Η ιστορία με τη φάμπρικα των «αυτοβιογραφιών» διάσημων αθλητών οι οποίες κυκλοφορούν στα ράφια των βιβλιοπωλέιων είναι λίγο-πολύ γνωστή: Μεγάλοι εκδοτικοί οίκοι ή ανεξάρτητοι συγγραφείς-μεσάζοντες πλευρίζουν τον αθλητή που βλέπουν ότι κάνει «γκελ» στον κόσμο -τόσο με τις ενδο-γηπεδικές του επιδόσεις όσο και με τις δηλώσεις του ή την εν γένει συμπεριφορά του- και του αναλύουν τη δελεαστική και επ’ αμοιβαία ωφελεία συμφωνία: «Εσύ θα μου τα πεις, θα τα πεις όπως θες, θα τα χώσεις όπου θες, κι εγώ μετά θα τα σενιάρω και θα πάω να τα πουλήσω να χ...ούμε στο τάλιρο».
Ο αθλητής γοητεύεται από την ιδέα -πρόκειται για κλασική έκφανση του ναρκισισμού που κατατρέχει πολλούς απ’ αυτούς-, την οποία μεταφράζει στο κεφάλι του ως win-win situation. «Άχαστο», με μια λέξη. Στη δε περίπτωση που πρόκειται για πρόσωπο με πολύ «ζουμί», όχι δηλαδή Λίνεκερ και Όοουεν, αλλά Βίνι Τζόουνς και Γκασγκόιν (χρησιμοποιούνται Άγγλοι ποδσφαιριστές στο παράδειγμα, καθότι αυτοί και οι Αμερικανοί ανήγαγαν τη συγκεκριμένη πρακτική σε επιστήμη πωλήσεων) στήνουμε μέχρι και μηχανή παραγωγής βιβλίων, όπως έγινε λ.χ. με την «αυτοβιογραφία σε συνέχειες» του Γουέιν Ρούνεϊ -project που βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη.
Οι εμπνευστές των «αυτοβιογραφιών» αυτών οφείλουν να δώσουν «τυράκι» στον λαο -ως κομμάτι του προ δημοσίευσης marketing plan. Σ’ αυτά, τα «επιλεγμένα αποσπάσματα» που δίνονται στη δημοσιότητα ο αθλητής παίρνει την πρώτη μεγάλη κρυάδα, αλλά είναι πλέον αργά για πισωπεταλιές. Διότι 99/100 φορές επιλέγονται από το υλικό κομμάτια που δεν έχουν να κάνουν με την αγωνιστική πορεία του αθλητή αλλά με κάτι που είπε ή έκανε, το οποίο θα χρησιμοποιηθεί ως εργαλείο δημόσιου κουτσομπολιού με στόχο τη διάδοση της είδησης της δημοσίευσης του βιβλίου. Το αποτέλεσμα αυτού του «ξεπουλήματος» συνήθως σημαίνει περισσότερες πωλήσεις και άρα μεγαλύτερα έσοδα για όλους τους εμπλεκόμενους, αλλά ταυτοχρόνως φθείρει, εκθέτει και πολλές φορές γελοιοποιεί τον αθλητή.
Ο Ζλάταν Ιμπραϊμοβιτς είναι ο τελευταίος γνωστός κρίκος σ’ αυτή την αλυσίδα. Μπήκε στο χορό, θα χορέψει. Αναρωτιέμαι πως θα νιώθει σήμερα βλεποντας τον διεθνή Τύπο να αναφέρεται στην υπό δημοσίευση «αυτοβιογραφία» του με τίτλο «Τα αφηγούμαι όλα, μένω γυμνός» (σ.σ. φουλ της γελειότητας με άσους) εστιάζοντας από τη μία στην απίθανη ελαφρομυαλιά του ανθρώπου που δηλώνει πως «Εγώ αγαπώ τον κόσμο που περνάει με κόκκινο το φανάρι...» και από την άλλη κατ’ ουσίαν τον φαιδροποιεί αναφερόμενος στις χυδαίες αστειότητες που εκστόμισε εναντίον του Πεπ Γουαρδιόλα.
Δεν είναι ότι δεν του αξίζει του συγκεκριμένου. Ο Ζλάταν είναι «βίος και πολιτεία» χρόνια τώρα. Όπως και να το κάνουμε όμως, το να πιστεύει ότι η αλλαγή θέσης του Μέσι στο γήπεδο από μόνη της τον «έφαγε» από την Μπαρτσελόνα είναι ιδεοληψία. Για δε την ατάκα «...του είπα ότι είμαι μία Ferrari και ότι εκείνος με χρησιμοποιεί σαν ένα Fiat» ο πατέρας του Λάμπρου Χούτου νιώθει περήφανος γι’ αυτόν. Μπορεί να μην χρησιμοποίησε τις λέξεις «Πόρσε» και «ποδήλατο» όπως αυτός, αλλά ουσιαστικά με τη φράση αυτή τον αναγνώρισε ξεκάθαρα ως μέντορα.
Με μια διαφορά όμως: Εμείς εδώ χαβαλεδιάσαμε όταν ο μπαμπάς προσπάθησε μ’ αυτόν τον τρόπο να υπερασπιστεί τον κανακάρη του. Οι εργοδότες του δεν θα κάνουν το ίδιο, διότι σε λίγες μέρες θα είναι απασχολημένοι με το αν θα πρέπει να τον στείλουν σε ψυχολόγο ή σε ψυχίατρο μπας και «ντριμπλάρουν» έτσι τις επερχόμενες μηνύσεις (βλ. περίπτωση Κιν-Χάαλαντ), και με το πως θα μετριάσουν την κατακραυγή και το -δικαιολογημένο- «γλέντι» που θα ακολουθήσει. Σφαλιαρίτσες, κλωτσιές σε συμπάικτες, οικονομικοί εκβιασμοί σε ομάδες κλπ. τέλος. Καλώς ήρθες, Ζλάταν, στην πραγματικότητα που εσύ επέλεξες.
Γιάννης Τσαούσης
Κοπιάστε στο... fightclub@sday.gr