Σε κανένα από τα τοπ πέντε ευρωπαϊκά πρωταθλήματα δεν θα είχαν πρωταγωνιστικό ρόλο
Aκούω τα τελευταία δύο χρόνια θεωρίες σχετικά με το γιατί οι ομάδες μας δεν μπορούν να διακριθούν στην Ευρώπη. Κάποιοι ρωτάνε, μάλιστα, πώς είναι δυνατόν να φτάνει η Εσπανιόλ ή η Μίντλεσμπρο πέρυσι στον τελικό του ΟΥΕΦΑ και να μην μπορεί μία ελληνική ομάδα να κάνει το ίδιο. Διάβασα με προσοχή τι πιστεύει ο κόσμος σε αυτή την έρευνα που παρήγγειλε η Σούπερ Λίγκα και σε πολλά συμφωνώ.
Σε κάποια, όμως, διαφωνώ. Επειδή οι υποθέσεις εργασίας ποτέ δεν έβλαψαν κανέναν –αντίθετα, μας δίνουν την αφορμή για συζήτηση και αυτοκριτική–, ας αναρωτηθούμε σε ποια θέση θα τερμάτιζαν σε ένα ξένο πρωτάθλημα κάποιες από τις κορυφαίες ελληνικές ομάδες. Αυτές –για την οικονομία της συζήτησης– που παίζουν κάθε χρόνο στην Ευρώπη.
Ο Ολυμπιακός, που έχει κατακτήσει τα δέκα από τα έντεκα πρωταθλήματα από το 1997 και μετά, στην Πρέμιερ Λιγκ, που αγωνίζονται δύο φορές την εβδομάδα, με τα διάφορα Κύπελλα, το Λιγκ Καπ, τους επαναληπτικούς αγώνες και τα σχετικά, πόσο θα άντεχε; Εδώ τελειώνει αγκομαχώντας το δικό μας πρωτάθλημα, που οι αγώνες είναι πιο αργοί κι απ' το ριπλέι! Στην Ισπανία, που οι κυνηγοί είναι «αστραπές» και αν δεν είσαι σε καλή βραδιά τρως τέσσερα, όπως η Μπαρτσελόνα από τη Χετάφε, και έξι, όπως πέρυσι η Ρεάλ από τη Σαραγόσα, τι θα κατάφερνε ο πρωταθλητής; Στην Ιταλία, η Ρόμα, με την οποία πάλεψε στα ίσα ο Ολυμπιακός σε δύο παιχνίδια, είναι η ίδια ομάδα που δέχτηκε επτά γκολ από τη Γιουνάιτεντ, αλλά έριξε έξι στην Ιντερ σε ρυθμό ρελαντί!
Το ίδιο ερώτημα τίθεται για τον Παναθηναϊκό. Το συνονθύλευμα του τελευταίου διμήνου, που δεν έχει κάνει άλλη νίκη στο πρωτάθλημα από το 0-1 με τον Ολυμπιακό, πιστεύει κανείς πως θα μπορούσε να αντιμετωπίσει στα ίσια ακόμα και την ουραγό της Πρέμιερ Λιγκ, τη Γουότφορντ, ή την Ταραγόνα από την ισπανική Πριμέρα Ντιβιζιόν; Για την ΑΕΚ του Φερέρ που νίκησε τη Μίλαν τον Νοέμβριο η συζήτηση θα μπορούσε να ήταν καλύτερη, αλλά μην ξεχνάμε πως έχασε με κάτω τα χέρια δύο φορές από μία μετριότατη Παρί Σεν Ζερμέν. Και, φυσικά, δεν βάζουμε καν στη συζήτηση τον ΠΑΟΚ, που τα τελευταία χρόνια έχει μόλις μία νίκη στην Ευρώπη, αυτή με την ήδη αποκλεισμένη, πέρυσι στο ΟΥΕΦΑ, Ρεν στην Τούμπα!
Σε ένα, δύο, τρία μεμονωμένα ματς οι ελληνικές ομάδες δεν αποκλείεται να ήταν ανταγωνιστικές, όπως γίνεται μερικές φορές στο Τσάμπιονς Λιγκ ή το ΟΥΕΦΑ. Η Μπαρτσελόνα, η Ρεάλ, η Μίλαν, η Λίβερπουλ, σε ένα ματς, μία βραδιά, με όπλο τη συμπαράσταση του κόσμου μπορεί να νικηθούν. Το πρόβλημα είναι η συνέχεια. Να μπορείς να αγωνιστείς Κυριακή μέσα με την Μπλάκμπερν για παράδειγμα, την Τετάρτη το βράδυ εκτός έδρας για το Τσάμπιονς Λιγκ, το Σάββατο το μεσημέρι με τη Μίντλεσμπρο εκτός για το πρωτάθλημα και την Τρίτη το βράδυ σε ένα ματς Κυπέλλου με την Μπέρμιχαμ. Οι ελληνικές ομάδες με τέτοιο ρυθμό σε δύο εβδομάδες θα ήταν κουρασμένες, έπειτα από ένα μήνα θα είχαν παραδώσει πνεύμα και ύστερα από δύο μήνες θα ήταν εκτός στόχων!
