέχρι πιστωτικές κάρτες. Ο εμπορικός διευθυντής της Μάντσεστερ, Λι Ντάλεϊ, –πρώην εκτελεστικός διευθυντής της μεγάλης διαφημιστικής Saatchi & Saatchi-, μιλώντας στο διεθνές φεστιβάλ διαφήμισης που γίνεται στις Κάννες είπε ότι «είμαστε μία εταιρεία με παγκόσμια απήχηση αλλά ακόμα καταναλώνουμε τις δυνάμεις μας σε τοπικό επίπεδο». Ο Ντάλεϊ ανακοίνωσε ότι μέσα στην επόμενη τριετία, η Γιουνάιτεντ θέλει να έχει στη βάση δεδομένων της 50 εκατομμύρια πελάτες, διότι τώρα η οπαδική της βάση σε όλο τον κόσμο υπολογίζεται σε 90 εκατομμύρια φίλους–πελάτες. Φανταστείτε τα 5 εκατομμύρια από αυτούς, να δέχονται τη συνδρομή των 20 ευρώ μηνιαίως για να παρακολουθούν μέσω Διαδικτύου τα ματς της Γιουνάιτεντ στο «Ολντ Τράφορντ». Αντε μετά να τους ανταγωνιστείς, όταν κληρωθείς σε όμιλο του Τσάμπιονς Λιγκ, σε 4 χρόνια από σήμερα… Αν μέχρι τότε καταφέρνει να φθάνει στη φάση των ομίλων ελληνική ομάδα.
Η Κίνα και το πρωτόκολλο του Κιότο
Oι ΗΠΑ τις περισσότερες φορές είναι –όχι άδικα- ο εύκολος στόχος της κριτικής που γίνεται για την ελλιπή προστασία του περιβάλλοντος και την εκτεταμένη παραβίαση των αρχών του πρωτοκόλλου του Κιότο. Αυτή η στοχοποίηση επαναλήφθηκε και στην πρόσφατη σύνοδο της G-8 στο Βερολίνο, με αποτέλεσμα να μείνει στο απυρόβλητο η Κίνα, που ακολουθεί παρόμοια περιβαλλοντική πολιτική με εκείνη των ΗΠΑ, μια και αρνείται τη μείωση κατά 50% των εκπομπών αερίων που συμβάλλουν στο φαινόμενο του θερμοκηπίου για να μην περιορίσει τη βιομηχανική της ανάπτυξη.
Η πρόταση που υιοθέτησε τελικά η σύνοδος των 8 –με βάση την οποία οι κυβερνήσεις 15 κρατών που παράγουν τους περισσότερους ρύπους πρέπει να αναπτύξουν μακροπρόθεσμους στόχους μείωσής τους- δεν περιλαμβάνει χρονικά όρια και ουσιαστικές δεσμεύσεις. Αυτό το γεγονός βολεύει τους Αμερικανούς όσο και τους Κινέζους, οι οποίοι ήθελαν να βρουν έναν τρόπο για να αποφύγουν το παγκόσμιο «κράξιμο» για τη στάση τους στο θέμα του περιβάλλοντος, που θα μπορούσε να βλάψει τη διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων του Πεκίνου το 2008.
Λίγο μετά τη σύνοδο του Βερολίνου η Κίνα ανακοίνωσε πρώτη φορά μέτρα για την αντιμετώπιση του φαινομένου του θερμοκηπίου με μια έκθεση 62 σελίδων. Οι προτάσεις της έκθεσης επικεντρώνονται στην ανάπτυξη της τεχνολογίας και νέων πηγών ενέργειας, όπως η αιολική, η ηλιακή και η πυρηνική, χωρίς ωστόσο να γίνει κάποια συγκεκριμένη αναφορά στη μείωση των ρύπων, όπως περιγράφονται στη συνθήκη του Κιότο.
Στην Κίνα οι βιομηχανίες που έχουν συμβάλει καθοριστικά στη δημιουργία της λεγόμενης «πληθωριστικής ανάπτυξης» είναι οι ίδιες που την έχουν φέρει στην πρώτη θέση των πλέον ρυπογόνων κρατών μετά τις ΗΠΑ. Ο πληθυσμός της Κίνας, που αποτελεί σήμερα το 20% του πληθυσμού της Γης, παράγει το 15% του διοξειδίου του άνθρακα παγκοσμίως, όταν τα 300 εκατομμύρια Αμερικανών, που αποτελούν το 5% του πλανήτη, παράγουν το 25% του διοξειδίου.
Ηδη 16 από τις 20 πιο μολυσμένες πόλεις του πλανήτη βρίσκονται στην Κίνα και ανάμεσά τους το Πεκίνο, όπου 1.200 αυτοκίνητα προστίθενται καθημερινά στους δρόμους του. Τι θα σημάνει, άραγε, για το κλίμα του πλανήτη η δυνατότητα ακόμα 25 εκατομμυρίων Κινέζων να έχουν το δικό τους αυτοκίνητο μέχρι το 2012;