Για πρώτη φορά από τότε που γύρισε η ομάδα στο Καραϊσκάκη ο Ολυμπιακός αγοράζει παίκτες με συγκεκριμένη στρατηγική, χωρίς να τους χωρίζει σε μεταγραφές προπονητή και προέδρου.
Είναι, επίσης, η πρώτη φορά που οι τιμές τους πλησιάζουν η μία την άλλη, ώστε να μην παρατηρείται το φαινόμενο των προηγούμενων χρόνων με τη μία καλή μεταγραφή και τα πέντε γεμίσματα για να βγαίνει ενδεκάδα. Από τον Νούνιες στον Γκαλέτι και τον Μορφέο η οικονομική απόσταση είναι μικρή. Λιγότερο από ένα εκατομμύριο. Εκτός του ότι η ομάδα του Ολυμπιακού προβλέπεται να είναι ισοβαρής, με παίκτες που η αξία τους θα είναι από 1,5 έως 2,5 εκατομμύρια, η φετινή μεταγραφική πολιτική βοηθάει και σε κάτι άλλο. Να προσδιοριστεί μια τιμή. Σύμφωνα με τη μεταγραγική πολιτική, ένας δεκαοκταδάτος αλλά όχι σούπερ σταρ παίκτης αξιοπρεπούς ομάδας καλού πρωταθλήματος αγοράζεται στη συγκεκριμένη τιμή. Και το αξιοπερίεργο είναι ότι ενώ σιγά σιγά βλέπουμε μια τιμή να διαμορφώνεται για τους ξένους παίκτες που έρχονται στην Ελλάδα, είναι αδύνατον να προσδιοριστεί ανάλογη ντόπια τιμή. Για δύο λόγους. Πρώτον, διότι ελάχιστοι Ελληνες παίκτες μπορούν να παίξουν στις μεγάλες και, δεύτερον, αυτοί που υπάρχουν περισσότερο από αντικείμενα διαπραγμάτευσης γίνονται όργανα προπαγάνδας.
Ο Πανιώνιος για τον Σπυρόπουλο ζήτησε τρία εκατομμύρια ευρώ. Ο ΠΑΟΚ για τον Χριστοδουλόπουλο, που σε μία σεζόν έπαιξε σε τέσσερα ματς, πέντε εκατομμύρια. Φυσικά, είναι δικαίωμά τους. Αλλά είναι διαφορετικό να πεις «Δεν πουλάμε τον παίκτη» και διαφορετικό να προσδιορίσεις μια τιμή που από την στιγμή που την είπες αποκτά αντικειμενική αξία στα μυαλά των οπαδών. Στον Πανιώνιο οι οπαδοί μπορούν τώρα να πιστεύουν ότι έχουν παίκτη των τριών εκατομμυρίων και στον ΠΑΟΚ των πέντε. Ποια, όμως, είναι η πραγματική τους τιμή; Αγνωστο, αλλά όποια κι αν είναι είναι μικρότερη του ακριβότερου αποδεδειγμένα Ελληνα παίκτη, του Νίκου Λυμπερόπουλου. Η μεγαλύτερη προσφορά που έχει μέχρι στιγμής γίνει για Ελληνα παίκτη είναι τα 2,2 εκατ. στον Λυμπερόπουλο. Κάθε άλλος Ελληνας παίκτης που παίζει στην Ελλάδα είναι φθηνότερος, λοιπόν, από τον Λυμπερόπουλο. Πολύ φθηνότερος αν συνυπολογιστεί η ηλικία του Λυμπερόπουλου, που είναι τα 32, άρα η μεταπωλητική αξία του δεν ξεπερνάει τη διετία. Τα 2,2 είναι η μόνη πραγματική τιμή που σήμερα υπάρχει. Και για να ανέβει η αγορά πρέπει να εμπλουτιστεί με παίκτες. Στο ερώτημα των μεγάλων ομάδων «και ποιους παίκτες μπορούμε να αγοράσουμε;», αν αφαιρεθούν δυο-τρεις που οι τιμές που απαιτούνται είναι τρελές, η απάντηση είναι το σήκωμα των ώμων.
Επειδή το ελληνικό πρωτάθλημα είναι υποβαθμισμένο, επειδή το μόνο κριτήριο για τους ξένους σκάουτερ είναι τα διεθνή ματς των μεγάλων, χρειάζεται οι μικρές και μεσαίες ομάδες να δημιουργήσουν αρκετούς παίκτες, ώστε να τροφοδοτηθούν οι μεγάλες σε λογικές τιμές, ανάμεσα στα 700 χιλιάρικα και το εκατομμύριο. Τότε θα δημιουργηθούν τιμές όπως στην Ισπανία και την Ιταλία και θα σταματήσουμε να διαβάζουμε τα τρελά για παίκτες των τεσσάρων ματς που στοιχίζουν πέντε εκατομμύρια.
