Τις δεκαετίες του ‘80 και του ‘90 το να φύγει ένας Αργεντινός ποδοσφαιριστής από τη χώρα του για να παίξει μπάλα στην Ευρώπη, ήταν όνειρο εφάμιλλο του Έλληνα της δεκαετίας του ‘60, που έφευγε για να γίνει «γκασταρμπαίτερ» στη Γερμανία ή ανθρακωρύχος στο Βέλγιο. Και οι δυο τους ήξεραν ότι η προσαρμογή στις νέες συνθήκες θα ήταν δύσκολη. Και οι δυο τους ήταν στεναχωρημένοι για το γεγονός ότι θα άφηναν τη χώρα τους. Και οι δυο τους όμως είχαν ζωντανή την προσδοκία (που συνήθως εξελισσόταν σε βεβαιότητα) μιας καλύτερης ζωής. Ενός ανώτερου βιοτικού επιπέδου, με εισροή χρημάτων ικανή να θρέψει τόσο τους ίδιους όσο και τους ανθρώπους που τυχόν είχαν αφήσει πίσω στην πατρίδα.

Η μαζική αυτή μετανάστευση στέφθηκε από απόλυτη επιτυχία. Παρότι τον δρόμο είχε ανοίξει ο Πελέ και η Βραζιλία που μεταξύ 1958-70 μάγευε τα πλήθη όπου γης και η Αργεντινή του Ντιέγο το ‘86, οι δύο αυτές δεκαετίες είναι που έκαναν τους Βραζιλιάνους και τους Αργεντινούς ποδοσφαιριστές κορυφαία εξαγώγιμα προϊόντα των χωρών τους. Μπαίνοντας πλέον στο 2000, η αγορά αμφότερων των χωρών ήταν ήδη «οργωμένη» από δίκτυα σκάουτερ, κυρίως ευρωπαϊκών ομάδων, οι οποίοι προσπαθούσαν να τις «ξεζουμίσουν» από όσες σταγόνες ταλέντου διέθεταν, με σκοπό να γίνουν μεταπράτες (μοσχο)πουλημένων μεταγραφών για πλούσια ευρωπαϊκά κλαμπ.

Κι ενώ η Αργεντινή μπήκε στη δίνη της δικής της ύφεσης και η εξαγωγή ποδοσφαιριστών έγινε εθνική ανάγκη περισσότερο από ποτέ, η Βραζιλία εδώ και λίγα χρόνια έχει μπει σε τελείως διαφορετική ρότα. Από τoν Οκτώβριο του 2007 που πήρε το χρίσμα για να διοργανώσει το Παγκόσμιο Κύπελλο του 2014 το χρήμα άρχισε, αίφνης, να ρέει στη χώρα με τη σέσουλα, κάνοντας την -κάποτε απωθητική- προοπτική του επαναπατρισμού ιδανικό δέλεαρ για πολλούς λατινοαμερικανούς. Έτσι, από εκεί που τα προηγούμενα χρόνια ο κανόνας για τους παίκτες που είχαν ήδη κάνει όνομα στην Ευρώπη ήταν να επιστρέφουν στα 33-34, ίσα για ένα τελευταίο συμβόλαιο, τώρα οι περισσότεροι σε πρώτη ευκαιρία «την κάνουν» για Campeonato Brasileiro.

