Ήρθε πάλι αυτή η ώρα του χρόνου. Η ώρα να σας γράψουμε για τις ταινίες που διεκδικούν το όσκαρ της καλύτερης. Ταινίας. Το κάνουμε τα τελευταία χρόνια και η τελετή πραγματοποιείται κανονικά, οπότε δεν είμαστε γκαντέμηδες.

Μοιράσαμε λοιπόν τις ταινίες, έγραψε ο καθένας την άποψη του (σικάτος τρόπος για να πούμε έγραψε «το μακρύ του και το κοντό του») και είμαστε έτοιμοι να σας τις παρουσιάσουμε.


Argo


Περίεργη περίπτωση ο Μπεν Άφλεκ. Όταν μοιράστηκε το Όσκαρ πρωτότυπου σεναρίου με τον Ματ Ντέιμον για το «Good Will Hunting» και στη συνέχεια έπαιξε σε αμερικανιές τύπου «Αρμαγεδδών» και «Pearl Harbor» ή απλώς άθλιες ταινίες όπως το «Daredevil» και το «Gigli» (ως αγαπητικός τότε της Τζένιφερ Λόπεζ), σκεφτήκαμε ότι μάλλον όλη τη δουλειά στο πρώτο του break είχε κάνει ο κολλητός του.

Μεγάλωσε, ωρίμασε, αντιλήφθηκε πως ως μορφονιός περιορισμένων υποκριτικών δυνατοτήτων σύντομα θα χάσει τη θέση του στο Χόλιγουντ και στράφηκε στη σκηνοθεσία. Το «Gone Baby Gone» ήταν καλό για αρχή, το «The Town» εξέπληξε ευχάριστα και το «Επιχείρηση Αργώ» ήρθε για να μας πείσει πως τελικά τα καταφέρνει πολύ καλύτερα πίσω παρά μπροστά από τις κάμερες.

Η υπόθεση δεν διεκδικεί δάφνες πρωτοτυπίας: πράκτορας της CIA καταστρώνει πλάνο για να βγάλει το 1979 από την Τεχεράνη έξι υπαλλήλους της πρεσβείας, οι οποίοι αναζητούνται με άγριες διαθέσεις από αιμοδιψείς Ιρανούς ως αντίποινα για το καταφύγιο που πρόσφεραν οι ΗΠΑ στον άλλοτε σάχη της χώρας. Η έμπνευσή του είναι να τους μεταμφιέσει σε κινηματογραφικό συνεργείο που αναζητά τοποθεσίες για να γυρίσει ταινία επιστημονικής φαντασίας με τίτλο «Argo».

Υπόθεση που τη λες από κοινότυπη ως και προπαγανδιστική υπέρ των καλών Αμερικανών και των κακών Αράβων. Αυτό όμως που κάνει το «Επιχείρηση Αργώ» να ξεχωρίζει είναι ο ρυθμός του, που κάθε άλλο παρά… αργός είναι. Σε πιάνει από το λαιμό από το πρώτο λεπτό και-δίχως να λείπουν οι «σφήνες» χιούμορ-δεν σε αφήνει να ανασάνεις μέχρι (spoiler alert) να απογειωθεί το αεροπλάνο των Αμερικανών από το ιρανικό έδαφος. Οι ήρωες είναι από αδιάφοροι ως αντιπαθείς, αλλά η ταινία καταφέρνει να σε κάνει να συμμεριστείς το φόβο και την αγωνία τους, για το αν θα γλιτώσουν ή θα κρεμαστούν.

Δικαιολογημένα λοιπόν είναι φαβορί για το Όσκαρ στη συγκεκριμένη κατηγορία, σε αντίθεση με τον σκηνοθέτη της που ανεξήγητα αγνοήθηκε από την Ακαδημία στις υποψηφιότητες.
Χρήστος Ρομπόλης

Lincoln


Υποδεχθείτε το φαβορί των φετινών Όσκαρ. Το δημιούργημα του Σπίλμπεργκ, που θα ‘λεγε κανείς πως έφερε αυτόν τον τίτλο από τα γυρίσματα κιόλας, από ειδικούς και μη, δύσκολα δεν θα φύγει με… συλλογή χρυσών αγαλματιδίων. Ανήκοντας στη δεύτερη κατηγορία –των μη ειδικών δηλαδή- θα ήθελα να εξηγήσω γιατί πιστεύω πως θα μπορούσε αυτή η ταινία να σαρώσει όλα τα βραβεία, εκτός από ένα. Όσο οξύμωρο κι αν ακούγεται, εκείνο της καλύτερης ταινίας!