Η σκληρή αλήθεια, λοιπόν, είναι μία: σε κανένα από τα τοπ πέντε ευρωπαϊκά πρωταθλήματα δεν θα είχαν πρωταγωνιστικό ρόλο. Στην Ιταλία, την Αγγλία και την Ισπανία δύσκολα θα έμπαιναν ακόμα και στη δεκάδα. Πιθανότατα στη Γαλλία και τη Γερμανία να τρύπωναν κάπου εκεί. Το πιθανότερο είναι πως οι μεγάλες ομάδες μας θα ήταν ουραγοί και θα πάλευαν για τη σωτηρία τους. Ισως και να μην ήταν, μάλιστα, εύκολο να το πετύχουν!
Σας ακούγεται σκληρό; Κι όμως, είναι η ωμή αλήθεια. Κάντε στον εαυτό σας ένα απλό τεστ. Κάντε ένα ζάπινγκ τη στιγμή που το SuperSport δείχνει, για παράδειγμα, Μπαρτσελόνα - Σεβίλλη, Ιντερ - Ρόμα, Τότεναμ - Τσέλσι, Μπάγερν - Στουτγκάρδη και ένα πολύ καλό ελληνικό καλό ματς παράλληλα. Ας πούμε ΠΑΟ - ΠΑΟΚ, ή Ολυμπιακός - Ξάνθη ή ΑΕΚ - Ηρακλής. Οι συγκρίσεις θα είναι καταλυτικές. Ο ρυθμός, οι αναμετρήσεις σώμα με σώμα, ο καθαρός χρόνος παιχνιδιού, το επίπεδο τεχνικής και τακτικής. Ακόμα κι αυτοί που διαφωνείτε διαβάζοντας αυτές τις γραμμές θα καταλάβετε πως ένα μεγάλο πρόβλημα είναι και η συνολική αισθητική! Ενα άδειο γήπεδο, ένας κακός αγωνιστικός χώρος σου αλλάζουν την όλη αίσθηση γι' αυτό που βλέπεις.
Φυσικά, δεν λέω πως όλα τα παιχνίδια του εξωτερικού είναι καλύτερα από τα δικά μας. Το αντίθετο. Πολλές φορές ένα ματς του Ολυμπιακού με τον Παναθηναϊκό ή της ΑΕΚ με τον Αρη είναι πολύ καλύτερο από ένα Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ - Λίβερπουλ ή Ρεάλ - Ατλέτικο Μαδρίτης και Μπάγερν - Λεβερκούζεν. Μάλιστα, ο φετινός Αρης, η αληθινή όαση στο πρωτάθλημά μας, με μια ομάδα γεμάτη μπαλαδόρους και θαυμάσιο κοινό στο «Κλεάνθης Βικελίδης», πρόσφερε μακράν τα ποιοτικότερα ματς της σεζόν στη Σούπερ Λίγκα. Αλλά είναι η εξαίρεση σε έναν κανόνα κακών αγώνων, από κακές ομάδες, σε άθλια γήπεδα, που παρακολουθούνται ολοένα και από λιγότερο κόσμο! Και ο Αρης, ακριβώς ως εξαίρεση, επιβεβαιώνει τον κανόνα ότι είμαστε πραγματικά πίσω. Σε ένα διάστημα 38 αγώνων, με βροχές και κρύα, με παγωμένα γήπεδα και με συνεχείς υποχρεώσεις, καμία ελληνική ομάδα δεν είναι σε θέση να ξεπεράσει στη βαθμολογία σε ένα κανονικό πρωτάθλημα τη Ρεάλ, τη Λίβερπουλ, τη Ρόμα, τη Μίλαν, την Αρσεναλ, την Μπάγερν. Ούτε καν τη Χετάφε, τη Μίντλεσμπρο, την Εμπολι, τη Βόλφσμπουργκ.
Τι πρέπει να βελτιωθεί για να μπορέσουν κάποτε οι ελληνικές ομάδες να είναι πραγματικά ισάξιες των ξένων; Να αλλάξει από τις δομές του ολόκληρο το ελληνικό ποδόσφαιρο. Το χάσμα δεν είναι μόνο σε αυτούς που παίζουν. Εκεί, άλλωστε, δεν είναι και τόσο χαώδης η διαφορά, όπως φάνηκε από το θαύμα στην Πορτογαλία. Αυτό που διαφοροποιεί το ελληνικό οικοδόμημα είναι η νοοτροπία αυτών που το διοικούν, η ανεπάρκεια αληθινών δασκάλων, τα ελλιπέστατα μέσα που έχουν οι προπονητές στη διάθεσή τους σε σύγκριση με τους συναδέλφους τους στο εξωτερικό, τα κάκιστα γήπεδα. Προσθέστε τους μετριότατους διαιτητές, που βουτάνε στην ανυποληψία από τις μικρές κατηγορίες και συμβιβάζονται για να ανέβουν. Ο κόσμος πιστεύει πως το πρωτάθλημα είναι αναξιόπιστο. Προσθέστε σε όλα αυτά και τη δεδομένη ζημιά που κάνει η προκατάληψη του αθλητικού Τύπου και έχετε σερβιρισμένο το φαγητό! Πότε, λοιπόν, θα αλλάξουν όλα; Πολύ φοβάμαι πως αυτή η μέρα αργεί πολύ ακόμα...