Έφτασε λοιπόν. Από τη Γιοκοχάμα και το Βραζιλία–Γερμανία πέρασαν τέσσερα χρόνια και ακόμα ένα Μουντιάλ ξεκινά. Θυμάμαι τη δεκαετία του '70 πόσο μακριά μας φαινόταν το επόμενο, όταν τελείωνε ένα Παγκόσμιο Κύπελλο. Όταν είσαι παιδί, μια μέρα μοιάζει με αιωνιότητα. Πόσω μάλλον μια τετραετία.
Μεγαλώνοντας, κάποια πράγματα δεν έχουν πια την ίδια μαγεία. Απομυθοποιούνται, όπως πολύ σωστά έγραφε χθες ο Αλέξης Σπυρόπουλος. Προσωπικά όμως αυτή η μέρα, που έρχεται κάθε τέσσερα χρόνια, παραμένει στο μυαλό μου ως ξεχωριστή. Παγκόσμιο Κύπελλο. Ακούγαμε πάντα τις δύο λέξεις να συνοδεύονται από την ετικέτα «το μεγαλύτερο ποδοσφαιρικό γεγονός στον πλανήτη». Παραμένει. Αν και η γιγάντωση του Τσάμπιονς Λιγκ το απειλεί. Δεν πρόκειται όμως να το λυγίσει. Γιατί το Μουντιάλ είναι κάτι διαφορετικό. Είναι οι χώρες που μετέχουν, είναι η προσμονή που τις συνοδεύει, είναι η ικανότητα να συνδυάζει σε μια ομάδα τα πάντα: τη συνύπαρξη παραδοσιακών αντιπάλων, το να ενώνει οπαδούς που στην εξέδρα δεν θα βρεθούν ποτέ μαζί, απενοχοποιεί το να φωνάξεις υπέρ ενός παίκτη τον οποίο, επειδή ανήκει στο αντίπαλο δέος, στον μικρόκοσμο της καθημερινότητας δεν μπορείς να παραδεχτείς ως αξία. Αυτό είναι το Μουντιάλ. Το άκουσμα του εθνικού ύμνου. Η σημαία. Τα χρώματα της φανέλας. Αν το ποδόσφαιρο είναι η απάντηση, τότε η ερώτηση έχει δεκάδες διαφορετικές εκδοχές. Το Μουντιάλ φέρνει για ένα μήνα ανθρώπους εντελώς διαφορετικής κουλτούρας, δουλειάς, θρησκείας, χρώματος, κοινωνικής τάξης πολύ κοντά. Να παρακολουθούν με το ίδιο ενδιαφέρον και την ίδια αγωνία ένα ματς!
Γι' αυτό κάθε τέσσερα χρόνια τέτοια μέρα νιώθουμε και πάλι παιδιά. Αν μη τι άλλο, είναι ένα συναίσθημα μονάκριβο! Όλοι έχουν ένα βίωμα από την παιδική ηλικία, βλέποντας μπάλα. Και συνήθως προέρχεται από το Μουντιάλ. Το '70 οι άνθρωποι που είχαν τηλεόραση ήταν ελάχιστοι και ανακάλυπταν σε κάθε σπουδαίο ματς ότι οι συγγενείς τους ήταν πιο πολλοί από τις κουμπαριές του Μητσοτάκη! Το '74 το Μουντιάλ έγινε αφορμή να μπουν τηλεοράσεις σε όλο και περισσότερα σπίτια και κυρίως σε ταβέρνες και καφενεία, που αλλιώς θα έχαναν πελατεία. Το '78 κάποιες πιτσαρίες έβαλαν έγχρωμη τηλεόραση και πολλαπλασίασαν το κοινό τους, που έβλεπε πια σε χρώμα τη Βραζιλία και την Αργεντινή.
Το '82 οι συγκεντρώσεις στα σπίτια των λίγων τυχερών που είχαν εκτός από έγχρωμη τηλεόραση και το μαγικό κουτί του βίντεο ήταν το απόλυτο must. Το '86, στο Μεξικό, τα ματς ήταν αργά και κάποιοι ανακάλυψαν την άδεια από τη... σημαία την επόμενη μέρα στη δουλειά.
Είμαι βέβαιος πως καθένας από εσάς έχει τη δική του ιστορία από μια τέτοια βραδιά. Κι αυτό το Μουντιάλ, που έχουμε από σήμερα στη ζωή μας και για ένα μήνα, βοηθάει για να φτιάξουν τις δικές τους μικρές ιστορίες τα σημερινά παιδιά. Γιατί οι ώρες είναι καλές, γιατί δεν πρόκειται να περάσει στο ντούκου όπως το προηγούμενο, κατά το οποίο όλος ο κόσμος δούλευε και σε τελική ανάλυση ήταν μετριότατο, χωρίς ούτε ένα αξιομνημόνευτο ματς.