Πριν από 35 χρόνια με τον φίλο μου τον Κώστα είχαμε μπει σε ένα υπόγειο «καζίνο» του Earls Court. Καζίνο δηλαδή κατ' όνομα, μια και είχε δύο τραπέζια για μπλακτζάκ, ένα για μπακαρά και μία ρουλέτα. Κάτσαμε στη ρουλέτα και στη δεύτερη μπιλιά βρισκόμαστε κερδισμένοι γύρω στις 70 λίρες. Σηκωθήκαμε, λοιπόν, να φύγουμε. Στην πόρτα μάς σταμάτησε ένας τυπάς. «Εχετε τύχη σήμερα». Δεν μπορούσαμε παρά να συμφωνήσουμε. «Και γιατί σταματάτε τώρα που είσαστε τυχεροί;», ρώτησε. Αυτές ήταν οι λέξεις, το νόημά τους όμως το έστελναν οι δύο «ντουλάπες» που περίμεναν πίσω του. Κάτσαμε στο τραπέζι του μπλακτζάκ, φροντίσαμε να χάσουμε στα γρήγορα ό,τι είχαμε κερδίσει, εκτός από πέντε λίρες που κρατήσαμε για το γαμώτο, και μετά, με την πόρτα ελεύθερη, σηκωθήκαμε και φύγαμε για να μην ξαναπεράσουμε ούτε από το απέναντι πεζοδρόμιο. Το συμπέρασμα είναι ότι πριν πας και παίξεις τα λεφτά σου, ακόμα και σε μπαρμπουτιέρα να είναι, πρώτα τσεκάρεις τον νταραβεριτζή. Και επειδή το κράτος έχει κάποιες υποχρεώσεις απέναντι στους πολίτες του στα θέματα τζόγου, καλό είναι να κάνει τα δικά του τσεκ. Το μάθημα το έμαθαν οι Αγγλοι μετά την πρώτη άναρχη περίοδο του ελεύθερου τζόγου, που άρχισε στα τέλη της δεκαετίας του '60, και δεν είναι ανάγκη να ανακαλύψουμε ξανά εμείς την Αμερική αφήνοντας τον τζόγο ελεύθερο και συμμαζεύοντας αργότερα τα ασυμμάζευτα. Ανάμεσα, όμως, στον ελεύθερο τζόγο και το κρατικό μονοπώλιο υπάρχει μια διαφορά. Οτι το δεύτερο μονοπωλιακά εκμεταλλεύεται μια ανθρώπινη αδυναμία για να εξυπηρετήσει τους σκοπούς του.
Δημοσιεύτηκε χθες ότι αγγλικές εταιρείες προσέφυγαν στην Ευρωπαϊκή Ενωση διαμαρτυρόμενες για τη συνέχιση της μονοπωλιακής εκμετάλλευσης του ποδοσφαιρικού στοιχήματος από τον ΟΠΑΠ. Η απάντηση της κυβέρνησης ήταν ότι το κράτος έχει παραχωρήσει με σύμβαση για 20 χρόνια το ποδοσφαιρικό στοίχημα στον ΟΠΑΠ. Ακριβώς στην ίδια σελίδα υπάρχει μία ακόμα είδηση. Οτι ο υφυπουργός Αθλητισμού, Γιώργος Ορφανός, συζήτησε με τους παράγοντες της Σούπερ Λίγκας τη χορηγία της επόμενης σεζόν του ΟΠΑΠ, της οποίας το ύψος θα φτάσει τα 15 εκατομμύρια ευρώ, αλλά ζήτησε να καλυφθεί το κόστος του ηλεκτρονικού εισιτηρίου. Τώρα πώς είναι δυνατόν το ποδοσφαιρικό στοίχημα να μην ανήκει στο κράτος αλλά ο υφυπουργός να συζητάει το ύψος της χορηγίας, ας το εξηγήσει ο ΟΠΑΠ στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Και αν υπάρξει χρηματική ποινή δεν θα την πληρώσει -προφανώς- ο ΟΠΑΠ, αλλά η ελληνική κυβέρνηση, δηλαδή εμείς.
Ακόμα όμως κι αν ο ΟΠΑΠ ήταν πραγματικά ανεξάρτητος, ανταγωνισμός πρέπει να υπάρξει, μια και οι όροι στοιχήματος που δίνει ο οργανισμός είναι από κακοί έως εξοργιστικοί. Εκτός του ότι η γκανιότα του ΟΠΑΠ είναι η μεγαλύτερη από κάθε άλλο μεγάλο στοιχηματικό γραφείο της Ευρώπης, στην πλειονότητα των περιπτώσεων για να παίξεις πρέπει να το κάνεις με περισσότερα του ενός ματς. Δηλαδή ακόμα κι αν «βλέπεις» μόνο ένα παιχνίδι, χρειάζεται να παίξεις άλλα δύο για να δεχτεί ο ΟΠΑΠ το ποντάρισμα. Και γιατί τότε συνεχίζει ο κόσμος να παίζει; Διότι ο κόσμος που επιλέγει τον ΟΠΑΠ δεν έχει συνήθως άλλο περιθώριο. Οι περισσότεροι παίκτες είναι της φτωχότερης κατηγορίας, που δεν έχουν πιστωτικές κάρτες ώστε να μπορούν να παίζουν στο Ιντερνετ.