Για να εξηγούμαστε λοιπόν, με καθαρά κινηματογραφικούς όρους, το Lincoln επιτυγχάνει ένα καλλιτεχνικά άρτιο αποτέλεσμα. Ως θεατής μπορείς να σταθείς κυρίως στις ερμηνείες που ως βασικό χαρακτηριστικό τους έχουν την πλήρη και απόλυτη «εξαφάνιση» των ηθοποιών. Στα χνάρια του Ντάνιελ Ντέι Λιούις κινούνται τόσο ο εξαιρετικός Τόμι Λι Τζόουνς, όσο και η εκπληκτική Σάλι Φιλντ. Οι τρεις τους γίνονται αόρατοι, αφήνοντας τους ήρωες που ενσαρκώνουν να κυριαρχήσουν πάνω στο δικό τους εγώ αλλά και στο μυαλό του κοινού. Αόρατη μοιάζει να είναι και η δουλειά του Σπίλμπεργκ, εντελώς διαφορετική σε σχέση με άλλες. Μοιάζει να έφτιαξε μια ταινία με γνώμονα το να μην γίνει loud, μένοντας διακριτικός απέναντι σε μια γεμάτη σκιές –όσο και η υπέροχη φωτογραφία- περίοδο της αμερικανικής ιστορίας.

Ίσως αυτός να είναι και ο λόγος για όσα διαβάζετε σε αυτές τις γραμμές. Μην έχοντας τη δυνατότητα να αντιληφθούμε την έκταση και τη σημασία αυτού καθ’ αυτού του γεγονότος του εμφυλίου των ΗΠΑ αδυνατούμε να ταυτιστούμε με τους ήρωες, τις αποφάσεις και τα κίνητρα τους. Κινούμενο σε αργό τέμπο, το Lincoln –ως συνολικό αποτέλεσμα και όχι ως σύνολο αποτελούμενο από όντως μοναδικά «κομμάτια»- κινδυνεύει τελικά να γίνει αόρατο και να εξαφανιστεί γρήγορα από τη μνήμη μας. Τα Όσκαρ, όμως, μάλλον θα του κλείσουν συγκαταβατικά το μάτι…
Νικόλας Ακτύπης

Django Unchained


Το να φας 63 ντολμαδάκια παραπάνω απ’ αυτά που έστειλε η μάνα σου επειδή δεν μπορείς να σταματήσεις είναι «γουρουνιά». Το να ξεκινήσεις κουβέντα δήθεν για τα αβάσταχτα κοινόχρηστα και να καταλήγεις να σχολιάζεις την «πιστόλα» κόρη του διαχειριστή είναι «κατινιά». Το κυκλικό γλείψιμο στα χείλη που θα κάνει η κόρη του διαχειριστή όταν γίνει πραγματικότητα η φαντασίωσή σου και έρθει να σου ζητήσει ζάχαρη (‘νταξει, ξανακοιμήσου) θα είναι «πουτανιά».

Ε, μετά το «Django», η υπερβολική προσφορά στοιχείων που μπορούν να κάνουν μια ταινία να αγαπηθεί (ή στη χειρότερη περίπτωση να γίνει παραδεκτή ως ιδιαίτερη) μπορεί επισήμως να ορισθεί ως… «Ταραντινιά»! Όχι επειδή το γουέστερν του Αμερικανού παλαβιάρη είναι το καλύτερο φιλμ που έχεις δει. Δεν είναι καν στα τρία καλύτερα που έχει κάνει ο ίδιος. Αλλά επειδή μένει πιστό σε όσα «υπόσχεται» στους φανατικούς του και δίνει ένα σωρό λόγους στους υπόλοιπους για να μετατραπούν σε τέτοιους.

