Ο Μίκαελ Μπάλακ είπε «Auf Wierdesehen» στους αγωνιστικούς χώρους και το sport-fm.gr του απονείμει ότι του αξίζει, υπενθυμίζοντας τους σημαντικότερους σταθμούς της ποδοσφαιρικής του ιστορίας.
Ξεκίνησε την επαγγελματική του καριέρα στη Χέμνιτσερ, ομάδα που ήδη αγωνιζόταν από τα επτά του χρόνια. Στην πόλη του Χέμνιτς θα τον μνημόνευαν για πολύ καιρό, καθώς το παρατσούκλι που του είχαν «κολλήσει» ήταν «μικρός Κάιζερ», με σαφείς αναφορές στο τοτέμ του γερμανικού ποδοσφαίρου, Φραντς Μπέκενμπαουερ. Ο ρόλος του κεντρικού μέσου και κυρίως η ηγετική του φυσιογνωμία, τον έκαναν να ξεχωρίζει από μικρή ηλικία.
Μετά από 49 εμφανίσεις και δέκα γκολ με την πρώτη ομάδα της Χέμνιτσερ, θα αγωνιστεί για μία διετία (1997-1999) στην Κάιζερσλαουτερν και αφού κατακτήσει το πρώτο του πρωτάθλημα (1998), θα κάνει το «άλμα» στην επαγγελματική του καριέρα, υπογράφοντας στη Μπάγερ Λεβερκούζεν. Στην πόλη της δυτικής Γερμανίας έμεινε τρία χρόνια και λατρεύτηκε από τους οπαδούς, βελτιώνοντας ταυτόχρονα το ποδοσφαιρικό του επίπεδο και φτάνοντας μία «ανάσα» από την κατάκτηση του Τσάμπιονς Λιγκ, στον τελικό της Γλασκώβης το 2002, όπου είχε την… ατυχία να πέσει πάνω στην Ρεάλ των γκαλάκτικος.
Η Μπάγερν Μονάχου δεν συνηθίζει να αφήνει ανεκμετάλλευτα τα εγχώρια ταλέντα και ως φυσική εξέλιξη θα τον αποκτήσει το 2002 σε ηλικία 26 χρονών. Εισιτήριο βέβαια για αυτή την μετακίνησή του, θα αποτελέσουν οι πολύ καλές του εμφανίσεις του με την εθνική ομάδα στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 2002, όπου θα καταλάβει την δεύτερη θέση, χάνοντας στον τελικό απο την πανίσχυρη τότε Βραζιλία.
Οι κακές του εμφανίσεις κυρίως σε ευρωπαϊκά παιχνίδια, θα δώσουν αφορμές στον κόσμο των Βαυαρών αλλά και σε διοικητικά στελέχη (βλ. Καρλ Χάιντς Ρουμενίγκε) να ξεκινήσουν την κριτική εναντίον του, με το μοιραίο της αποχώρησης να προκύπτει το 2006, 107 συμμετοχές και 44 γκολ μετά την άφιξή του στο Μόναχο.
Θα αναζητήσει τη γη της επαγγελίας του στην Αγγλία και στην Τσέλσι. Οι διακρίσεις δεν θα λείψουν ούτε εκεί, αλλά ήταν φανερό πως τα καλύτερά του χρόνια είχαν πλέον περάσει.
Η καριέρα του θα «κλείσει» με τρόπο ιδανικό για πολλούς ποδοσφαιριστές, επιστρέφοντας στην ομάδα που αναδείχθηκε και λατρεύτηκε όσο σε καμία άλλη, την Λεβερκούζεν.
Στην εθνική ομάδα της Γερμανίας δεν έλειψαν οι παρουσίες (98) και τα γκολ (42), χωρίς όμως να μπορέσει να γνωρίσει την μεγάλη διάκριση.
Σε επίπεδο ποδοσφαιρικού ταλέντου και προσφοράς, η παρουσία του μπορεί να χαρακτηριστεί αμφιλεγόμενη, καθώς αποτελούσε περισσότερο δυναμικό παρά τεχνικό ποδοσφαιριστή. Δεν μπορεί να αμφισβητηθεί όμως η αρχηγική του παρουσία και η εμβληματική του φυσιογνωμία μέσα στο γήπεδο, αποτελώντας ίσως το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αρχηγού, μετά τον Στέφαν Έφενμπεργκ (ακολουθώντας πάντα χρονική και όχι ποιοτική ιεράρχηση).
Οι τίτλοι του:
4 πρωταθλήματα Γερμανίας (Κάιζερσλαουτερν 1998, Μπάγερν Μονάχου 2003, 2005, 2006)
3 κύπελλα Γερμανίας (Μπάγερν Μονάχου 2003, 2005, 2006)
1 πρωτάθλημα Αγγλίας (Τσέλσι 2010)
3 κύπελλα Αγγλίας (Τσέλσι 2007, 2009, 2010)
1 Λιγκ Καπ Αγγλίας (Τσέλσι 2007)
Επιμέλεια: Αλέξης Περδίκης