Από εκείνες τις μέρες του Ιουνίου και του Ιουλίου του 2004, μοιάζει σαν να μην έχει περάσει ούτε μια μέρα αλλά και σαν να έχει περάσει ένας ολόκληρος αιώνας ταυτόχρονα. Σαν χθες είναι που πανηγυρίζαμε στους δρόμους, τις πλατείες, τα σπίτια μας, βγαίναμε έξω και κορνάραμε σαν τρελοί, περνάγαμε από το Σύνταγμα (για τελείως διαφορετικούς λόγους τότε απ’ ό,τι σήμερα…), χορεύαμε αγκαλιά με άγνωστους, γινόμασταν όλοι μια παρέα. Ζούσαμε την απόλυτη ηδονή, το άπιαστο όνειρο και το ζούσαμε στο μάξιμουμ – πιθανότατα διότι μέσα μας, παρόλη τη μέθη της στιγμής, γνωρίζαμε πως δεν θα το ξαναζήσουμε όλο αυτό ούτε εμείς, ούτε οι επόμενες γενιές.
Αλλά ταυτόχρονα, σε αυτά τα 7 χρόνια που πέρασαν από τότε, δεν έγινε ούτε μισό βήμα μπροστά στο ελληνικό ποδόσφαιρο, στη νοοτροπία, στις υποδομές, στην καταπολέμηση της βίας, στις συμπεριφορές των παραγόντων, την «ειρήνη» ανάμεσα στους οπαδούς, τη βελτίωση του αθλήματος. Αντίθετα, μόνο άλματα προς τα πίσω έγιναν. Και σήμερα, 7 χρόνια μετά από Εκείνη τη στιγμή, όλη η Ελλάδα ακούει συνομιλίες, βλέπει παράγοντες και εμπλεκόμενους στην υπόθεση με χειροπέδες, ακούει χυδαίες εκφράσεις βιασμού του αθλήματος που αγαπάει και δεν ξέρει τι είδους αύριο υπάρχει για το επαγγελματικό ποδόσφαιρο.
Το μπάσκετ, από το 1987 και την πρώτη θέση στο Ευρωμπάσκετ, ποτέ δεν ξέπεσε, δεν απαξιώθηκε, δεν κλονίστηκε, δεν έχασε το έρεισμά του στον κόσμο. Κι όχι ότι τα πήρε όλα σβάρνα από τότε μέχρι σήμερα – ένα ασημένιο ακολούθησε το 1989 και μετά πέρασαν πολλά χρόνια για να ξαναπατήσει κορυφή η Εθνική μας. Υπήρχαν όμως προσωπικότητες που το κράτησαν ψηλά, υπήρχαν προπονητές που ασχολήθηκαν μ’ αυτό, παράγοντες που έβαλαν λεφτά. Ήρθαν επιτυχίες σε συλλογικό επίπεδο τη δεκαετία του ’90 με την κατάκτηση της Ευρωλίγκας από Παναθηναϊκό και Ολυμπιακό το 1996 και 1997. Είχαν προηγηθεί συμμετοχές σε final – four από Άρη, ΠΑΟΚ, Παναθηναϊκό και Ολυμπιακό. Και κάπως έτσι, το μπάσκετ ποτέ δεν κινδύνεψε από «ασιτία», δεν έμεινε ολομόναχο από κόσμο και παράγοντες, τα παιδάκια ποτέ δεν σταμάτησαν από το ’87 και μετά να συρρέουν στα γηπεδάκια μπάσκετ και να προσπαθούν να κάνουν ένα σπάσιμο μέσης ή ένα τζαμπ – στοπ, στην «Επίσημη Αγαπημένη» δεν κάναμε ποτέ νερά.
Το ποδόσφαιρο αντίθετα, δεν καλόπεσε. Ούτε οι παίκτες που πήραν το Euro κατάφεραν να εξαργυρώσουν εκείνη την επιτυχία με καριέρα στο εξωτερικό – όσοι πήγαν, είτε έκαναν μια «αρπαχτή» μικρής διάρκειας είτε γύρισαν μετά από λίγο στα πάτρια. Ο κόσμος «ξέχασε» γρήγορα αυτά που τον ένωναν με τον απέναντι και συνέχισε να εμμένει και να επιμένει σ’ αυτά που τον χώριζαν και τον χωρίζουν – αυτοί που πανηγύριζαν αγκαλιά τον Ιούλιο του 2004, πιθανότατα κάπου συναντήθηκαν τα επόμενα χρόνια, κρατώντας ο ένας ένα καδρόνι κι ο άλλος ένα κρυπτονάιτ. Οι παράγοντες συνέχισαν να κάνουν τη δουλειά τους και να συντηρούν την πόλωση. Οι εφημερίδες και τα sites, να υποδαυλίζουν την καφρίλα.
Η κεφαλαιοποίηση του Euro δεν έγινε ποτέ. Χάθηκε ανάμεσα σε σκάνδαλα, Παράγκες, στησίματα, απειλές, εκβιασμούς, παράνομο στοιχηματισμό και προκαθορισμένα αποτελέσματα. Θα ήθελα πάρα πολύ να επιστρέψω στο 2004, να πανηγυρίσω, να βγω στους δρόμους και να κορνάρω μέχρι να χαλάσει η κόρνα, να φωνάξω μέχρι να κλείσει η φωνή μου, να χορέψω με άγνωστους, να φωνάξω για τη «φούστα του τσολιά» και τι συμβαίνει «όσο νυχτώνει», να αισθανθώ Βασιλιάς στην κορυφή του κόσμου έστω και για μια μέρα. Ξέρω ότι δεν γίνεται όμως.
Και το Σύνταγμα είναι «ρεζερβέ» όχι για πανηγύρια, αλλά από αγανάκτηση. Πόσο κρίμα που αυτά τα 7 χρόνια που μεσολάβησαν από τότε μέχρι σήμερα, αντί να σημάνουν την αναγέννηση του ελληνικού ποδοσφαίρου, θύμισαν μια επταετία, που παραπέμπει σε ποδοσφαιρική Χούντα, από την οποία κανένα Πολυτεχνείο δεν θα μας απαλλάξει και κανένας Κωνσταντίνος Καραμανλής, άρτι αφιχθείς από Παρίσι, δεν θα σηματοδοτήσει το νέο ξεκίνημα.
Κώστας Βαϊμάκης
Κοπιάστε στο... fightclub@sday.gr