Ασχετα με ό,τι πιστεύει ο κόσμος, οι μεγάλες ομάδες μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του '80 ποτέ δεν φτιάχτηκαν πληρώνοντας πολλά χρήματα. Μιλάμε γι' αυτές που έβαλαν το όνομά τους στην ιστορία, ομάδες που στο πέρασμά τους σάρωσαν κατακτώντας τίτλους, αλλά κυρίως κερδίζοντας τον σεβασμό των αντιπάλων. Η Τορίνο του Ματσόλα και η Χόνβεντ του Πούσκας, η Μπενφίκα του Εουσέμπιο, ο Αγιαξ του Κρόιφ και η Λίβερπουλ πρώτα του Κίγκαν και μετά του Νταλγκλίς είναι πάνω-κάτω γνωστό ότι δημιουργήθηκαν επειδή χαρισματικοί παίκτες βρέθηκαν μαζί την ίδια εποχή στον ίδιο σύλλογο. Κάποιοι λένε πως η Ρεάλ του Ντι Στέφανο, η Μίλαν του Ριβέρα, όπως και η Ιντερ του Φακέτι ήταν ομάδες οι πρόεδροι των οποίων ξόδεψαν πολλά χρήματα για να τις κάνουν πρωταθλήτριες Ευρώπης. Λάθος. Είχαν εξαιρετική βάση νέων παικτών, την οποία ενίσχυσαν με επιλεγμένες και μερικές φορές ακριβές κινήσεις. Ο Κοπά στοίχισε στον Μπερναμπέου από τη Ρεμς μία μικρή περιουσία, όπως ο Σκιαφίνο στη Μίλαν και ο Σουάρεζ στην Ιντερ. Ομως, αυτό ήταν το κερασάκι στην τούρτα.
Η Μπάγερν της δεκαετίας του '70 ήταν απόσταγμα μιας φουρνιάς σπουδαίων παικτών, οι οποίοι αποτέλεσαν για χρόνια τη ραχοκοκαλιά και της εθνικής Γερμανίας. Η Γιουβέντους του Τραπατόνι είχε πολλούς σπουδαίους Ιταλούς ποδοσφαιριστές, τους οποίους το έμπειρο μάτι του Αλόντι είχε εντοπίσει άσημους σε ομάδες όπως η Αταλάντα και η Κόμο ή τους είχε ανεβάσει από τα φυτώρια και για χρόνια ήταν βασικοί και στο Τορίνο και με τη «σκουάντρα ατζούρα». Ο Σιρέα, ο Ταρντέλι, ο Καμπρίνι, ο Μπέτεγκα ήταν οι σταρ για χρόνια και κάποια στιγμή η οικογένεια Ανιέλι πλήρωσε πολλά λεφτά για τον Πλατινί και τον Μπόνιεκ.
Η πρώτη ομάδα που κόστισε πολλά χρήματα για να δημιουργηθεί ήταν η Μίλαν του Μπερλουσκόνι. Ο Αρίγκο Σάκι ζήτησε τους τρεις Ολλανδούς (Φαν Μπάστεν, Γκούλιτ, Ράικαρντ), συν κάποιους καλούς παίκτες, όπως ο Αντσελότι από τη Ρόμα. Τους πλαισίωσε όμως με φυσιογνωμίες όπως ο Μαλντίνι, ο Μπαρέζι, ο Κοστακούρτα και ο Ντοναντόνι και έφτιαξε την τελευταία τεράστια ομάδα που είδε το ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο. Σε παγκόσμιο επίπεδο, η Μπόκα Τζούνιορς της δεκαετίας του '90 και η Ιντεπεντιέντε της δεκαετίας του '70, όπως και η Σάντος της εποχής του Πελέ, ήταν ομάδες που μόνιμα ζούσαν από την παραγωγή των φυτωρίων τους και κυρίως πουλούσαν, παρά αγόραζαν ποδοσφαιριστές.
