Η τριλογία του Κρίστοφερ Νόλαν «Dark Knight» ολοκληρώθηκε με εντυπωσιακό τρόπο με την ταινία «The Dark Knight Rises». Κι όλοι εμείς οι μεγάλοι φανς του Μπάτμαν, αλλά κυρίως του Νόλαν, που παρέλαβε στα χέρια του την ταλαιπωρημένη ιστορία του Μπάτμαν όπως της είχαν φερθεί στις προηγούμενες ταινίες και τις είχαν κάνει να μοιάζουν με βιντεοκασέτες και την απογείωσε, ευχαριστηθήκαμε τρεις ώρες γεμάτες δράση, εφέ και ανατροπές. Τρεις ώρες «σκοτεινές», με μια ταινία που δεν σε κουράζει και δεν σε αφήνει να βαρεθείς, πολύ απλά διότι ο μαστρο-Νόλαν ξέρει καλά τι πρέπει να κάνει.
Έχω κάποιες μικρές ενστάσεις βέβαια, νομίζω ότι έμπλεξε πολλά πράγματα μαζί, ότι πάσχισε να τα χωρέσει σε μια ταινία, ότι μάλλον είχε ακόμα περισσότερα αλλά κάπου κόπηκαν στο μοντάρισμα (έτσι μου έδειξαν κάποια σημεία της ταινίας, που φανέρωσαν «ψαλίδι» για να μαζέψουμε λίγο τον χρόνο), ότι θα μπορούσε να τη «σφίξει» και να την κάνει 20-30 λεπτά μικρότερη, αλλά και πάλι παραμένει μια ταινία που αξίζει να δεις, εκτός αν επηρεάζεσαι πολύ από τις ταινίες και σου μπαίνουν σκέψεις στο μυαλό να βουτάς από την ταράτσα με μια μάσκα και μια μπέρτα ή να μπουκάρεις σε μια αίθουσα και να τα κάνεις όλα λαμπόγυαλο...
Πολύ καλή και η διανομή των ρόλων για μια ακόμα φορά, ειδικά εφόσον λείπει η αχώνευτη που μας άφησε χρόνους στην προηγούμενη ταινία και έπαψε να ταλαιπωρεί την αισθητική μας. Η Αν Χάθαγουεϊ είναι καλή, όπως και η Μαριόν Κοτιγιάρ, ο Μάικλ Κέιν είναι πάντα ο υπέροχος Μάικλ Κέιν, ήθελα λίγο παραπάνω χρόνο συμμετοχής για τον σπουδαίο Μόργκαν Φρίμαν, ο Γκάρι Όλντμαν δεν χρειάζεται να δώσει αποδείξεις ενώ πολύ καλός είναι και ο Τζόζεφ Γκόρντον-Λέβιτ, στο ρόλο του νεαρού αστυνομικού. Όσο για τον Κρίστιαν Μπέιλ, ως Μπάτμαν δείχνει να γεννήθηκε για τον ρόλο αυτό: σοβαρός, στιβαρός, ανέκφραστος και «σκοτεινός» όπως το όνομα της ταινίας, κάνει αυτά που πρέπει να κάνει ένας μασκοφόρος εκδικητής, χωρίς σάχλες και μούτες - άλλωστε ο χρόνος που παίζει μοιράζεται ανάμεσα στις σκηνές με μάσκα και σ’ αυτές χωρίς και πρέπει να κρατηθούν οι ισορροπίες, να δικαιολογεί την ιδιότητά του, το γιατί εξαφανίστηκε, το γιατί επέστρεψε και άλλα πολλά που δεν κάνει να πω, για να μην το χαλάσω σ’ αυτούς που δεν το είδαν ακόμα.
Άφησα τελευταίο τον «κακό» της ταινίας, τον Τομ Χάρντι: με μια κουβέντα, εξαιρετικός! Ο Χιθ Λέτζερ ανέβασε ψηλά τον πήχη με την ερμηνεία του ως «Τζόκερ», μας χάρισε μια συγκλονιστική ερμηνεία, δυστυχώς έφυγε από τη ζωή, αλλά άφησε προίκα κάτι που οι επόμενοι «κακοί» μελετάνε και προσπαθούν να κάνουν: αυτές οι ταινίες απογειώνονται, μόνο αν ο «κακός» κάνει το κάτι παραπάνω, πολύ απλά διότι ο «ήρωας», ο «καλός», εν προκειμένω ο Μπάτμαν, είναι αναγκασμένος από το σενάριο και τον ρόλο του να κάνει συγκεκριμένα πράγματα, να ακολουθεί κανόνες, να μπαίνει σε υποκριτικά καλούπια. Ο «κακός» όμως, ο Μπέιν είναι απλά εξαιρετικός. Όσο τρομακτικός πρέπει, με τη μάσκα στο πρόσωπο και την υποβλητική φωνή, όσο «χτιστός» πρέπει, ψαρωτικός, δίνει άλλη διάσταση στον ρόλο και βοηθάει πολύ στην απογείωση της ταινίας. Χωρίς την ερμηνεία του Χάρντι, η ταινία θα ήταν μια «απλή» ταινία δράσης, όπως θα ήταν μια «συμβατική» ταινία και η προηγούμενη, χωρίς την αξέχαστη ερμηνεία του Χιθ Λέτζερ.
Και φυσικά σύγκριση ανάμεσα σε Χάρντι και Λέτζερ δεν μπορεί να γίνει, όχι απλά λόγω σεβασμού στη μνήμη του δεύτερου, αλλά και διότι μιλάμε για ανόμοια πράγματα, διαφορετικούς ρόλους «κακών», άλλες εκφραστικές ανάγκες, άλλους χαρακτήρες με έμφαση σε διαφορετικά σημεία. Παραμένει ωστόσο η κοινή διαπίστωση, ότι με τόσο εξαιρετικούς «κακούς», μια ταινία σαν αυτή δεν μπορεί παρά να πάει πολύ - πολύ καλά. Διότι ο «Batman» είναι κυρίως η εκπληκτική αισθητική του Νόλαν και το πόσο καλά θα σταθούν οι αντίπαλοί του στο κινηματογραφικό ρινγκ.
Κώστας Βαϊμάκης
www.fightclub.gr
Κοπιάστε στο... fightclub@sday.gr