Αν θα είναι καλό Μουντιάλ, δεν ξέρω. Εξαρτάται τι εννοούμε καλό. Ψάχνοντας όλο το τελευταίο τρίμηνο στοιχεία, φωτογραφίες, γεγονότα από το παρελθόν, βρήκα αποκόμματα από τις ανασκοπήσεις παλιών Μουντιάλ. Μεγάλοι αρθρογράφοι, Ελληνες και ξένοι, σπουδαία περιοδικά, το «World Soccer», το «Guerin Sportivo», το «Onze», o «Πρωταθλητής», πολλές γνώμες. Ο τελικός του 1970 στο Μεξικό; Πολύ μέτριος. Το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1978; Το χειρότερο ποιοτικά. Το Μουντιάλ του 1982; Μια καταστροφή οργανωτικά και αγωνιστικά. Εκείνο του 1974, χωρίς φαντασία και χωρίς κάτι το ιδιαίτερο από τακτικής άποψης! Τα διαβάζεις σήμερα και τρελαίνεσαι. Μέτριος τελικός το Βραζιλία – Ιταλία (4-1) το 1970; Συγκρινόμενος με ποιον; Αν ο συνάδελφος μπορούσε να δει στο μέλλον, για παράδειγμα τον επόμενο τελικό Βραζιλία–Ιταλία του '94, θα έκανε χαρακίρι με αυτά που έγραφε! Το Μουντιάλ του '78 το χειρότερο; Συγκρινόμενο με το '70, το '66, το '54, σίγουρα ναι. Αλλά με αυτά που ακολούθησαν; Του 2002, του 1994, του 1990; Σαν να συγκρίνουμε τη φωνή του Παβαρότι με τον Τάσο Μπουγά!
Οσο για το '74 και το ότι δεν πρόσφερε τίποτα καινούργιο από τακτικής πλευράς, ο άνθρωπος που το έγραψε μάλλον δεν πήρε πρέφα κάτι για το τόταλ φούτμπολ, την Ολλανδία, τη Γερμανία, την Πολωνία και τον αέρα του διαφορετικού που έφεραν.
Συμβαίνει! Οσο κι αν μας ξαφνιάζει σήμερα. Γιατί η ιστορία έχει αυτή την ιδιοτροπία. Οφείλεται να αποτιμάται χρόνια ύστερα από τα γεγονότα. Σπάνια καταλαβαίνεις πως αυτό που γίνεται μπροστά σου είναι σημείο αναφοράς! Και φυσικά η ιστορία αξιολογείται μόνο με ανθρώπινα κριτήρια. Κανένα κομπιούτερ δεν μπορεί να συλλάβει το μεγαλείο του ανθρώπινου νου.
Αυτό το Μουντιάλ, που αρχίζει σε λίγες ώρες, θα το δούμε και θα το κρίνουμε τώρα. Θα το αποτιμήσουμε όμως αληθινά ύστερα από μια δεκαετία. Εκείνο του 1994, πλέον μπορεί να κριθεί ως μετριότατο. Οι αναλαμπές κάποιων παικτών και ομάδων δεν θα σώσουν μια διοργάνωση. Εκείνο του 1990 ήταν άκρως απογοητευτικό. Του 2002 τώρα αρχίζουμε να καταλαβαίνουμε πως η πρώτη γέυση που μας άφησε ήταν ίδια με την τωρινή: αδιάφορη!
Πάνω απ' όλα, όμως, κάθε Μουντιάλ είναι ένα επεισόδιο στο σίριαλ της ζωής, όπως πολύ εύστοχα γράφει ο Δημήτρης Μίγγας στο βιβλίο του «Στα ψέματα παίζαμε» (Εκδόσεις «Μεταίχμιο»). Ο καθένας μας ζει κάτι διαφορετικό, ξεχωρίζει αυτό που το δικό του μυαλό αξιολογεί. Σε κάθε ταινία υπάρχουν ρόλοι. Και ένας σκηνοθέτης. Τις σκηνές της ταινίας των δικών μας Μουντιάλ τις διαλέγουμε μόνοι μας. Και απονέμουμε και τα προσωπικά μας Οσκαρ. Καλή διασκέδαση!