When worlds collide… Δύο κόσμοι που συγκρούονται παρά αλληλεπιδρούν μεταξύ τους είναι η πρώτη εντύπωση που προκαλεί η αναπάντεχη αυτή συνεργασία των METALLICA με τον Lou Reed. Η μεγαλύτερη metal μπάντα του πλανήτη από τη μία πλευρά, ένας από τους σημαντικότερους rock εκφραστές των late 60’s που υπέστη θεραπεία με ηλεκτροσόκ ως έφηβος από την άλλη. Πως προέκυψε όμως αυτή η συνεργασία, αναρωτήθηκε κανείς; Θα πρέπει να πάμε δύο χρόνια πίσω όταν το Rock And Roll Hall Fame γιόρτασε την 25η επέτειο του καλώντας στο Madison Square Garden της Νέας Υόρκης για μια διήμερη συναυλία αρκετούς από τους μουσικούς και τα συγκροτήματα που έχουν τιμηθεί όλα αυτά τα χρόνια για την προσφορά τους στον ευρύτερο χώρο του rock and roll όπως οι Jerry Lee Lewis, U2, Patti Smith, Bruce Springsteen & The E Street Band, Simon & Garfunkel, Metallica, R.E.M., Mick Jagger, Jeff Beck, Aretha Franklin, Stevie Wonder, Sting και αρκετοί άλλοι.
Οι METALLICA οι οποίοι είχαν ενταχθεί έναν μόλις χρόνο πριν στο Hall Of Fame εμφανίστηκαν στη σκηνή παίζοντας τραγούδια από τη δισκογραφία τους αλλά και διασκευές σε τραγούδια επίσης εισαχθέντων συγκροτημάτων όπως οι BLACK SABBATH, THE KINKS και VELVET UNDERGROUND με τη παρουσία των Ozzy Osbourne, Ray Davies και Lou Reed αντίστοιχα. Απομονώνουμε το jam με τον Lou Reed και συνεχίζουμε την ιστορία μας... Υπεύθυνος για την ιδέα να καλέσουν τον Lou Reed και να παίξουν μαζί τα “White light/White heat” και “Sweet Jane” ήταν ο manager των METALLICA, Peter Mensch. Μια ιδέα που ενώ δεν φάνηκε να ευδοκιμεί όταν πρωτοσυναντήθηκαν λόγω του αποστασιοποιημένου και στα όρια του αλαζόνα Lou Reed, στο τέλος αποχαιρετίστηκαν με ένα τεράστιο χαμόγελο στα χείλη του ιδιόρρυθμου Νεοϋορκέζου, προτείνοντας στα μέλη των METALLICA να κάνουν ένα άλμπουμ μαζί, χωρίς οι τελευταίοι να έχουν συνειδητοποιήσει ότι σοβαρολογούσε.
Η αρχική ιδέα ήταν να επαναηχογραφήσουν κάποια από τα πιο obscure τραγούδια του Lou Reed, δίνοντάς τα έτσι μία δεύτερη ευκαιρία όπως και κάποιες ιδέες του που είχαν παραμείνει σε demo επίπεδο. Κάποια από τα ακυκλοφόρητα τραγούδια ήταν βασισμένα πάνω στον χαρακτήρα μιας ηρωίδας του θεατρικού συγγραφέα Frank Wedekind, με το όνομα Lulu από τα έργα “Earth spirit” (1895) και “Pandora’s box” (1903). Η ιστορία της κακοποιημένης χορεύτριας που την πλημμυρίζει μια ασυγκράτητη λαγνεία, ενσαρκώνοντας τη δύναμη του κακού, ξεπαστρεύοντας τους άνδρες τον ένα μετά τον άλλο είχε γοητεύσει τόσο πολύ τον Lou Reed που ήθελε αρχικά να το ανεβάσει ως musical στο Βερολίνο μέχρι που συνάντησε τους METALLICA. Οι ηχογραφήσεις ξεκίνησαν στα τέλη Απριλίου του 2011 στη βάση των METALLICA, τα HQ studios και το αποτέλεσμα είναι το “Lulu”.
Με την μοναδική ακρόαση έξι τραγουδιών από τα δέκα που θα περιέχει τελική έκδοση έχουμε βγάλει κάποια συμπεράσματα των οποίων τα οποία δεν διαφέρουν και πολύ από την αρχική εντύπωση που έκανε το “The view” που έχουν διαθέσει προς ακρόαση στο YouTube. Αυτό που κυριαρχεί σε όλες τις συνθέσεις είναι η παντελής έλλειψη της δομής που έχουμε συνηθίσει, couple/refrain/solo κτλ. Δεν υπάρχει κάποιο εισαγωγικό riff που να αναπτύσσεται στη συνέχεια, με γέφυρες ή αλλαγή ρυθμού αλλά ένα βασικό κιθαριστικό riff, σχετικά εμπνευσμένο, όπου πάνω σε αυτό πατάει ο Lou Reed και αφηγείται τους στίχους του, χωρίς να παρεμβάλλεται κάποιο solo εκτός από κάποια feedback guitar loops. Αν κάποιος θέλει να εμβαθύνει στο “Lulu” εκεί είναι που θα πρέπει να δώσει την απαραίτητη προσοχή, έχοντας πάντα τους στίχους μπροστά του, μιας και η μουσική έχει συνοδευτικό χαρακτήρα και η φωνή είναι τοποθετημένη με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι καθαρή και ευκρινής και σχεδόν εκτός μίξης. Θα μπορούσαμε να απλά να πούμε ότι οι METALLICA λειτουργούν ως back-up μπάντα του Lou Reed αλλά αυτό δεν θα μπορούσε ποτέ να συμβεί μιας και μιλάμε –επαναλαμβάνω- για τους METALLICA.