Ολα αυτά άλλαξαν από τη στιγμή που ο Μποσμάν κέρδισε τη δίκη το 1995. Το ποδόσφαιρο δεν θα ήταν πλέον το ίδιο και η τελευταία ομάδα που είδαμε να δημιουργείται με βάση νέα παιδιά και να κερδίζει τίτλους ήταν ο Αγιαξ του Φαν Γκάαλ. Από τη στιγμή που τα ελεύθερα συμβόλαια αλλοίωσαν τις συνθήκες αγοράς, το άθλημα έπαψε να υπάρχει όπως το ξέραμε. Κάποιες φορές με ρωτούν αν ένας σύλλογος όπως ο Αγιαξ, ο οποίος βγάζει συνεχώς νέα παιδιά, μπορεί -σε περίπτωση που δέκα χαρισματικοί παίκτες ξεπεταχτούν μαζί- να ξανακάνει έναν κύκλο επιτυχιών. Πολύ φοβάμαι πως όχι. Διότι ναι μεν ο Αγιαξ, που είναι το κλασικότερο παράδειγμα σωστής δουλειάς στις Ακαδημίες, παράγει διαρκώς ταλέντα, όμως δεν υπάρχει περίπτωση να μπορέσει να κρατήσει κάποιο από αυτά για παραπάνω από δύο με τρία χρόνια. Μόλις γίνει γνωστός από τα 17, η οποία είναι μία νορμάλ ηλικία για τα ολλανδικά δεδομένα για να δοθεί η ευκαιρία σε έναν νέο, τότε η αντίστροφη μέτρηση αρχίζει. Είναι θέμα χρόνου να φύγει, με αποτέλεσμα, αν έχει τέσσερα χρόνια συμβόλαιο, στα τρία να τον πουλάει η ομάδα για να μη χάσει την αξία του!
Κάποτε ο κόσμος στην εξέδρα μπορούσε να «δεθεί» με τον ποδοσφαιριστή. Οι περιπτώσεις του Γκιγκς, του Μαλντίνι, του Ραούλ και του Ντελ Πιέρο, οι οποίοι έμειναν για χρόνια με την ίδια φανέλα, αποτελούν πια μουσειακό είδος. Και με τις ομάδες να θυμίζουν όλο και περισσότερο τράνζιτ αεροδρομίου, με τον παίκτη να είναι σήμερα εδώ και αύριο αλλού, η μελλοντική εικόνα ομολογώ πως με τρομάζει.
Στην Ελλάδα όμως, σε αντίθεση με το εξωτερικό, ο μόνος δρόμος για να γίνουμε κάποτε αληθινά ανταγωνιστικοί παραμένει αυτός των Ακαδημιών. Τα περισσότερα παιδιά στις ομάδες μας έχουν όνειρο να κάνουν καριέρα στη χώρα τους, να αγαπηθούν από την εξέδρα, να νιώσουν ότι είναι σημαντικά. Είναι εντελώς ανόητο και ανούσιο να αγοράζει, για παράδειγμα, ο Πανιώνιος δέκα ποδοσφαιριστές κάθε χρόνο, από τους οποίους οι επτά να είναι ξένοι. Και διάλεξα τους «κυανέρυθρους» επειδή παραδοσιακά έβγαζαν πάντα σπουδαίους σταρ από τα φυτώριά τους. Ποιος είναι ο λόγος να έχει ο Αρης τόσους λεγεωνάριους, τη στιγμή που μόλις πριν από λίγα χρόνια διέθετε ομάδα-υπόδειγμα στους Νέους, που ήταν μάλιστα και πρωταθλήτρια Ελλάδας; Γιατί να πρέπει ο Ιωνικός να αγοράζει κάθε χρόνο καραβιές ξένων;
Ο Παναθηναϊκός, λόγω της επιμονής του Γιώργου Βαρδινογιάννη στα παιδιά της Παιανίας, ανέδειξε μία ολόκληρη φουρνιά που έγινε πρωταθλήτρια Ευρώπης, για να μην ξεχνιόμαστε. Η ΑΕΚ βασίστηκε για χρόνια ολόκληρα στη φουρνιά που βγήκε το 1979 από τους Νέους της. Ο Ολυμπιακός είναι ο πλέον αδικαιολόγητος όλων, αν υπολογίσει κανείς τη δυναμική του ως συλλόγου και πόσα μικρά παιδιά είναι οπαδοί του. Μόνο ο Ελευθερόπουλος και ο Περσίας (και τώρα ο Γιάννου) έκαναν καριέρα προερχόμενοι από τις Ακαδημίες εδώ και σχεδόν 30 χρόνια. Το ελληνικό ποδόσφαιρο δεν έχει την πολυτέλεια να ακολουθεί τον τρελό χορό των εκατομμυρίων του εξωτερικού. Και αφού δεν υπάρχει η διάθεση των προέδρων για ξόδεμα, τουλάχιστον ας έχει πάντα υπόψη του σαν παρηγοριά πως ακόμα και οι μεγαλύτερες ομάδες δεν αγοράστηκαν, αλλά «χτίστηκαν».