Η απόσταση ανάμεσα στην ιταλική φινέτσα ως στοιχείο της καθημερινής ζωής και την τευτονική προσήλωση στον στόχο (μπολιασμένη με πολλά καντάρια σοβαρότητας στην έκφραση) είναι μεγάλη και ο δρόμος από το ένα σημείο στο άλλο απροσπέλαστος.
Ως Έλληνες προτιμάμε -τόσο λόγω της παραδοσιακής γειτνίασης, όσο και λόγω συγγενεύοντος ψυχισμού- να προσπαθούμε να προσεγγίσουμε το πρώτο μοντέλο. Να είμασταν Πίρλο, αυτό θα θέλαμε. Να γοητεύουμε φίλους και εχθρούς με τις σέξι γωνίες του προσώπου και το διαβολικό βλέμμα στα μάτια. Να υπνωτίζουμε τους πάντες στο πέρασμά μας με το ταλέντο που διαθέτουμε σε τέτοια ποσότητα, ώστε όλοι να καίγονται να μας γνωρίσουν για να τους δώσουμε λίγο ή έστω να τους ψιθυρίσουμε δυο κουβέντες για το «μυστικό της επιτυχίας μας».
Να είμασταν Πίρλο, αυτό θα ήταν τέλειο. Να μεγαλώνουμε με επιτυχίες και κατακτήσεις, να πατάμε σε άπαρτες κορυφές με την άνεση που μας δίνει η ultra cool προσωπικότητά μας. Να εισπράττουμε την καθολική αναγνώριση, να είμαστε απαραίτητοι και στο τέλος να παίρνουμε ό,τι δικαιούμαστε, τη νίκη δηλαδή, έχοντας (κατά προτίμηση) ξεφτιλίσει τον αντίπαλο. Εκεί δηλαδή, στο τέλος, που βασιλεύει η «σίγουρη λύση» και «πρυτανεύει η λογική», να έχουμε κάνει το αναπάντεχο, το εκπληκτικό, το αξιοθαύμαστο. Και μόλις το κάνουμε να μας αποθεώνουν στα πέρατα της γης, την ώρα που εμείς απλά τινάζουμε το μαλλί προς τα πίσω και σκεφτόμαστε αν θα πρέπει να βάλουμε 1-2 παγάκια ή όχι στο λευκό κρασί που θα συνοδεύσει το γεύμα της νίκης.
Ενώ ο «Σβάινι», ε; Γιατί να θες να μοιάσεις σε κάποιον που δείχνει να ξεπήδησε κατευθείαν από τα κεντρικά της Κομαντατούρ; Σε κάποιον που είναι μεν αποτελεσματικός αλλά μ’ έναν τρόπο μηχανικό, στεγνό, βιομηχανοποιημένο; Δεν πεταρίζει η καρδιά του Έλληνα σ’ αυτή τη σκέψη. Αναγνωρίζει το ταλέντο, κατανοεί τα οφέλη του μοντέλου και τη διαδικασία από την οποία προήλθε, αλλά δεν του αρέσει, δεν θα ήθελε να την αντιγράψει. Αυτό το «με κάθε κόστος και χωρίς αποκλίσεις» που είναι ριζωμένο στη γερμανική νοοτροπία του πέφτει βαρύ στη συνείδηση.
Ο Έλληνας ξέρει ότι η «προσέγγιση Πίρλο» είναι αλαφροϊσκιωτη, χαλαρή και πολύ μποέμ πλέον για την απαίτηση της εποχής. Όμως εκεί είναι ταγμένος, κατ’ επιλογήν, αποφεύγοντας το «γίνε Σβαϊνστάιγκερ» όπως το κράτος την φορολόγηση της εκκλησίας και του πραγματικού πλούτου. Ζωγραφίζοντας ένα μοτίβο δικό του, που δεν είναι τίποτα από τα δύο αλλά τουλάχιστον έχει σαφή κλίση. Γέρνει και πάντα θα γέρνει προς την πλευρά του Πίρλο, γιατί η δική του κάθετη μπαλιά είναι έγχρωμη ενώ του «Σβάινι» ασπρόμαυρη. Γιατί κάθε κίνηση του Πίρλο είναι τέχνη, ενώ του Σβαϊνστάιγκερ εργασία. Και σε αντίθεση με τα προ 70 χρόνων θρυλούμενα, μόνο η πρώτη απελευθερώνει πραγματικά.
Γιάννης Τσαούσης
www.fightclub.gr
Κοπιάστε στο... fightclub@sday.gr