Πολλές και απρόσμενες εκπλήξεις, καταπληκτικά παιχνίδια, μεγάλες απογοητεύσεις και μια ανεξάρτητη σκηνή που έκανε ιδιαίτερα αισθητή την παρουσία της συνθέτουν ένα σκηνικό με πολύ υλικό για συζήτηση. Θα μας απασχολήσουν οι τίτλοι που καλύψαμε σα site από την αρχή του έτους μέχρι το τέλος του με βάση την ημερομηνία κυκλοφορίας τους και την έκδοση και θα ασχοληθούμε με action-RPGs, ιαπωνικά RPGs και δυτικά RPGs.
Το αφιέρωμα θα ολοκληρωθεί σε δύο μέρη, με το πρώτο να επικεντρώνεται σε ports, remakes, ανεξάρτητες κυκλοφορίες και τίτλους που κινήθηκαν στη σκιά των πολλών μεγάλων ονομάτων, ενώ το δεύτερο θα μιλά εκτενώς για τα κορυφαία φετινά παιχνίδια.
Στα ports είχαμε τη μεταφορά στα PC του Fable III, μιας σειράς που δε συμπάθησα ποτέ. Από τη μια η μεγαλοστομία του Molyneaux που ποτέ δεν επαληθεύεται και από την άλλη η όλο και μεγαλύτερη απλούστευση των μηχανισμών με το βάρος να πέφτει περισσότερο στον εικαστικό τομέα και τα production values παρά στο gameplay έδωσε ένα παιχνίδι που, για τα δεδομένα των PC, είναι απλά συμπαθητικό. Από τις πιο αδιάφορες φετινές κυκλοφορίες. Πολύ σημαντικότερη ήταν η μεταφορά του Torchlight στο 360, μια κυκλοφορία που δεν πρέπει να αγνοηθεί από κανένα. Έχοντας ήδη κατακτήσει τα PC, η μεταφορά του στο 360 ήταν τόσο καλή που αποτελεί παράδειγμα προσαρμογής χειρισμού και υπόδειγμα port εν γένει.
Όσο για το ίδιο το παιχνίδι… ανελέητο σφάξιμο, απίστευτα ισορροπημένο gameplay που περιέχει τις καλύτερες ιδέες και εξελίξεις στο είδος, εθιστικότατο από την πρώτη στιγμή και πολύ όμορφο. Έχει αυτή τη μαγική ισορροπία που δεν περιγράφεται αλλά γίνεται αισθητή από το πρώτο δευτερόλεπτο και είναι παρούσα σε κάθε καλό hack ‘ n’ slash. Δυστυχώς το Dungeon Siege 3 ακολούθησε την αντίθετη πορεία, κόντρα μάλιστα στις ρίζες του, με επίσης αντίθετα αποτελέσματα. Κάκιστος χειρισμός στην έκδοση για υπολογιστές, απαρχαιωμένο και μηχανικό gameplay, πλήρης ρήξη με το παρελθόν της σειράς σε θέμα φιλοσοφίας, γραφικά και ήχος όμορφα μεν τίποτα το ιδιαίτερο δε, και μόνος ουσιαστικός λόγος να ασχοληθεί κανείς μαζί του το -πολύ διασκεδαστικό ομολογουμένως- τετραπλό co-op. Στο Στάθη παρ’όλα αυτά άρεσε αρκετά, απόδειξη πως ένα παιχνίδι «του 6 ή του 7» μπορεί να διασκεδάσει.
Στο ίδιο επίπεδο κινήθηκε το Crimson Alliance, ένα ανεξάρτητο action RPG που προσπάθησε να πατήσει στα χνάρια του Torchlight. Χωρίς να είναι κακό παιχνίδι, δεν ξέφυγε από το μέσο όρο της κατηγορίας του προσφέροντας απλουστευμένο gameplay (κατάργηση των XP, μονοδιάστατη μάχη, μη αξιοποίηση των ιδιαίτερων στοιχείων του) και χωρίς ουσιαστικό replay value. Όπως και στο Dungeon Siege 3, το co-op του ήταν πολύ πιο διασκεδαστικό από το κανονικό παιχνίδι αλλά πέρα από αυτό δεν έχει κάτι παραπάνω να προσφέρει. Το Lord of Arcana για PSP ήταν ένα πιο ενδιαφέρον πείραμα που σκόνταψε σε τεχνικά σημεία. Δανειζόμενο στοιχεία από τη σχολή του Monster Hunter και συνδυάζοντάς τα με το Final Fantasy, δεν κατάφερε να ξεχωρίσει κυρίως λόγω έλλειψης πρωτοτυπίας και προβλημάτων με την κάμερα.
Και μιας και ο λόγος για Final Fantasy, η επανέκδοση του Final Fantasy IV για PSP ήταν μια ευχάριστη νότα. Στο πακέτο περιλαμβάνεται το Final Fantasy IV, το sequel με τίτλο The After Years που είχε κυκλοφορήσει σε κινητά WiiWare αλλά και ένα ολοκαίνουριο επεισόδιο με τίτλο Interlude που ενώνει τα δύο μέρη.
Διαβάστε τη συνέχεια του αφιερώματος στο Enternity.gr