Από το 1983, που δεν απέχει δα και κανέναν αιώνα, έχουν αλλάξει αναρίθμητα πράγματα. Τότε, μόλις είχαμε αποκτήσει ένα ολοκαίνουργιο «ΟΑΚΑ», που είχε εγκαινιαστεί το καλοκαίρι του 1982 για το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα Στίβου. Παρά τις εξαγγελίες ότι εκεί δεν επρόκειτο να παιχτεί ποτέ ποδοσφαιρικός αγώνας, εντούτοις μερικούς μήνες μετά ο Ολυμπιακός υποδεχόταν εκεί τη σουηδική Εστερ για το Κύπελλο Πρωταθλητριών. Ηταν η αρχή της ποδοσφαιρικής ιστορίας ενός γηπέδου, που τον Μάιο του 1983 θα φιλοξενούσε τον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών ανάμεσα σε Γιουβέντους και Αμβούργο.
Ηταν ο τρίτος εν Ελλάδι ευρωπαϊκός τελικός. Είχαν προηγηθεί ο διπλός τελικός Κυπελλούχων ανάμεσα σε Τσέλσι και Ρεάλ στο Στάδιο Καραϊσκάκη (1971), αλλά και αυτός στο «Καυταντζόγλειο», δύο χρόνια αργότερα για την ίδια διοργάνωση ανάμεσα σε Μίλαν και Λιντς. Αυτός του 1983, όμως, ήταν μία εντελώς διαφορετική υπόθεση. Ο κόσμος μαγευόταν από το νέο στάδιο. Πήγαινε ακόμα για να το θαυμάσει ως αξιοθέατο. Το να δει τον τελικό ανάμεσα στη Γιουβέντους των αστέρων και το Αμβούργο, που λίγους μήνες νωρίτερα είχε περάσει σαν σίφουνας συντρίβοντας τον Ολυμπιακό, ήταν αιτία παροξυσμού. Παροξυσμός που δεν είχε προηγούμενο, μια και στους δύο παραπάνω τελικούς το γήπεδο δεν είχε γεμίσει ασφυκτικά.
Εκείνον τον τελικό, αν τον δει κανείς οργανωτικά και τον συγκρίνει με το σήμερα, θα διαπιστώσει ότι συγκρίνει τη μέρα με τη νύχτα. Οι χορηγοί ήταν σχεδόν ανύπαρκτοι και οι διαφημιστικές πινακίδες σε εκείνον τον τελικό έκαναν γνωστές στα πέρατα του κόσμου μάρκες ελληνικών σαμπουάν και ούζου! Δεν υπήρχε καν κοινό οργανωτικό τηλεοπτικό πλάνο. Τότε, οι χώρες που πήραν εικόνα για το ματς ήταν περίπου 50. Τώρα ξεπερνούν τις 202. Τότε το καλλιτεχνικό πρόγραμμα πριν από τη σέντρα ήταν μείξη της ελληνικής παράδοσης (κλαρίνα) και της ψευτο-ευρωπαϊκής κουλτούρας, με τα χιτ των Duran Duran να ακούγονται στη διαπασών. Ακόμα και τα παιδιά που κυνηγούσαν τις μπάλες δεν ήταν καν ομοιόμορφα ντυμένα. Το καθένα όπως το είχε ντύσει η μαμά του! Τα πρώτα εισιτήρια είχαν βγει στην ελληνική αγορά Μάρτιο μήνα. Και ήταν πολλά. Περίπου 30.000 κομμάτια μόνο για τους Ελληνες φιλάθλους. Τώρα είναι 5.000 και αυτά με το ζόρι. Αγορές μέσω Διαδικτύου δεν υπήρχαν ούτε κατά φαντασία. Μόνο χέρι με χέρι. Ενα πράγμα μένει αναλλοίωτο. Η «μαύρη» αγορά. Αυτά που τιμώνταν για 500 ελληνικές δραχμούλες έφτασαν να πωλούνται στην Ομόνοια ακόμα και σε δεκαπλάσια τιμή!