Διότι εντάξει, η ιστορία ενός σκλάβου που απευλεθερώνεται από έναν κυνηγό κεφαλών και κατόπιν συνεργάζεται μαζί του -με αντάλλαγμα βοήθεια για να βρει τη γυναίκα του- είναι πρωτότυπη. Γίνεται σαγηνευτική από την ερμηνεία του «έχω ατσάλινα καμπανέλια» Τζέιμι Φοξ. Του «ισορροπώ διαβολεμένα ανάμεσα στην ευγένεια και την ειρωνία» Κρίστοφ Βαλτς. Του «σε παραλύω με ένα βλέμμα ακόμα κι αν παίζω 80χρονο» Σάμιουελ Τζάκσον. Και φυσικά του «μπορώ να υποδυθώ ό,τι, όποιον και όποτε θέλω» Λεονάρντο Ντι Κάπριο.

Γίνεται… ταραντινιά όμως από τους έντονους διαλόγους με το πινγκ-πονγκ ατακών και το υποχθόνιο χιούμορ. Από το τολμηρό μουσικό «μπαστάρδεμα» που σου χαϊδεύει τ’ αυτί. Από τα πολιτικά μηνύματα που δεν παραλείπει να περάσει. Και φυσικά από το πιτσιλιστό αίμα-σήμα κατατεθέν του, που τα υπογράφει όλα αυτά. Κυρίως όμως από την ικανοποίηση του αισθήματος της εκδίκησης. Σαδιστικά, με το νόμιμο τόκο πόνου και την ηδονή της απόλυτης απόδοσης δικαιοσύνης. Όπως ακριβώς θα ‘θελες να κάνεις σε όποιον σκόπιμα σ’ έβλαψε στο παρελθόν…
Γιώργος Μαραθιανός

Silver Lining Playbook


Έχουμε συνηθίσει να ακούμε άσματα για το πώς… γιατρεύεται ο έρωτας π.χ. «Ο έρωτας με έρωτα περνάει» και δεν συμμαζεύεται. Το Silver Lining Playbook από την άλλη έρχεται να μας αποδείξει τι είναι ικανός να γιατρέψει ο έρωτας. Κεντρικός χαρακτήρας ο Πατ, ένας απατημένος άνδρας, τον οποίον -χωρίς να το ορίζει- κυριεύει η διπολική διαταραχή. Ο Μπράντλεϊ Κούπερ σε αυτό το ρόλο συνεχίζει να εκπλήσσει και να αποδεικνύει πως εκτός από six-pack διαθέτει και υποκριτικό ταλέντο.

Τον… πονεμένο Πατ θα επιδιώξει να φέρει στον ίσιο δρόμο με ανορθόδοξους τρόπους μία εξίσου… τρελιάρα, η Τίφανι την οποία υποδύεται η Τζένιφερ Λόρενς, η πιτσιρίκα που ταινία με ταινία αγαπάμε όλο και περισσότερο. Και επειδή μιλάμε για ολίγον τι… σαλεμένους δεν θα μπορούσε να λείπει ο Ρόμπερτ Ντε Νίρο. Μπορεί να μην είναι άλλος ένας ρόλος καριέρας για εκείνον όμως η δική του πινελιά χαρίζει άλλο χρώμα στην ταινία. Κάποιοι μπορεί να θεωρήσουν το Silver Lining Playbook κάτι ανάλαφρο και χαλαρό το οποίο θα μπορούσε και να λείπει από τη λίστα των οσκαρικών υποψηφιοτήτων.

Το σπουδαίο όμως, πέραν των πολύ καλών ερμηνειών, είναι ότι σου προσφέρει αυτό ακριβώς που σου υπόσχεται… Αισιοδοξία! Αν θα φύγει με χρυσό αγαλματίδιο είναι άγνωστο όπως επίσης και αν όντως το αξίζει, το βέβαιο είναι πως όποιος το δει θα αποκομίσει ένα πλατύ χαμόγελο!
Φλώρα Μιχάπούλου

Zero Dark Thirty


Δύο χρόνια μετά τον θάνατο του Μπιν Λάντεν ήρθε μία τόσο καλοφτιαγμένη ταινία που θα νόμιζε κανείς ότι ετοιμαζόταν παράλληλα με την καταδίωξη του ηγέτη της Αλ Κάιντα. Το Zero Dark Thirty είναι καθηλωτικό και καταφέρνει με τον καλύτερο τρόπο να σε βάλει στην ατμόσφαιρά και στο κλίμα των χωρών που διεξάγεται η επιχείρηση.

