Αναρωτιόμουν πέρυσι, που η Νάπολι έκανε μια θαυμαστή πορεία στη Serie A και «φόβισε» κόσμο ότι μπορεί να είναι ανταγωνιστική για το πρωτάθλημα μέχρι τέλους, αν θα άντεχε η διοίκησή της να πάρει το ρίσκο να κρατήσει τους βασικούς παίκτες της ομάδας, ή αν θα ενέδιδε και θα μοσχοπούλαγε έναν ή δυο, για να τσεπώσει την αξία ή υπεραξία που είχε δημιουργηθεί μέσα από τις εμφανίσεις τις δικές τους και της ομάδας ολόκληρης. Ο Καβάνι, ο Λαβέτσι και ο Χάμσικ είχαν γραφτεί σε κάθε πρωτοσέλιδο ευρωπαϊκής εφημερίδας από Αγγλία, Ισπανία και Ιταλία που σέβεται τον εαυτό της, ως υποψήφιοι μεταγραφικοί στόχοι μεγάλων ομάδων, για ποσά που ξεκίναγαν από τα 30 και τα 40 εκατομμύρια ευρώ.
Εδώ που τα λέμε, ήταν πειρασμός μεγάλος: από τη μια η διοίκηση των Ναπολιτάνων είχε μπροστά την πρόκληση του Champions League, άρα μια ευκαιρία να προχωρήσει όσο παραπέρα και παραπάνω μπορούσε, να καρπωθεί τα έσοδα από την ΟΥΕΦΑ και να «δειγματίσει» την πραμάτεια της στους υποψήφιους μνηστήρες. Κι από την άλλη, πάντα στο μυαλό υπήρχε η σκέψη «κι αν δεν τα καταφέρουμε, αν δεν πάμε καλά στους ομίλους, αν τραυματιστεί κάποιος τι κάνουμε»; Το ποδόσφαιρο βέβαια ρίσκο είναι και τζόγος καμιά φορά, μια ζαριά που μπορεί να σου κάτσει και να σου αλλάξει τη ζωή ή να μην σου κάτσει και να μείνεις ρέστος και ταπί.
Στη Νάπολι την έριξαν τη ζαριά τους και αποδείχθηκε η ζαριά η καλή: η Νάπολι προχωρά, ο Καβάνι συνεχίζει το βιολί του, ο Λαβέτσι κάνει τα δικά του, η ομάδα έχει φρεσκάδα, αποτελεσματικότητα, αλτρουισμό (κανείς δεν δείχνει να παίζει για την πάρτη του, τη στατιστική του, την μελλοντική μεταγραφή αλλά ο ένας για τον άλλον) και κυρίως χαρακτήρα: μπορώ να σκεφτώ πολλές και διάφορες ομάδες που θα είχαν λυγίσει ή διαλυθεί ψυχολογικά, αν πάθαιναν αυτό που έπαθε η Νάπολι το βράδυ της Τρίτης από την Τσέλσι, να βρεθεί πίσω στο σκορ δηλαδή, παρόλο που ήταν εμφανώς καλύτερη μέχρι εκείνη τη στιγμή κι είχε κάνει τόσες φάσεις. Η Νάπολι όμως ισοφάρισε και προηγήθηκε πριν βγει το ημίχρονο, άντεξε στην επιθετικότητα των Λονδρέζων στο ξεκίνημα της επανάληψης κι έβαλε και τρίτο γκολ στην κόντρα - θα μπορούσε άνετα να βάλει και τέταρτο.
Η λογική λέει ότι η Νάπολι εύκολα ή δύσκολα θα προχωρήσει παραπέρα - το πόσο παραπέρα, κανείς δεν μπορεί να το ξέρει. Ό,τι και να κάνει και όπου και να φτάσει πάντως, τη συμπάθεια των ουδέτερων φιλάθλων την έχει ήδη κερδίσει - όχι επειδή είναι η ομάδα του φτωχού ιταλικού νότου ή η Μαραντονο-πόλη, αλλά επειδή είναι μια ομάδα που χαίρεσαι να τη βλέπεις, μια αλανιάρικη κατάσταση, όπου ανακατεύεται ο ιταλικός τσαμπουκάς με τη λάτιν πινελιά. Κι αν όλα κυλήσουν καλά, η ναπολιτάνικη διοίκηση μπορεί να βρεθεί το καλοκαίρι μπροστά σε ένα ακόμα δίλημμα, ακόμα πιο σοβαρό: να πουλήσει αυτή τη φορά, για ακόμα περισσότερα λεφτά, ή να μην πουλήσει - κι όχι μόνο να μην πουλήσει, αλλά με λεφτά στο παντελόνι πλέον να κοιτάξει να ενισχυθεί ουσιαστικά. Ούτως ή άλλως η Νάπολη πλέον μπορεί να γίνει ένας αρκετά ελκυστικός ποδοσφαιρικός προορισμός για αρκετούς καλούς ή πολύ καλούς ποδοσφαιριστές και η Γιουβέντους, η Μίλαν και η Ίντερ, δεν δείχνουν τόσο κραταιές ώστε να μπορούν να αφήσουν τη Νάπολι στην απ’ όξω για πολύ ακόμα.
Και σε τελική ανάλυση, η Νάπολι συμβολίζει το ωραίο, το μεγάλο, το αληθινό. Και το φρέσκο, που πάντα είναι προτιμότερο από τα «προΐόντα βαθιάς κατάψυξης», τα μπαγιάτικα και τα πολυκαιρισμένα...
Κώστας Βαϊμάκης
www.fightclub.gr
Κοπιάστε στο... fightclub@sday.gr