Δεν τον ήξερα τον Μάρκους Μπανκς όταν πρωτοάκουσα το όνομά του ως υποψήφιο απόκτημα του Παναθηναϊκού. Κοίταξα το βιογραφικό του, την εννιαετή θητεία του στο ΝΒΑ από τη μια, τα στατιστικά του που δεν έβγαζαν και μάτι από την άλλη, το ότι είχε να παίξει μπάσκετ από την άνοιξη με προβλημάτισε, τα παραπανίσια κιλά του έδειχναν σχετικά δύσκολο να εξαφανιστούν σύντομα όταν πια ήρθε και τον είδαμε, ενώ πάντα διατηρώ μια επιφύλαξη γι’ αυτούς που δέχονται να έρθουν «δοκιμαστικά»: ή πολύ σίγουροι για τον εαυτό τους είναι ή πολύ απελπισμένοι.
Τον είδα όμως στο ματς με την Καντού στην Ιταλία, ανέτοιμο και «νέο» αλλά καθόλου ψαρωμένο, να δίνει λύσεις σε ένα πολύ δύσκολο παιχνίδι για την ομάδα όπου έλειπαν πολλοί και σημαντικοί παίκτες και άλλοι έρχονταν από τραυματισμό και είδα έναν παίκτη με ποιότητα που ήρθε να βοηθήσει κι όχι να κάνει διακοπές στην Ελλάδα. Με σωματοδομή ενός «Σόφο τσέπης» αλλά και με ξεπέταγμα, με την εμπειρία να προστατεύει τη μπάλα με το σώμα, με γνώση - φυσικά - του αθλήματος, χωρίς να πελαγώνει όταν το ματς ήταν στην κόψη και χωρίς να διστάζει να χωθεί στα «θηρία» κι ας είχε φάει τάπα δυο φάσεις πριν.
Το κομβικό σημείο για μένα, για να αρχίσω να τον «αγαπάω» μπασκετικά, ήταν όταν μετά από ένα καλάθι που πέτυχε και το τάιμ - άουτ που ζήτησε ο Ιταλός κόουτς, κατευθύνθηκε προς τον πάγκο του Παναθηναϊκού κάνοντας «ποντίκια» με τα μπράτσα του στους Ιταλούς θεατές. «Εδώ είμαστε» σκέφτηκα, «είναι παιχτάρα και μεγάλη μορφή». Δυο πράγματα που επιβεβαιώθηκαν και στο παιχνίδι με την Ολίμπια στο ΟΑΚΑ: καλάθι και φάουλ, η μπάλα στο διχτάκι, ο Μπανκς στο παρκέ και τα «ποντίκια» φάτσα - φόρα, για ένα κοινό που τον αποθέωνε.
Ατραξιόν ο Αμερικανός, δείχνει να γουστάρει πάρα πολύ αυτό που κάνει: που ήρθε στην Ευρώπη, που βλέπει μια τελείως διαφορετική κουλτούρα, που το κοινό εδώ είναι θερμό και εκδηλωτικό και τραγουδάει αντί να λέει «ντίφενς», που εγκλιματίστηκε γρήγορα και βοηθάει, που βρήκε το κομπιούτερ που λέγεται Διαμαντίδης δίπλα του για να μοιραστούν τα υψηλά μπασκετικά τους IQ. Είχε και τον Στιβ Νας για χρόνια δίπλα του (όπως μου αποκάλυψε η μπασκετόφατσα που λέγεται Βάιος Τσούτσικας), που ίσως είναι το μπασκετικό alter - ego του Διαμαντίδη στο ΝΒΑ, σε ό,τι έχει να κάνει με την αντίληψη του παιχνιδιού, οπότε καταλαβαίνετε ότι το ρημάδι το πικ’εν’ρολ π.χ. το κατέχει ο Μπανκς και δεν χρειάζεται να του το μάθει κανείς.
Και σε τελική ανάλυση, δεν υπάρχει μεγαλύτερη ευτυχία γι’ αυτόν που αγαπάει το μπάσκετ - και το αγαπάει όχι μόνο όταν κερδίζει η ομάδα του αλλά γενικώς - από μια παιχτάρα που είναι ταυτόχρονα και ατραξιόν. Δεν υπάρχει περίπτωση να μην ευχαριστηθείς ένα άθλημα που αγαπάς, όταν το αγαπάνε και το απολαμβάνουν πριν από σένα αυτοί που ασχολούνται μαζί του στο παρκέ.
Κώστας Βαϊμάκης