Δεν διστάζει να τσαλακώσει την εικόνα των μυστικών και στρατιωτικών υπηρεσιών θίγοντας το ταμπού (για την αμερικανική κοινωνία) θέμα των βασανιστηρίων.

Δεν υπάρχει καμία ωραιοποίηση της κατάστασης στο Zero Dark Thirty. Από την εναρκτήρια σκηνή του βασανισμού του αιχμαλώτου, μέχρι τις δολοφονίες στο σπίτι όπου κρυβόταν ο Μπιν Λάντεν.

Η σκηνοθεσία της Μπίνγκελοου είναι για μία ακόμη φορά (μετά το Heart Locker) υποδειγματική και σε κάνει να αναρωτιέσαι πως μια γυναίκα χειρίζεται τόσο καλά το πορτραίτο μιας αντρικής μπίζνας. Αυτής του πολέμου.

Και τώρα στην Jessica Chastain. Η πρωταγωνίστρια της ταινίας είναι και υποψήφια για όσκαρ ερμηνείας και δικαίως. Πείθει από την πρώτη στιγμή που εμφανίζεται στο Πακιστάν ως πρωτάρα και στη συνέχεια βλέπουμε την μετάλλαξη της ως πεισμωμένης στα όρια της ψυχωτικής γυναίκας που με την εμμονή της οδηγείς ε επιτυχία την αποστολή.

Το Zero Dark Thirty λογικά δεν θα ανοίξει την πόρτα της κορυφαίας διάκρισης αλλά δεν πειράζει αφού κατάφερε να βάλει τους θεατές της σε έναν κόσμο που όλοι ξέραμε ότι υπάρχει αλλά ποτέ δεν τον είχαμε δει με τα μάτια μας.
Θανάσης Ράλλης

Οι Άθλιοι


Αν έλεγε κάποιος πως οι Χιου Τζάκμαν και Ράσελ Κρόου τραγουδούν και μάλιστα πως η φωνή τους θυμίζει… τενόρο, τότε η απάντηση θα ήταν -όπως λένε οι Γάλλοι- «Oh, mon Dieu!» ή «Ce n'est pas possible!». Δηλαδή, «Θεέ μου!» ή «Αδύνατον!». Ή να το θέσουμε αλλιώς… Θυμάστε το έργο «Άθλιοι» του Βίκτορος Ουγκώ του 1998 με τους Λίαμ Νίσον, Τζέφρι Ρας, Ούμα Θέρμαν και λοιπούς; Ε, ο σκηνοθέτης Τομ Χούπερ, περίπου 14 χρόνια αργότερα έφερε ξανά στη μεγάλη οθόνη το ομώνυμο έργο του σπουδαίου Γάλλου συγγραφέα, αλλά αυτή τη φορά μας το παρουσίασε με τη μορφή μιούζικαλ, θυμίζοντας περισσότερο θέατρο, παρά κινηματογραφική ταινία! Ναι, ο άλλοτε Γούλβεριν (Χιου Τζάκμαν) και ο πάλαι ποτέ Μονομάχος (Ράσελ Κρόου) τραγουδούν. Και μάλιστα πολύ καλά, με τις… κορώνες τους να θυμίζουν Παβαρότι, Πλάθιντο Ντομίνγκο ή Αντρέα Μποτσέλι.