Το “Brandenburg Gate” που ανοίγει το δίσκο ήταν το μοναδικό τραγούδι που οι δύο αυτοί κόσμοι φαντάζουν να εναρμονίζονται λιγάκι μιας και ηχεί πιο rock, έχοντας μια country χροιά ενώ το “The view” έχει ένα αργόσυρτο riff που κυριαρχεί σε όλο το τραγούδια με τον James Hetfield να είναι η μοναδική φορά που αναλαμβάνει κάποια -ελάχιστα- lead φωνητικά. Στο “Mistress Dread” μπορεί να σας φανεί αστείο αλλά οι METALLICA παίζουν ένα thrash riff που όμοιό του έχουμε να ακούσουμε από την εποχή του “Dyers eve” με το outro να θυμίζει το αντίστοιχο του “Disposable heroes” αλλά η χαρά θα πρέπει να κοπεί εκεί μιας και ο Lou Reed με τον αφηγηματικό τρόπο ερμηνείας του και τις απαγγελίες κόβει αρκετά από τη δυναμική του τραγουδιού και σε αποσυντονίζει. Το “Iced honey” έχει μια όμορφη εισαγωγή και για πρώτη φορά ακούμε τον Lou Reed να πατάει πάνω σε μία μελωδική γραμμή και τον James Hetfield να είναι πιο αισθητός. Το “Frustration” έχει μία “Load” riff νοοτροπία, έναν avant-garde αέρα και μία μουσικότητα ώστε να μπορέσει κάποιος να το αποκαλέσει κανονικό τραγούδι. Για το τέλος ακούσαμε το “Dragon” που καθ’ όλη την 11-λεπτη διάρκειά του ακούμε ένα βαρύ και αργόσυρτο μονοδιάστατο riff, που όσο καλό κι αν είναι δεν δικαιολογεί τη διάρκειά του.
Με λίγα λόγια το “Lulu” δεν πρόκειται για ένα άλμπουμ που θα το βάλεις και θα το ακούσεις όπως κάποιο από τις προηγούμενες δουλειές των METALLICA. Οι απαγγελίες του Lou Reed κυριαρχούν σε τέτοιο βαθμό που σε στιγμές σε κουράζει. Από τη πλευρά τους βέβαια και οι δύο έχουν ξεκαθαρίσει τη θέση τους ότι πρόκειται για ένα εγχείρημα αρκετά διαφορετικό απ’ ότι τους έχουμε συνηθίσει. Αυτό που εμένα με εντυπωσίασε ήταν ο ήχος των METALLICA και ιδιαίτερα ο ήχος των drums και προσωπικά αναμένω τον διάδοχο του “Death magnetic” για να κρίνω την ίδια τη μπάντα. Το avant-garde δεν ταιριάζει στους METALLICA όπως και του Lou Reed ο metal ήχος. Οι ήχοι τους δεν συντονίζονται και η προσθήκη κάποιων εγχόρδων και continuum δεν προσθέτουν κάτι ιδιαίτερο. Όσο μεγαλεπήβολο κι αν φάνταζε το όλο project το τελικό αποτέλεσμα δεν τους κολακεύει. Ο μόνος που φαίνεται να βγαίνει κερδισμένος είναι ο Lou Reed, ο οποίος καταφέρνει να περάσει σε μία γενιά κι ένα φάσμα ακροατών που δεν είχε ασχοληθεί ποτέ μαζί του, με τους πιο ενημερωμένους να έχουν στη δισκοθήκη τους το “The Velvet Underground & Nico” του 1967 και άντε να έχουν ακούσει τα “Perfect day” και “Walk on the wild side”, από την άλλη βέβαια και το δικό του κοινό δεν γνωρίζω αν υφίσταται και αν και κατά πόσο είναι ενεργό.
Οι METALLICA από την άλλη είναι μία μπάντα που έχει κατακτήσει όλες τις μουσικές κορυφές που μπορεί φανταστεί ο ανθρώπινος νους και όπως έχουν δηλώσει πλέον προσπαθούν να κάνουν πράγματα που να τους ιντριγκάρουν. Αυτό μπορεί να είναι μία συνεργασία με την συμφωνική ορχήστρα του San Francisco ή μία συναυλία στο Tuktoyaktuk. Ο καθένας είναι ελεύθερος να πράττει όπως θέλεις και στο τέλος κρίνεται. Εγώ βγάζω το καπέλο στον Lou Reed που κατάφερε να κερδίσει τον σεβασμό μίας μπάντας που δύσκολα ανοίγεται και δεν δέχεται εύκολα τρίτους στους κόλπους της. Αν ζούσε ο αείμνηστος Cliff Burton, ο οποίος ήταν και ο μοναδικός που δήλωνε μεγάλος του οπαδός θα έβρισκα μία μικρή αφορμή αλλά ακούγοντας το “Lulu” δεν μπορώ να διακρίνω την ήταν αυτό που τους σαγήνευσε, τουλάχιστον σε μουσικό επίπεδο. Περισσότερα όταν θα ακούσουμε το “Lulu” στην ολοκληρωμένη τους μορφή και μετά από περισσότερες ακροάσεις. Για την ώρα μια συνεργασία με τον Glenn Danzig θα μου φαινόταν πιο ελκυστική…
Ολόκληρο το άρθρο στο rockhard.gr