Mετά το θαύμα της Πορτογαλίας, το πιο δυσεύρετο πράγμα στην Ελλάδα ήταν ένα εισιτήριο για τα ματς της Εθνικής ομάδας. Τα διαρκείας είχαν εξαφανιστεί, τα ελάχιστα διαθέσιμα για κάθε ματς εξαφανίζονταν σε λίγα λεπτά. Στο ματς με τη Νορβηγία τον Οκτώβριο το γήπεδο δεν γέμισε γιατί «ο καιρός δεν βοηθούσε», όπως είχαν έτοιμη την απάντηση κάποιοι. Έπειτα από αυτά που είδαμε στο (και πάλι γεμάτο) γήπεδο Καραϊσκάκη το Σάββατο, ειλικρινά δεν ξέρω τι είναι καλύτερο γι' αυτή την ομάδα και αυτά τα παιδιά. Να παίζουν με λίγους και καλούς στην εξέδρα ή με πολλούς που δεν τους σέβονται!
Κακά τα ψέματα. Ο Έλληνας οπαδός δεν αγάπησε ποτέ με όλη του την καρδιά την Εθνική ομάδα. Οποιαδήποτε δικαιολογία για το κακό θέαμα, τον καιρό ή την αποτυχία στα προκριματικά του Μουντιάλ, είναι φαιδρό επιχείρημα. Δεν μπήκε ποτέ στο πετσί μας η Εθνική ομάδα στο ποδόσφαιρο. Γιατί η αθλητική παιδεία που οφείλει να δώσει το σχολείο και η οικογένεια στο νέο παιδί, σ' εμάς είναι άγνωστες λέξεις. Σε μία χώρα που το κρατικό σχολείο δεν προσφέρει ούτε τη βασική παιδεία, που τα πανεπιστήμιά μας είναι εκείνα με τις χειρότερες παροχές στη Δυτική Ευρώπη, είναι ουτοπικό να περιμένουμε να καλλιεργήσει η πολιτεία αυτό το πνεύμα στα παιδιά. Η χώρα που βαυκαλίζεται πως γέννησε τον αθλητισμό, το έχω ξαναγράψει, βιάστηκε να τον δώσει για υιοθεσία!
Κάποτε είχα διαβάσει μια δήλωση Ουαλού οπαδού που πήγαινε στο γήπεδο ανελλιπώς για μία δεκαετία χωρίς να βλέπει... φως στο τούνελ. «Η εθνική ομάδα είναι αναπόσπαστο κομμάτι από τη ζωή μου. Ο σύλλογός μου απλώς κομμάτι από την καθημερινότητά μου». Το βρήκα καταπληκτικό. Και στην ίδια λογική με αυτόν είναι οι οπαδοί στη Φινλανδία, τη Νορβηγία, τη Σκωτία, την Ισλανδία, τη Βόρεια Ιρλανδία, το Έιρε. Γήπεδα πάντα γεμάτα στα παιχνίδια της εθνικής, με σπάνιες διακρίσεις και νίκες. Εμείς στην Ελλάδα τι περιμέναμε μετά το Euro; Να κατακτήσουμε και το Μουντιάλ; Ο Έλληνας οπαδός δεν πάει άλλωστε στο γήπεδο για το ματς, για το θέαμα, για την όλη διαδικασία. Πάει για τη νίκη. Ενα βίωμα που έχει ριζωθεί χρόνια και που δεν μπορεί να αλλάξει. Ούτε μετά την Πορτογαλία. Για την ακρίβεια, αυτή η επιτυχία μάλλον το έκανε χειρότερο! Το μικρό Ελληνόπουλο δεν μαθαίνει από τον μπαμπά του να πηγαίνει για να δει την ομάδα στο γήπεδο. Δεν είναι στη συνήθειά του, δεν γίνεται κάτι αυτόματο και προκαθορισμένο ανεξαρτήτως αγώνα και αντιπάλου. Καθορίζεται εξ ολοκλήρου από τις περιστάσεις!
Η Ελλάδα κάποτε έπαιζε στο Ολυμπιακό Στάδιο με 1.000 άτομα, τα πιο πολλά μάλιστα με προσκλήσεις, στη δεκαετία του '80. Τα ονόματα που είχε η ομάδα, τεράστια, από τον Σαραβάκο και τον Μανωλά μέχρι τον Αναστόπουλο και τον Μητρόπουλο. Κι όμως, η απέραντη ερημιά στην εξέδρα έδινε το στίγμα της ανυποληψίας μας. Και σε μία εποχή που τα γήπεδα στο πρωτάθλημα κάθε Κυριακή στέναζαν από κόσμο! Για τη συμπεριφορά του οπαδού σαφέστατα και ο αθλητικός Τύπος σύσσωμος φέρει ευθύνη, αφού πάντα έδινε προτεραιότητα σε κάθε αστεία είδηση συλλόγου μπροστά από την Εθνική. Όμως για την ανάγκη του οπαδού να δίνει το «παρών» όπου «μυρίζεται» επιτυχία φταίει η ίδια η κοινωνία μας. Διότι τη διαχρονική ρήση του Σίλερ «να αγαπάς αυτό που έχεις, αν δεν έχεις αυτό που πραγματικά αγαπάς» δεν τη βιώσαμε ποτέ στον αθλητισμό, ώστε να την κάνουμε πραγματικά κτήμα μας.