Παραδοσιακά, και βασισμένοι στον υπερβάλλοντα ζήλο και την -εν μέρει ρομαντική, εν μέρει εμπορική- προσέγγιση τους στο παιχνίδι, οι προγραμματιστές παιχνιδιών ποδοσφαίρου για Η/Υ και παιχνιδομηχανές εφοδιάζουν μια σειρά παικτών με δυνατότητες πολύ πέρα από τις πραγματικές τους. Τους προσδίδουν χαρακτηριστικά υπερηρώων δηλαδή, με βασικό σκοπό να εκπληρώσουν στο εικονικό γήπεδο τόσους και τέτοιους «άθλους» που να κάνουν (κατ’ επανάληψη) πραγματικότητα τις πιο άγριες ποδοσφαιρικές φαντασιώσεις των εκάστοτε χειριστών τους.
Κάποιοι απ’ αυτούς τους ποδοσφαιριστές τρέχουν με την μπάλα στα πόδια όπως το «Μπιπ Μπιπ» όταν το κυνηγάει το κογιότ. Κάποιοι μπορούν να τους περάσουν ολους, ξανά και ξανά. Κάποιοι σκοράρουν κατά μέσο όρο δύο γκολ ανά παιχνίδι. Δεν σπάνε, δεν χαλάνε, δεν λυγίζουν, δεν απογοητεύονται, δεν τα παρατάνε. Η στατιστική απεικόνιση των κατορθωμάτων τους αποτελεί αντικείμενο θαυμασμού και συζητείται στην παρέα, μέχρι που κάποιος πετάγεται και ρίχνει την γειωτική ατάκα «φαντάζεστε να μπορούσε όλα αυτά να τα κάνει στ’ αλήθεια;». Κάπου εδώ, μπαίνει στο κάδρο ο Λιονέλ Μέσι.
Με το στάτους που τον περιβάλλει παγκοσμίως να είναι «θεϊκού» επιπέδου και τους χαρακτηρισμούς που τον ακολουθούν να ποικίλουν μεταξύ υπερθετικών και αποθέωσης, φαίνεται λογική η ευκολία με την οποία οποιοσδήποτε μπορεί να παρασυρθεί σκεπτόμενος ότι ένα σεβαστό κομμάτι του hype που τόσα χρόνια τον ακολουθεί είναι επίπλαστο. Ότι δημιουργήθηκε από την υπέρμετρη ανάγκη του κόσμου για λαϊκούς ήρωες, τις εταιρίες αθλητικής ένδυσης και υπόδησης που είδαν στο πρόσωπό του την κότα με τα χρυσά αυγά για την επόμενη 15ετία, τους κάθε λογής χορηγούς που έτρεξαν να προσεταιριστούν το πιο δυνατό «blue chip» μιας αγοράς που έχει πελάτες σε κάθε γωνιά του κόσμου, ακόμα και του δημοσιογραφικού κόσμου που θα φρόντιζε να «γυαλίζει το θρόνο του» σε κάθε ευκαιρία, με αντάλλαγμα πρώτη ύλη για τη δουλειά τους.
Εντούτοις, μια προσεκτική αναδρομή στην πορεία της καριέρας του Μέσι αποδεικνύει κάτι προφανές και πιο εντυπωσιακό από τα κατασκευάσματα του μυαλού και την προσπάθεια ένταξής τους σ’ ένα γενικότερο σύνολο: ότι ο Αργεντινός δεν χρειάζεται βοήθεια ή σπρώξιμο από κάπου για να κρατήσει για πάρτη του τον τίτλο του «καλύτερου», το καταφέρνει μόνος του! Συμπληρώνοντας πλέον εξήμισι χρόνια στην παγκόσμια ποδοσφαρική πασαρέλα (από τις 16/10/04, οπότε και έκανε ντεμπούτο στο ισπανικό πρωτάθλημα), ο Μέσι -με αταλάντευτο και σταθερό ρυθμό- πηγαίνει από επιβεβαίωση σε επιβεβαίωση.