Τα παραδείγματα άφθονα: Πρώτος και καλύτερος ο Ροναλντίνιο. Από τις τελευταίες «δικές μας» περιπτώσεις οι Σίλβα, Μάτος και Γκάμπριελ. Ο Ντάνιελ Καρβάλιο, κάποτε διεθνής ακραίος μέσος, επέστρεψε από τη Ρωσία στην Ατλέτικο Μινέιρο το 2010. Ο Κλέμπερσον, η χάρη του οποίου έφτασε μέχρι την Μάντσεστερ έχει γυρίσει από το 2007 στην πατρίδα. Ο Κάρλος Αλμπέρτο έχει αλλάξει 5 ομάδες στη Βραζιλία ως δανεικός από το 2008. Ο Αντριάνο εδώ και τρία χρόνια -με μόνη διακοπή ένα μικρό, αποτυχημένο, πέρασμα από τη Ρόμα. Ο Ζουνίνιο Περναμπουκάνο, έστω και τώρα. Ο Μπραντάο από φέτος στην Κρουζέιρο (ως δανεικός από τη Μαρσέιγ). Ο Φρεντ, που μετά από 4 χρόνια στη Λιόν επέστρεψε από το 2009 στη Φλουμινένσε. Ο Ντέκο, κι αυτός στη «Φλου» από πέρυσι. Ο Φάμπιο Ρόσεμπακ, που αφού είδε κι απόειδε ότι δεν τον θεωρούν τίποτα το σπουδαίο στην Ευρώπη βρήκε, από το 2009, την ησυχία του στη Γκρέμιο. Ο «πολύς» Αντρές Ντ’ Αλεσάντρο βρίσκεται από το 2008 στην Ιντερνασιονάλ. Ακόμα κι ο Μάρκος Ασουνσάο -τον θυμάστε μεταξύ 1999 και 2002 στη Ρόμα;- γύρισε πέρυσι, στα 34 του, στην Παλμέιρας. Ο Ελάνο, που χρυσοπληρώθηκε από την Σίτι, έκανε την τουρνέ του και στην Τουρκία, επέστρεψε το 2010 στη Σάντος και είναι πανευτυχής. Αμ ο Λουίς Φαμπιάνο; Που τον ήθελε η μισή Ευρώπη κι αυτός υπέγραψε στα 30 του 4ετές συμβόλαιο με τη Σάο Πάολο, τρελός είναι; Ή ο Ντενίλσον, που άφησε την Άρσεναλ ως δανεικός για να πάει στην ίδια ομάδα επειδή «βαρέθηκε να μην κερδίζει τρόπαια»; Ακόμα και για τον μεγάλο Ριβάλντο βρέθηκε «γλυκό ψωμί» στη χώρα, παρά τα 39 χρόνια που βαραίνουν τις πλάτες του.

Η -σχεδόν σίγουρη- μεταγραφή του Τέβεζ στην Κορίνθιανς έναντι 50εκ. λιρών είναι ο τελευταίος (μέχρι τον επόμενο) κρίκος στη μακρά αυτή αλυσίδα του νέου trend με τίτλο «αφήστε με να παίξω στη Βραζιλία αλλιώς θα κρατήσω την αναπνοή μου μέχρι να σκάσω». Οι λεπτομέρειες της απαίτησης μπορεί κάθε φορά να είναι διαφορετικές: Άλλοτε θα έχουν να κάνουν με νοσταλγία/μελαγχολία, άλλοτε με οικογενειακά προβλήματα, άλλοτε με «να απαλλαγούμε από ένα βαρύ συμβόλαιο», «δεν απέδωσε τα αναμενόμενα» ή οτιδήποτε άλλο. Ο κοινός, όμως, παρονομαστής λέει ότι τα πράγματα είναι απλά: Οι παίκτες αυτοί έφυγαν από μια χώρα που αγαπούσαν γιατί δεν μπορούσε να τους δώσει τα χρήματα που θα έπαιρναν αλλού. Και τώρα θέλουν να γυρίσουν διότι τα οικονομικά μεγέθη μεταξύ Ευρώπης και Λ. Αμερικής έχουν συγκλίνει -και θα παραμείνουν έτσι τουλάχιστον μέχρι το 2014, χώρια τις ατομικές χορηγίες και τα διαφημιστικά συμβόλαια που είναι σε πλήρη άνθηση για τον ίδιο λόγο.

Έτσι ο Τέβεζ, και κάθε Τέβεζ, στα 21, τα 24 ή τα 27 του, βάζει και θα βάζει την ποιότητα ζωής μπροστά απ’ όλα τα υπόλοιπα. Κι αφού κατάφερε να γίνει «πρώτος στην πόλη», γιατί να μη γυρίσει και να είναι «βασιλιάς στο χωριό», ειδικά όταν θα κερδίζει τα ίδια -ίσως και περισσότερα- χρήματα αγωνιζόμενος σε συνθήκες (τουλάχιστον) πιο χαλαρές από αυτές της διαρκούς απαίτησης σε κορυφαίο ευρωπαϊκό διασυλλογικό επίπεδο;

Γιάννης Τσαούσης

Κοπιάστε στο... fightclub@sday.gr

ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube