69 χρόνια από την πρώτη προβολή της Casablanca ο Γιώργος Παπαθανασόπουλος υποστηρίζει: «Τι να μας πει και ο «Μπόγκι» μπροστά στον γίγαντα Λόρε»
Συνήθεια που μου έχει κολλήσει από τις άπειρες φορές που έχω δει τις πολυαγαπημένες ελληνικές ταινίες του παλιού εμπορικού κινηματογράφου, η προσοχή και το βλέμμα μου πέφτει στα πρόσωπα των δεύτερων και των τρίτων ρόλων, στους ηθοποιούς που συμπληρώνουν την ιστορία και το σενάριο και ανοίγουν τον δρόμο με απίθανες ατάκες, μορφασμούς και κινήσεις στους λαμπερούς σταρ που είχε επιβάλει ο Φίνος και οι άλλοι παραγωγοί. Ψημένοι θεατρίνοι οι περισσότεροι, με χιλιάδες ώρες στο «σανίδι» με πολλά χιλιόμετρα στα σκληρά μπουλούκια της ελληνικής επαρχίας και με αυτοπεποίθηση για το πηγαίο λαϊκό ταλέντο τους μπορούσαν να «γράψουν» στο πανί και να κερδίσουν τον θαυμασμό του θεατή στον ρόλο ενός γκαρσονιού, μιας υπηρέτριας, ενός ρεσεψιονίστ, ενός πελάτη καταστήματος λέγοντας έστω και μια πρόταση, πολλές φορές και έστω μια λέξη.
Στις 26 Νοεμβρίου του 1942, μέσα στις φλόγες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, προβλήθηκε για πρώτη φορά η Casablanca, ίσως η εμβληματικότερη ταινία όλων των εποχών για το Χόλιγουντ και την αμερικανική βιομηχανία θεάματος. Μπορεί και εν αγνοία του σκηνοθέτη της Μάικλ Κερτίζ και των παραγωγών της ποτέ ξανά στην ιστορία του εμπορικού κινηματογράφου μια ταινία δεν θα σημάδευε με αυτόν τον τρόπο την 7η Τέχνη και τους θεατές της μέσα στις επόμενες γενιές, με τον μύθο της να διατηρείται ακόμα και για πιτσιρικάδες που νομίζουν ότι καπαρντίνες φορούν μόνο οι επιδειξίες στα πάρκα.
Η ταινία τα είχε όλα σε μια συνταγή που κανείς δεν μπόρεσε να ξαναφτιάξει τις επόμενες δεκαετίες: γλυκιά μουσική, εξωτικά σκηνικά, ιστορικές ατάκες, τραγικά διλλήματα και ένα ζευγάρι πρωταγωνιστών (Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ και Ίνγκριτ Μπέργκαμ) που ενώ φαίνονται τόσο αταίριαστοι βάζουν φωτιά στο πανί με βλέμματα, ψιθύρους, κρυφές χειρονομίες και ελάχιστα φιλιά, πάντα με ενωμένα χείλη όπως απαιτούσε το συντηρητικό Χόλιγουντ.
Γύρω τους, μυστικοί πράκτορες, ναζί αξιωματικοί, απελπισμένοι φυγάδες, κυνηγημένοι διπλωμάτες και επαναστάτες, δολοπλόκοι Άραβες. Και όλα αυτά στο μπαρ του Ρικς φωτισμένο από τους προβολείς της αντιαεροπορικής άμυνας, πνιγμένο στους καπνούς των τσιγάρων, τους ποταμούς της σαμπάνιας, τις δαντέλες από τις πολυτελείς τουαλέτες των κυριών και τους προδομένους έρωτες. Και κάπου ανάμεσα τους ο σπουδαίος γερμανοεβραίος ηθοποιός Πίτερ Λόρε να κοιτάζει τους θαμώνες με τα υγρά, γουρλωμένα, φοβισμένα μάτια του που βοήθησαν τον κυνηγημένο από τους Ναζί καλλιτέχνη να κάνει καριέρα στην Αμερική σε «σπούκι» ρόλους.
Πριν φύγει για τις Ηνωμένες Πολιτείες ο Λόρε είχε προλάβει να πρωταγωνιστήσει σε πολλές ταινίες της Γερμανικής σχολής με αποκορύφωμα το 1931 στο αριστούργημα του Φριτζ Λανγκ «Μ» που στην Ελλάδα έμεινε γνωστό ως «Ο δράκος του Ντίσελντορφ». Μετά την Casablanca, ο Λόρε θα βρει στα κινηματογραφικά πλατό τον Μπόγκαρντ στο εξαιρετικό νουάρ φιλμ «Το Γεράκι της Μάλτας» του Τζον Χίουστον αλλά θα παίξει και ένα χαρακτηριστικό ρόλο το 1944 δίπλα στον Κάρι Γκραντ στην απολαυστική κινηματογραφική μεταφορά του θεατρικού έργου «Αρσενικό και παλιά δαντέλα».
Έχω δει την Casablanca πολλές φορές, νυχτερινές και μοναχικές κυρίως, αλλά για μένα πλέον δεν η ταινία του: Play it again, Sam αλλά του: Play it again Peter.
Γιώργος Παπαθανασόπουλος