Τι σημαίνει αυτό; Ότι επιβεβαιώνει προσδοκίες και γεννά αμέσως καινούριες, μόνο και μόνο για να τις επιβεβαιώσει κι αυτές στο επόμενο χρονικό διάστημα. Επίσης ότι η πορεία του ακολουθεί τόσο τη χρονική όσο και την ποδοσφαιρική του ωρίμανση χωρίς κενά, «μαύρες τρύπες» ή μακρόχρονες αποχές λόγω τραυματισμού (ταλαιπωρήθηκε περιστασιακά, κυρίως από θλάσεις). Από το 2004 μέχρι το καλοκαίρι του 2008 έπαιξε σε 110 αγώνες με την Μπαρτσελόνα σκοράροντας 42 φορές. Πολύ ωραια, όχι όμως «κορυφαία». Βεβαίως και ναι, αλλά μέχρι τότε α) δεν είχε κλείσει καν τα 21, β) θέλοντας και μη αναπτυσσόταν στη σκιά του Ροναλντίνιο και γ) είχε αρχίσει ήδη να διαχειρίζεται το «βάσανο» της ταμπέλας «νέος Μαραντόνα», συμμετέχοντας στο ΠΚ του 2006 και το Κόπα Αμέρικα της επόμενης χρονιάς με την Αργεντινή.
Το καλοκαίρι του 2008 ο Γκουαρντιόλα αναλαμβάνει προπονητής, ο Ροναλντίνιο πωλείται στη Μίλαν και η ομάδα φεύγει οριστικά από το μοτίβο του «ενός ανδρός αρχή», ξεκινώντας το τακτικό χτίσιμο εκείνο τα αποτελέσματα του οποίου θαυμάζουμε σήμερα. Το σημείο αυτό είναι κομβικό διότι η «έκρηξη» του Μέσι της επόμενης τριετίας ήρθε μέσω της εκπλήρωσης ενός ρόλου πάντα ενταγμένου στις ανάγκες του συνόλου -ακριβώς το αντίστροφο, δηλαδή, απ’ ότι του ζητείται άμεσα ή έμμεσα στην «αλμπισελέστε». Και μέσα απ’ αυτή την ποδοσφαιρική «υποταγή» βρήκε ο Αργεντινός το πεδίο της προσωπικής του απελευθέρωσης.
Από εκεί και μετά, ξεκινάει ο «τυφώνας Μέσι» που φτάνει στο σήμερα. Παίζοντας είτε δεξιά (συνήθως), είτε αριστερά, είτε πίσω από τον επιθετικό, είτε ακόμα κινούμενος στο χώρο του σέντερ φορ (πιο σπάνια), ο Μέσι παράγει. Είτε του βάλεις δίπλα και μπροστά του τον Μπελέτι, τον Αμπιντάλ, τον Ινιέστα, τον Χλεμπ, τον Βίγια, τον Ιμπραϊμοβιτς, τον Ετό, τον Άλβες, τον Πέδρο ή όποιον άλλον, αυτός θα φροντίσει να χρησιμοποιήσει τα όσα τετραγωνικά γηπέδου του δίνονται για να επιταχύνει, να ντριμπλάρει, να σουτάρει, να πασάρει. Σε κάθε ματς. Κι όταν, χωρίς να είναι ο μόνιμος εκτελεστής πέναλτι και φάουλ της ομάδας, έχει γράψει στο κοντέρ 135 γκολ και 52 ασιστς στα 153 παιχνίδια της τελευταίας τριετίας που έχει αγωνιστεί, σε ποια όρια μπορείς να τον κλείσεις;
Η κλιμάκωση της απόδοσης και των αγωνιστικών πεπραγμένων του Μέσι είναι άδικο να μετριούνται με τον «στεγνό» τρόπο των ρεκόρ που σπάει και των ατομικών τίτλων που κατακτά. Αν βγάλεις το «ζουμ» της πνευματικής κάμερας και δεις τη γενικότερη εικόνα, ούτε καν το «όριο» ως έννοια δεν χωράει μέσα της. Γιατί αυτός, ο γεμάτος φαντασία και ασύμβατος με το γενικότερο συμβατικό πλαίσιο ποδοσφαιριστής, κουνάει περιπαικτικά εδώ και τρία χρόνια τη γλώσσα σε όσους νομίζουν ότι θα βρουν ένα καλούπι που θα του ταιριάζει. Μάλιστα το κάνει εκτός νόρμας, γιατί είναι ο καλύτερος σύγχρονος ποδοσφαιριστής και ό,τι πετυχαίνει γίνεται στο κορυφαίο επίπεδο. Και, κοίτα να δεις ένα περίεργο, μέσα σε όλο αυτό το πολυδαίδαλο περιβάλλον που στήθηκε γι’ αυτόν ερήμην του δείχνει να το χαίρεται κιόλας το παιχνίδι ο κερατάς...
Γιάννης Τσαούσης
Κοπιάστε στο... fightclub@sday.gr