Ο Φράνκο έβγαλε για λίγο το ψάθινο καπέλο του, έβαλε το χέρι πάνω από τα μάτια για σκιά και προσπάθησε να αντικρύσει κατάματα τον ήλιο που έκαιγε καταμεσίς του γαλανού ουρανού. «Διάβολε», μουρμούρισε καθώς ετοίμαζε νέα δολώματα, «84 ημέρες παλεύω εδώ μέσα, 84 ημέρες δεν έχει τσιμπήσει τίποτα. Η θάλασσα που τόσο αγαπώ, που της αφιέρωσα τη ζωή μου και τα ροζιασμένα χέρια μου με προδίδει, με φτύνει στα μούτρα».
Τα έριξε στο νερό, έπιασε γερά την πετονιά καθώς καθόταν στην πρύμνη με τα πόδια απλωμένα στο εσωτερικό της άδειας βάρκας και κατέβασε δυο γερές γουλιές ρούμι από το μπουκάλι που είχε μαζί του. «Από την άλλη, διάβολε, 117 ημέρες χωρίς μπάλα μου φαίνονται αιώνας». Έκλεισε τα μάτια και έθεσε την ακοή του σε εγρήγορση. Στην αρχή στα αυτιά του έφταναν μόνο ήχοι από γλάρους, που πέταγαν από πάνω ψάχνοντας τροφή. Όσο όμως η ώρα πέρναγε τα κρωξίματά τους μετατράπηκαν σε επευφημίες. Ο Φράνκο τις άκουγε καθαρά. Ήταν ο κόσμος της ομάδας που τον αποθέωνε. Άκουγε το όνομά του δυνατά στο Monumental του Μπουένος Άιρες, καθαρά στο Mendizorrotza της Βιτόρια, θριαμβικά στο St. Jakob Park της Βασιλείας και -φυσικά- αποθεωτικά στο Γ. Καραϊσκάκης.
Ναι, γι’ αυτόν φώναζαν. Αυτόν λάτρευαν, σ’ αυτόν απευθυνόταν η προσευχή τους. «Να σ’ έχει ο Θεός καλά». Δεν έχει σημασία αν το έλεγαν στα ισπανικά, στα γερμανικά, στα βασκικά ή στα ελληνικά, το νόημα ήταν το ίδιο: «Να σ’ έχει ο Θεός γερό, όπου και να ‘σαι Φράνκο». Ένα δάκρυ κατέβηκε από τα μάτια και αναμίχθηκε με την αλμύρα της θάλασσας που είχε κολλήσει στο πρόσωπο. Έκανε να το σκουπίσει μα δεν πρόλαβε... Η πετονιά τινάχτηκε βίαια. Δεν έβλεπε τι ήταν στο τέλος της μέσα στα θολά νερά, όμως ήταν βέβαιος πως ήταν τεράστιο.
Δυο μέρες και δυο νύχτες, το μεγάλο ψάρι έσερνε τη βάρκα με τον Φράνκο μέσα, ανήμπορο να κάνει κάτι. Ώσπου την τρίτη μέρα, αποκαμωμένος πια, το είδε να βγαίνει στον αφρό, σαν να του έλεγε πως έχει κουραστεί. Ήταν ένας ξιφίας 5,5 μέτρων, δεν θα τον άφηνε έτσι. Μαζεύοντας όσο κουράγιο του είχε απομείνει το τραβάει κοντά στη βάρκα και το καρφώνει με το καμάκι του. Αφού βεβαιώθηκε πως είναι νεκρό, το έδεσε στο πλάι της βάρκας και πήρε τον δρόμο του γυρισμού. Μα ήταν άοπλος απέναντι στους καρχαρίες που οσμίστηκαν εύκολο θύμα και το καμάκι του δεν έφτανε για να τους απωθήσει.
Την ώρα που κοπάδια από δαύτους είχαν ριχτεί και ξεκοκάλιζαν το τρόπαίο του, ο Φράνκο άδραξε την ευκαιρία για να σκεφτεί όσους τον είχαν πικράνει στην διάρκεια της καριέρας του. «Μήπως κι εμένα δεν μου πήραν από τα χέρια αυτό που δικαιούμουν; Μήπως και το δικό μου ταλέντο δεν έγινε βορά στα χέρια και τα στόματα τυχάρπαστων ανθρώπων, που τελικά έκριναν την τύχη μου; Μήπως κι εγώ δεν εκδιώχθηκα από τον φυσικό μου χώρο από κάποιους που με είδαν ως ιδανικό θύμα και θεώρησαν ότι ο βιότοπός μου ήταν τσιφλίκι τους;».
Φτάνοντας στο λιμάνι, το μόνο που είχε απομείνει από τον ξιφία ήταν ο σκελετός του. Ο Φράνκο βγήκε στη στεριά έχοντας πάρει την απόφασή του. Καθώς έφτανε σπίτι του εξαντλημένος με σκοπό να ξεκουραστεί, ένας φίλος του ψαράς τον άκουσε να μονολογεί: «Δεν θα σας κάνω τη χάρη να ορίσετε εσείς το τέλος μου. Θα κόψω το ποδόσφαιρο, σήμερα κιόλας, κι από δω και πέρα μόνο θα ψαρεύω. Γιατί ο άνθρωπος δεν είναι φτιαγμένος για να νικιέται. Καταστρέφεται, αλλά ποτέ, ποτέ δεν νικιέται…».
Γιάννης Τσαούσης
www.fightclub.gr
Κοπιάστε στο... fightclub@sday.gr