Όλοι εμείς που σε θυμόμαστε από τα χρόνια που ως ποδοσφαιριστής ήσουν συνώνυμο με την Σαμπντόρια, την οποία υπηρέτησες πιστά για 15 χρόνια, βλέπαμε καθαρά ότι η ποδοσφαιρική οξυδέρκεια που κατέθετες στο γήπεδο ως «δεκάρι» (ή ως «πρότυπος trequartista», αν προτιμάς) θα σε οδηγούσε μετά το τέλος της καριέρας σου σε αντίστοιχη προπονητική δόξα.
Καταλάβαμε ότι η φιλοδοξία σου αυτή άρχισε να παίρνει σάρκα και οστά το 2000 όταν, όντας ακόμα εν ενεργεία, έγινες βοηθός του τότε προπονητή της Λάτσιο, Σβεν-Γκόραν Έρικσον. Δεν ήταν κι η ιδανική αρχή αλλά τι να κάνεις, αυτός σου έλαχε... Ωστόσο, λίγους μήνες αργότερα πήρες μια απόφαση που σε στοιχειώνει μέχρι σήμερα, και η οποία εν μέρει ευθύνεται για τη θλιβερή κατάσταση στην οποία βρίσκεσαι αυτή τη στιγμή. Τον Ιανουάριο του 2001 η Λέστερ σου έδωσε ένα καλό «πακέτο» και εσύ αποφάσισες, παρά το γεγονός ότι όδευες αισίως προς τα 37, ότι η Πρέμιερ -σε σχέση με το Καμπιονάτο- θα ήταν τόσο εύκολη για το ταλέντο σου όσο το ανακάτεμα ενός espresso ristretto με το κουταλάκι. Αμ δε...
Ενάμισι μήνα (και 4 παιχνίδια) αργότερα την έκανες από το «νησί» με ελαφρά πηδηματάκια διότι η Φιορεντίνα σε ήθελε για πρώτο προπονητή. Και πήγες και την κοουτσάρισες σε συνθήκες δύσκολες, τόσο οικονομικά όσο και διότι ο κόσμος της ομάδας σε θεώρησε υπέυθυνο για τις πωλήσεις των Ρούι Κόστα και Τόλντο, που όμως ήταν αναγκαίες για την επιβίωση του συλλόγου. Η ίδια και χειρότερη μοίρα σε ακολούθησε στην Λάτσιο, την οποία ανέλαβες τον Μάιο του 2002. Τα οικονομικά κι εκεί ήταν χάλια, ο Κρέσπο και ο Νέστα έπρεπε να πουληθούν και όλοι οι υπόλοιποι παίκτες να δεχτούν μείωση αποδοχών που έφτασε το 80%. Παρόλα αυτά η προσπάθεια και η δουλειά σου εκτιμήθηκε δεόντως, με αποτέλεσμα το 2004 να έρθει η πρόταση για τη δουλειά-όνειρο: ο πάγκος της Ίντερ.
Εκεί πραγματικά άνθισες. Κατέκτησες τρία πρωταθλήματα, δύο κύπελλα και άλλα τόσα Σούπερ Καπ Ιταλίας και πλέον αναζητούσες το επόμενο ταβάνι σου. Αυτό μπορεί να το έβρισκες και στην ίδια την Ίντερ, αλλά δυστυχώς ο Μοράτι ήθελε την «καλή την κούπα» και ως εκ τούτου -ορθά, όπως αποδείχτηκε- έκρινε ότι ο Μουρίνιο ήταν ο άνθρωπός του. Στο τέλος της σεζόν 2007/8 απολύθηκες και για τον επόμενο ενάμισι χρόνο τραβιόσουνα στα δικαστήρια με τον πρώην εργοδότη σου για την αποζημίωση. Επειδή όμως η φήμη σου παρέμενε στα φόρτε της τον Δεκέμβριο του 2009 σου προτείνεται ο πάγκος της Μάντσεστερ Σίτι. Τότε εσύ, επειδή σου είχε λείψει η καθημερινότητα της δουλειάς κι επειδή από τον καιρό της Λέστερ (τι το ‘θελες...) είχες αναπτύξει μέσα σου βαθιά εκτίμηση για το αγγλικό ποδόσφαιρο, πήρες τοις μετρητοίς τις υποσχέσεις του Μανσούρ και τα «τούβλα» με τα 500ευρα και δέχτηκες.
16 μήνες μετά, αγαπητέ Ρομπέρτο, ξέρεις που βρίσκεσαι; Στην 4η θέση της βαθμολογίας (με αγώνα περισσότερο από την 5η Τότεναμ), 13 βαθμούς από την κορυφή και εκτός Europa League. Έχεις συνειδητοποιήσει ότι ο μόνος τίτλος που «κατέκτησες» σ’ αυτό το διάστημα είναι αυτός του «προπονητή του μήνα», τον Δεκέμβριο του 2010; Τι σκέφτεσαι για το γεγονός ότι γίνεσαι περίγελως στα μάτια των φίλων της ίδιας σου της ομάδας όταν, με περισσότερα από 300εκ. ευρώ να έχουν ξοδευτεί σε μεταγραφές τα τελευταία δυόμισι χρόνια, έχεις να παρουσιάσεις ποσοστό νικών που φτάνει οριακά πάνω από το 50% (42ν. 19ισ. 18ητ.)...;
Πως πίστεψες ότι ο επαγγελματισμός των παικτών από μόνος του ή/και οι παραινέσεις οι δικές σου ή του Πλατ ή του Κιντ ή του Λομπάρντο θα αρκούσαν για να μετατρέψουν ένα τσούρμο μισθοφόρων του ποδοσφαίρου σε ομάδα-παγκόσμιο φόβητρο; Τι λείπει από τους παίκτες αυτούς και δεν μπορούν να φτιάξουν σύνολο; Εσύ πρέπει να το ξέρεις. Οφείλεις να το ξέρεις. Είναι απλώς άτυχοι; Τους λείπει ένας καλός ψυχολόγος, ένας παιδοτρίβης ίσως που θα αντικαταστήσει π.χ, τα πρόστιμα του Μπαλοτέλι με anger management sessions;
Δυστυχώς, αγαπητέ Ρομπέρτο, έτσι όπως είναι τα πράγματα τίποτα από αυτά δεν είναι αρκετό. Διότι, όπως φαίνεται, αυτό που λείπει περισσότερο απ’ όλα από την ομάδα είναι η τιθάσευση των ενστίκτων και το πνεύμα συνεργασίας εκείνο που μόνο ένας «λοχαγός» μπορεί να δώσει. Κι εσύ μπορεί να ήσουν τέτοιος μέσα στο γήπεδο, αλλά εδώ η κατάσταση έχει ξεφύγει, η «επένδυση» πηγαίνει άπατη και η προπονητική ματιά από μόνη της δεν φτάνει για να την αντιστρέψει. Αν λοιπόν κάποιες φορές, όπως σε βλέπουμε να βηματίζεις μελαγχολικός, προβληματισμένος και ανήμπορος μπροστά στον πάγκο, νιώθεις το κασκόλ ή το φουλάρι σου να σε πνίγει να ξέρεις ότι σε συμπονάμε... Αλλά είναι μάλλον πολύ αργά για να γίνεις κάποιος που δεν μπορείς να είσαι.
Γιάννης Τσαούσης
Κοπιάστε στο... fightclub@sday.gr