Η εικόνα του ΠΑΟ, κυρίως από τα μέσα Φεβρουαρίου και μετά, δείχνει να ακολουθεί πιστά το γνωστό αξίωμα «αν είναι κάτι να πάει στραβά, θα πάει».
Από το παιχνίδι του «Καραϊσκάκης» και μετά ο Παναθηναϊκός έχει δώσει 10 αγώνες (7 στο πρωτάθλημα και 3 στα πλέι οφ), εκ των οποίων νίκησε στους τρεις, ήρθε ισόπαλος στους δύο και ηττήθηκε στους άλλους πέντε.
Η διαφορά τερμάτων στα εν λόγω παιχνίδια είναι 12-14, ενώ αξιοσημείωτο είναι ότι ο Σισέ -που είχε σκοράρει 17 φορές μέχρι τότε στη διοργάνωση- πέτυχε μόλις άλλα τρία στο τρίμηνο που μεσολάβησε.
Η θλιβερή εικόνα της ομάδας στο γήπεδο στους αγώνες αυτούς, σε συνδυασμό με την διαρκώς αυξανόμενη γκρίνια/πίεση από την κερκίδα και τις διοικητικές εκκρεμότητες, που σωρεύονται όσο περνάει ο καιρός, έπεσαν σαν σωρός από μάλλινες κουβέρτες πάνω σ’ ένα σώμα που ψάχνει μια δροσερή γωνιά να κοιμηθεί ένα αυγουστιάτικο καλοκαίρι. Η πάροδος του χρόνου δεν λειτούργησε σαν γιατρικό, η -έστω και πρόσκαιρη- αγωνιστική λύτρωση που θα έδινε κουράγιο για τη συνέχεια δεν ήρθε, το εμπορευματικό υπερωκεάνιο φορτωμένο με δεσμίδες 500ευρα δεν φάνηκε ποτέ στον ορίζοντα κι έτσι (μοιραία) το υπόστρωμα της υπομονής κατέρρευσε. Απότέλεσμα αυτού είναι όλες οι δημόσιες αντιδράσεις του τελευταίου καιρού:
Από τα εμφανή νεύρα των παικτών εντός αγωνιστικού χώρου και τις δηλώσεις-εκκλήσεις Καραγκούνη και Τζόρβα προς τους μετόχους, μέχρι την προτροπή για άμεση ανάληψη ευθυνών προς τους παίκτες από τον Δημήτρη Γόντικα και την επιθετική ανακοίνωση της λέσχης φίλων του Παναθηναϊκού «Παναθηναϊκών παρέμβαση».
Κοινή συνισταμένη της πλειοψηφίας των -εκατέρωθεν- «καρφιών» και των «υψωμένων δακτύλων» είναι ότι ονοματίζουν τους ποδοσφαιριστές ως τους κύριους υπαίτιους της κατάστασης που έχει δημιουργηθεί. Η διοίκηση και ο κόσμος τουλάχιστον, αυτό έχουν εκφράσει. Οι δημοσιογράφοι από την άλλη γέρνουν προς την ίδια κατεύθυνση, βάζοντας -όμως- ταυτοχρόνως στο γενικό πλάνο τόσο το διοικητικό κενό όσο και τις ευθύνες του Φερέιρα για τις αγωνιστικές επιλογές του.
Αποδυναμωμένο κομμάτι του παζλ αυτό το τελευταίο, όχι μόνο διότι ο Πορτογάλος ήρθε στη μέση της χρονιάς και διαχειρίζεται μία ομάδα που α) δεν την έφτιαξε ο ίδιος και β) δεν ενισχύθηκε έκτοτε, αλλά και διότι είναι ανέντιμο και άτοπο να κατηγορείς έναν άνθρωπο επειδή δεν έχει την αυτοπεποίθηση ή/και τον τρόπο να μεταδώσει στους παίκτες του την ανάγκη για νίκες και να ενισχύσει την πίστη στις δυνατότητές τους όπως π.χ. θα έκανε ο Μουρίνιο στη θέση του. Το χαρακτηριστικό αυτό είτε το έχεις ως άνθρωπος είτε όχι, πάντως δεν το αποκτάς στα 60 σου.
Πρακτικά, το χειρότερο είναι ότι οι παίκτες βρίσκονται μεταξύ της διοικητικής «Σκύλλας» η οποία «δεν αντέχει άλλο αυτή την κατάσταση» και της οπαδικής «Χάρυβδης» που εν πολλοίς συνοψίζεται στο υπεραπλουστευμένο «παίρνετε ένα σκασμό λεφτά, παίξτε μπάλα γιατί θα σας σπάσουμε τα μούτρα». Με τα δεδομένα αυτά δεν χρειάζεται να είναι κάποιος διπλωματούχος ψυχίατρος ή ψυχολόγος για να αντιληφθεί ότι τα πρόσωπα και τα λόγια των παικτών του ΠΑΟ φανερώνουν εκτός των άλλων την «σκούρα» εσωτερική τους μοναξιά και ότι το ψέλλισμά τους είναι η έκφραση του μηχανισμού άμυνας, που επεμβαίνει αυτοκλήτως για να προστατέψει τον καθέναν μας όταν βρίσκεται σε άβολη ή δεινή θέση επαγγελματικά και ηθικά.
Επειδή όμως η συγκεκριμένη «ποδοσφαιρική κατάθλιψη» δεν αντιμετωπίζεται με συνταγές και χάπια κι επειδή «για να γυρίσει ο ήλιος θέλει δουλειά πολλή», η αλήθεια είναι ότι ο κοντινός χρονικά αγωνιστικός ορίζοντας των τριών παιχνιδιών που υπολείπονται θα είναι μια άσκηση θάρρους και νεύρων για όλους. Μετά το πέρας τους, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, ένα «reboot» θα γίνει. Μέχρι τότε, όμως, η υπομονή θα είναι το ισχυρότερο όπλο στα χέρια όλων των εμπλεκομένων, ενώ τυχόν έλλειψή της θα κάνει τα ούλα να φανούν και τα νύχια να ακονιστούν. Και σ’ αυτή την περίπτωση το μόνο βέβαιο είναι ότι ούτε θα γλυτώσει κανείς, αλλά ούτε και θα ωφεληθεί.
Γιάννης Τσαούσης
Κοπιάστε στο... fightclub@sday.gr