Οσο για το επιχείρημα της κρατικής ακεραιότητας, απέναντι στον σκοτεινό κόσμο που ελέγχει τον παγκόσμιο τζόγο δεν μπορεί να σταθεί, μια και, ενώ το κράτος δεν δέχεται να υπάρχει ιδιωτικό στοίχημα, δέχεται την ύπαρξη ιδιωτικών καζίνο. Για να μην πάμε στην υπόθεση των εκατομμυρίων που κέρδιζαν αλλοδαποί και νοικοκυρές, που είχε αποκαλυφθεί πριν από ενάμιση χρόνο και σύντομα έγινε αβαβά. Ενας οργανισμός που μοιράζει διαφημίσεις στα «κολλητά» έντυπα του εκάστοτε υφυπουργού, αργομισθίες σε δημοσιογράφους και έχει χρησιμοποιηθεί σαν πλυντήριο χρημάτων δύσκολα μπορεί να διεκδικήσει τη συμπάθεια του κοινού σαν υπερασπιστής του δημόσιου συμφέροντος απέναντι στα ευρωπαϊκά αρπακτικά. Είναι καλό το ότι στην Ελλάδα δεν περάσαμε την περίοδο της απελευθέρωσης του στοιχήματος όπως την πέρασαν οι Αγγλοι, την εποχή που κάθε μικροκακοποιός του East End άνοιγε καζίνο, αλλά ένα κρατικό μονοπώλιο που βαφτίζεται ιδιωτικό, όπως ο ΟΠΑΠ, δεν μπορεί να αποκλείει τον ανταγωνισμό.
Οπως και κανένας δεν μπορεί να χωρίζει έναν άνθρωπο από το αίσθημά του. Στη συγκεκριμένη περίπτωση τον Χάρη Παππά από την ομάδα της καρδιάς του, την ΑΕΚ. Είναι από τις σπάνιες περιπτώσεις που η πληροφορία ότι ένας παίκτης είναι οπαδός της ομάδας στην οποία μεταγράφηκε δεν είναι φτιάξιμο των οπαδών, αλλά γνήσια. Ο Παππάς, όπως και ο μπαμπάς Παππάς, είναι ΑΕΚτσήδες. Το ερώτημα, όμως, είναι το εξής: στην περίπτωση που ο Λεμονής είχε πει το «ναι» και ο Παππάς έμενε στον Ολυμπιακό, τι θα γινόταν; Διότι τουλάχιστον, από ό,τι όλοι ήξεραν, ο Παπάς είχε ζητήσει να μείνει στον Ολυμπιακό για να αποδείξει ότι άξιζε και δεύτερη ευκαιρία.
Τέλος πάντων, μια χαρά συμβόλαιο έκανε το παιδί και γιασασίν του μάνατζέρ του, του Κίμωνα Κοκορόγιαννη, που εκτός από 10 πόντους μέσο όρο στο παιχνίδι μια χαρά συμβόλαια κλείνει στους πελάτες του -μέχρι και ο Σκούφαλης βολεύτηκε στον Πανιώνιο. Οπως και γιασασίν του Κώστα Μπότου, που μέσα στους 43 βαθμούς του κέντρου, ατσαλάκωτος, διέσχιζε χθες τη Βαλαωρίτου με την εμπιστοσύνη του μάνατζερ που ξέρει ότι οι παίκτες του έχουν βολευτεί στις καλύτερες ομάδες. Ακόμα και ο Γιάννης Οκκάς.
Οπως όλοι ξέρουν, η σχέση Οκκά - Μπότου έχει τελευταία διαταραχθεί και αιτία είναι η κυρία Οκκά, που έλεγε στον σύζυγό της ότι ο Μπότος τούς ορίζει τη ζωή. Λογικά ο Γιάννος θα έπρεπε να της είχε απαντήσει «Γιατί, υπάρχει στη ζωή κάτι μεγαλύτερο από τον Μπότο για να την ορίζει;», αλλά ο έρωτας συγχωρεί και τα μεγαλύτερα εγκλήματα και ο Οκκάς αποφάσισε να διακόψει τη σχέση του με τον μάνατζέρ του. Το συμβόλαιο λήγει στα τέλη του Αυγούστου. Ο Μπότος, λοιπόν, στην απέραντη μεγαλοψυχία του αποφάσισε να βρει ομάδα της Πρέμιερ Λιγκ για να συνεχίσει την καριέρα του ο Οκκάς. «Και μετά;», ήταν η ερώτηση ενός φίλου του. «Και μετά, αφού βρεις ομάδα για τον Γιαννάκη;». Ο Μπότος ήπιε άλλη μια γουλιά San Pelegrino και με το πόδι έκανε τη χαρακτηριστική κίνηση που δίνουμε μια κλοτσιά στα οπίσθια του άλλου. Γιατί οι μάνατζερ δεν δείχνουν τι είναι όταν τα φτιάχνουν με έναν παίκτη, αλλά όταν χωρίζουν.