Ωραία φωνή –εκτός από… κορμί που το ξέραμε- απέδειξε πως έχει και η Αν Χάθαγουεϊ στο ρόλο της Φαντίνα, ενώ γνωστή για το «λαρύγγι» της ήταν η Αμάντα Σέιφριντ (ως Τιτίκα εδώ), λόγω της συμμετοχής στο γνωστό μιούζικαλ «Mamma Mia!». Τώρα, το αν είναι ωραίο αυτό… Φυσικά, αυτό εξαρτάται από τα γούστα του καθενός. Εάν, λοιπόν, αρέσει σε κάποιον η λυρική σκηνή, εάν παρακολουθεί παραστάσεις στο Μέγαρο Μουσικής ή γενικά εάν δεν κλείνει τα αυτιά του ακούγοντας όπερα, τότε θα του αρέσει. Εάν όμως, το προηγούμενο βράδυ, ήταν σε γνωστή πίστα και άκουγε το πολύ πετυχημένο σχήμα, Καρράς-Πάολα-Παντελίδης και πάει την επόμενη μέρα να δει τη συγκεκριμένη ταινία, τότε η λογική λέει πως δεν θα καταφέρει να παρακολουθήσει ούτε τρεις σκηνές…
Παναγιώτης Κεφαλάς

Amour


…στην περιγραφή λέει ρομαντικό δράμα… Μετά τα 127 λεπτά που χρειάζεται για να παρακολουθήσει κάποιος την ταινία του Μίχαελ Χάνεκε ένα είναι σίγουρο, πως η ανάμνηση της ιστορίας του George και της Anne πάντα θα δημιουργεί ένα σφίξιμο κάπου στο στήθος.

Η ωμότητα και η κυνικότητα με την οποία παρουσιάζεται η ζωή του ζευγαριού στις πιο δύσκολες στιγμές της τρίτης ηλικίας την οποία διανύουν σου προκαλεί ένα ρίγος για τον τρόπο που ο άνθρωπος μπορεί να χάσει την αξιοπρέπεια του, να περάσει τα όρια της υπομονής και ταυτόχρονα της αγάπης, όντας έρμαιο των γηρατειών και των όσων αυτά επιφέρουν κυρίως στο μυαλό.

Το σενάριο και ο τρόπος που εξελίσσεται δείχνει τους κύκλους που κάνει η ζωή και το πώς ο άνθρωπος λίγο πριν… σβήσει επιστρέφει στην εμβρυακή του κατάσταση. Σε αυτή από την οποία ξεκίνησε με μοναδική διαφορά ότι τώρα έχει ζήσει, έχει νιώσει και έχει αγαπήσει. Παρουσιάζεται πώς ο άνθρωπος φτάνει να ζει πάλι μόνος αν και συζεί με άλλους, χαμένος σε αυτήν την περίπτωση στην άβυσσο του… πειραγμένου μυαλού.

Τα λίγα πρόσωπα που συμμετέχουν στην ταινία και ταυτόχρονα στη μοναχική ζωή του George και της Anne, όπως και το σπίτι του ζευγαριού που αποτελεί και το κύριο σκηνικό που εξελίσσεται η ταινία κορυφώνουν και κάνουν πιο έντονα τα συναισθήματα που σου προκαλεί η ζωή και το τέλος των πρωταγωνιστών.
Σταυρούλα Σάββα

Η ζωή του Πι


Ωραίες ερμηνείες, καλογυρισμένο και συγκινητικό. Η «ζωή του Πι» δεν είναι απλά μία ιστορία με ένα αγόρι πάνω σε μία βάρκα, στη μέση του ωκεανού, μαζί με μία τίγρη. Ούτως ή άλλως, από τα πρώτα κιόλας λεπτά η ταινία σου δίνει να καταλάβεις πως ο μικρός τα κατάφερε, αφού ως ενήλικος πια διηγείται τα όσα πέρασε και γι’ αυτό δεν σου δημιουργεί αγωνία για το τέλος, αλλά την απορία το πώς κατάφερε. Ο νεαρός Πι Πατέλ είναι ο μοναδικός επιζών από ένα ναυάγιο, δίνοντάς μας να καταλάβουμε –και σε κάποιες στιγμές να συμπάσχουμε μαζί του- το ένστικτο της επιβίωσης που είχε μέσα του. Σε καμία περίπτωση δεν πρόκειται για τη λεγόμενη… αμερικανιά, που όλο το σύμπαν συνωμοτεί ή καλύτερα ο κόσμος γυρίζει «ανάποδα», ώστε ο πρωταγωνιστής να καταφέρει το σκοπό του. Άρα, πουθενά δεν υπάρχει το στοιχείο της υπερβολής.