Το βράδυ του τελικού θύμιζε γεμάτο «Κομουνάλε». Περίπου 40.000 Ιταλοί είχαν πάρει μαζί τους όλο το ελληνικό κοινό. Μόνο μερικές χιλιάδες Γερμανοί έκαναν το ταξίδι, μην πιστεύοντας ότι η ομάδα τους θα μπορούσε να κάνει το θαύμα απέναντι στη Γιούβε των 8 πρωταθλητών κόσμου, του Μπόνιεκ και του Πλατινί.
Ηταν ο πρώτος τελικός που πάτησα χορτάρι. Πήρα τη διαπίστευση από την κρατική ραδιοφωνία με αρμοδιότητα ρεπόρτερ πάγκου της Γιουβέντους. Αυτό το μικρό πράσινο καρτελάκι μού έδινε ελεύθερη πρόσβαση παντού. Μέχρι τη σέντρα του αγώνα αλώνιζα ανενόχλητος ανάμεσα στα αποδυτήρια, την εξέδρα και τον αγωνιστικό χώρο. Τώρα αυτό μοιάζει ανέκδοτο. Η τωρινή διαπίστευση λέει αυστηρά τον περιορισμένο χώρο που σου επιτρέπεται να κινηθείς.
Με εκείνο το καρτελάκι πέρασα ακόμα και μέσα στον έλεγχο αποσκευών στην άφιξη της Γιουβέντους! Συνομίλησα με τους παίκτες, φωτογραφήθηκα με όλες τις φίρμες (κρίνετε επιεικώς το μαλλί, έτσι ήταν η μόδα της εποχής), τους ακολούθησα μέχρι το «Αστήρ Παλάς» και έμεινα εκεί μέχρι αργά, ώσπου να βγει ο Τραπατόνι και μας διώξει ευγενικά. Εκεί, με το απαραίτητο ελληνικό «λάδωμα» στον ρεσεψιονίστ, είχα καταφέρει να εξασφαλίσω τη χρήση του τηλεφώνου, ώστε να βγαίνω στην εκπομπή του Ηρακλή Κοτζιά για να δώσω ζωντανό ρεπορτάζ. Το κινητό τηλέφωνο δεν υπήρχε ούτε στα όνειρά μας.
Μου έκανε εντύπωση η σιγουριά των Ιταλών. Ανοιχτή προπόνηση τη Δευτέρα στη Ριζούπολη, ανοιχτή στο ΟΑΚΑ την παραμονή. Φωτογραφίες, αυτόγραφα και γελάκια. Αντίθετα, στη μία και μοναδική του Αμβούργου, την παραμονή, δεν πλησίαζε κουνούπι. Μόλις αυτή ολοκληρώθηκε ο βλοσυρός Χάπελ μάς ανακοίνωσε ότι όποιος δημοσιογράφος ήθελε μπορούσε να πάρει μέρος σε διώρη ποδοσφαιρική κουβέντα μαζί του στο «Ιντερκοντινένταλ». Περίπου 50 άτομα, μεταξύ των οποίων και εγώ, τον ακούσαμε να λέει ότι θα κατέβαινε με επαναστατικό τρόπο. Χωρίς λίμπερο (κάτι αδιανόητο για γερμανική ομάδα) και τον Μάγκατ σε ελεύθερο ρόλο. Και όντως την επόμενη μέρα έτσι έπαιξε κι έτσι κέρδισε!
Επειτα από περίπου 25 χρόνια, το προϊόν έχει γίνει πιο αμπαλαρισμένο, τίποτα δεν αφήνεται στην τύχη. Σχεδόν όλα είναι τέλεια οργανωτικά. Τότε, όμως, παίκτες και προπονητές ήταν μέρος του παιχνιδιού, όχι στη γυάλα. Ολοι ήταν προσβάσιμοι, δεν φυγαδεύονταν από πίσω πόρτες. Τώρα οι δημοσιογράφοι είναι κάτι σαν αναγκαίο κακό κι όχι «συνεργάτες», όπως τους αποκαλούσε ο Τραπατόνι. Δεν ξέρω πόσο απέχει ποδοσφαιρικά ο τελικός του 1983 από τον σημερινό. Οργανωτικά, πάντως, απέχει αιώνες. Τώρα έχει περάσει σε άλλη διάσταση. Δεν είμαι, όμως, τόσο σίγουρος ότι τώρα όλα είναι καλύτερα...