Υπάρχει ένα κεντρικό πρόσωπο στην ταινία και παρ’ όλα αυτά δεν σε κουράζει, αντίθετα σε κάνει να περιμένεις με ανυπομονησία την επόμενη σκηνή και να δεις τι νέο έχει σκαρφιστεί αυτός ο νεαρός Ινδός, προκειμένου να τη βγάλει «καθαρή». Μάλιστα, η ταινία σου… φυλά το καλύτερο για το τέλος, καθώς ο πρωταγωνιστής ως ενήλικος πλέον, ανατρέπει τα όσα είδαμε νωρίτερα... Όπως και να έχει, η «ζωή του Πι» είναι από τις must see ταινίες της χρονιάς και σίγουρα αξίζει τον κόπο να τη δει κάποιος. Άλλωστε, δεν είναι τόσο «τρελοί» στην αμερικανή ακαδημία, όπου έχουν προτείνει το δημιούργημα του Ανγκ Λι για 11 Όσκαρ…
Παναγιώτης Κεφαλάς

Beasts of the Southern Wild


Αν δεν υπήρχαν δύο ταινίες που εξυψώνουν την αμερικανική υπερηφάνεια (Argo, Lincoln), μία που περιγράφει το… «μεγαλύτερο ανθρωποκυνηγητό της ιστορίας» (Zero Dark Thirty), μία με εντυπωσιακά τρισδιάστατα εφέ (Life of Pi), μία γλυκόπικρη που εκβιάζει τα δάκρυά μας τύπου Little Miss Sunshine ή Juno (Silver linings playbook), μια βαριά κουλτουριάρα ξενόγλωσση (Amour), ένα μεγαλειώδες μιούζικαλ (Les Miserables) και μια δυνατή «ταραντινιά» (Django Unchained), αν δηλαδή δεν υπήρχαν όλα αυτά τα στοιχεία που αρέσουν στην Ακαδημία, τότε το Beasts of the Southern Wild θα έπαιρνε το Όσκαρ καλύτερης ταινίας… περπατώντας! Και αυτό, για τον απλούστατο λόγο ότι είναι η πιο μαγική, η ομορφότερη ταινία της χρονιάς.

Μια ταινία, που αφού κατάφερε να κλέψει τις εντυπώσεις των κριτικών όπου προβλήθηκε και να φύγει με το μεγάλο βραβείο στο Sundance festival, ήρθε να μαγέψει ή καλύτερα να στοιχειώσει τα συναισθήματα και του ευρύτερου κοινού. Μια ακροβασία μεταξύ φαντασίας και ρεαλισμού, σε έναν κόσμο άγνωστο σε μας αλλά υπαρκτό, με εικόνες που σε καθηλώνουν. Ένα ταξίδι επιβίωσης ενός κοριτσιού και του πατέρα της, που καλούνται να αντιμετωπίσουν την οργή της φύσης, τρομακτικές αντιξοότητες, αλλά και τα… στοιχειά της φαντασίας της μικρής.

Λυρισμός, πίστη για τη ζωή, απώλεια, θάνατος και ελπίδα. Ένα 29χρονος πρωτοεμφανιζόμενος σκηνοθέτης που παραδίδει μαθήματα και ένα από τα καλύτερα soundtrack που ακούσαμε τα τελευταία χρόνια.

Κι αν το «Beasts…» φαντάζει ως το απόλυτο αουτσάιντερ για να αναδειχθεί καλύτερη ταινία της χρονιάς, δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία για το που πρέπει να καταλήξει το Όσκαρ πρώτου γυναικείου ρόλου. Η 9χρονη Quvenzhane Wallis δεν αποδίδει μια απλώς καταπληκτική ερμηνεία. Κυριολεκτικά σε συντρίβει, σε καθηλώνει. Ένα ασύλληπτο ντεμπούτο, μια σπαρακτική απόδοση του ρόλου. Το βλέμμα της την ώρα που εξοργίζεται, θα σας στοιχειώσει για πάντα…
Άρης Ασβεστάς

ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube