Εμείς εδώ στο sport-fm.gr βλέπουμε πολλές ταινίες. Κάποιες φορές βλέπουμε περισσότερες ταινίες από ότι πρέπει. Γι αυτό καμία φορά μπερδεύουμε το ημίχρονο με το διάλλειμα του κινηματογράφου και πανηγυρίζουμε για γκολ μέσα στη σκοτεινή αίθουσα, ενώ τρώμε ποπ κορν κατά τη διάρκεια του ντέρμπι.

Η 83η τελετή απονομή των Όσκαρ (27 Φεβρουαρίου, 03:30 Novacinema 2) είναι λοιπόν για εμάς κάτι σαν τον τελικό του Τσάμπιονς Λιγκ.

Και έχουμε ετοιμάσει κάτι σπέσιαλ για εσάς.

Δέκα συντάκτες του sport-fm.gr γράφουν την άποψη τους για τις ταινίες που είναι υποψήφιες για το κορυφαίο αγαλματίδιο της χρονιάς. Αν έχουμε κάνει σωστά τους υπολογισμούς, η αναλογία είναι ένας συντάκτης ανά ταινία.

Πάρτε βαθιά ανάσα και διαβάστε μας.



127 Hours

Γράφει ο Αλέξης Παπαχρήστος

Ακόμη μια αριστουργηματική ταινία του Danny Boyle, η οποία βασίζεται σε αληθινή ιστορία. Ο 65χρονος Βρετανός σκηνοθέτης που μας έχει συνηθίσει να αλλάζει στυλ από φιλμ σε φιλμ, αυτή τη φορά δημιούργησε κάτι μεγαλειώδες(ξανά).

Πρόκειται για την αληθινή ιστορία ενός μοναχικού αναρριχητή, ο οποίος εγκλωβίζεται στο φαράγγι του Γκραντ Κάνιον. Μια τεράστια πέτρα έχει πλακώσει το χέρι του σε ένα εντελώς απόκρυφο σημείο και αναγκάζεται να μείνει εκεί 127 ώρες, μέχρι που αποφασίζει να κόψει το χέρι του για να σωθεί.

Αυτές οι 127 ώρες περιέχουν πολύ σκληρές εικόνες για στομάχια που αντέχουν, καταιγιστική κινηματογράφηση, φρενήρες μοντάζ και εκπληκτική μουσική. Η σχετικά μικρή διάρκεια της ταινίας είναι λόγω …δύσπεπτων καταστάσεων, τις οποίες αποτύπωσε με τον πιο ευρηματικό τρόπο ο σκηνοθέτης.

Καθώς περνούν οι ώρες και ο πρωταγωνιστής εξαντλείται όντας εγκλωβισμένος στο φαράγγι, οι παραισθήσεις του αποτυπώνονται εκπληκτικά από τα παιχνίδια που κάνει με τον φακό ο σκηνοθέτης. Που σε συνάθροιση με το φορτισμένο ανατριχιαστικά και συγκινησιακά φινάλε, συνθέτουν το παζλ της καλύτερης ταινίας για το 2010, η οποία αποτυπώθηκε καλύτερα κι από την πραγματική ιστορία…





Black Swan

Γράφει ο Άρης Ασβεστάς

Με το «Πι» βιώσαμε την απόλυτη παράνοια. Με το «Ρέκβιεμ για ένα όνειρο» φάγαμε μια γροθιά στο στομάχι που κάναμε καιρό να την ξεπεράσουμε και όποτε το βλέπουμε τρώμε ξανά την ίδια. Ο «Παλαιστής» κατάφερε να μας γεμίσει συναισθήματα για χαρακτήρες με τους οποίους γελάμε στην πραγματική ζωή.

Τώρα ο Αρονόφσκι έρχεται με άλλο ένα αριστούργημα, αληθινή εμπειρία. Όχι πιο έντονη από το «Πι» ή το «Ρέκβιεμ», αλλά διαφορετική, σχεδόν μεταφυσική.

Το ότι βγαίνεις… χώμα απ’ το σινεμά, δεν έχει σημασία. Ο Αρονόφσκι στο έχει ξανακάνει. Αν και κατά τη γνώμη μου εκεί έγκειται η διαφορά μιας απλά καλής ή πολύ καλής ταινίας με ένα αριστούργημα. Με το αριστούργημα… τρώγεσαι με τα ρούχα σου. Το σκέφτεσαι όλη την ώρα, δυσκολεύεσαι να το βγάλεις απ’ το μυαλό σου. Στο στομάχι σου υπάρχει ένα σφίξιμο. Νιώθεις αμήχανα, δεν μιλάς, απλά σκέφτεσαι: «Τι είδα τώρα;»…

Αυτό είναι ο «Μαύρος Κύκνος» και… πώς να το κάνουμε τώρα; Δικαιούται το Όσκαρ καλύτερης ταινίας! Ο «Λόγος του βασιλιά» και οι «127 ώρες» έχουν μόνο ερμηνείες. Η ζωή του Ζούκερμπεργκ δεν ενδιαφέρει κανέναν, ενώ οι Κοέν το πήραν το ’07 και τελειώσαμε (και είναι και ριμέικ, άρα αλλουνού ιδέα). Το «Τhe kids are all right» και το «The Fighter» είναι απλά ωραίες ιστορίες, ενώ το «Inception» τέλειο μεν, τίγκα στο εφέ δε.

Ο «Μαύρος Κύκνος» τα έχει όλα: Καθηλωτική, εφιαλτική, διεστραμμένη ιστορία, ρεσιτάλ ερμηνειών από Πόρτμαν, Κασέλ (αλλά και το προσωπικό μου πουλέν από τα πρώτα της βήματα, η Κούνις), σκηνοθεσία που συνεπαίρνει και ένα ανατριχιαστικό φινάλε που μπαίνει στο πάνθεον. Ακόμη κι αν είσαι κανίβαλος των μούλτιπλεξ, το βλέπεις μόνο για τη σεκάνς με το λεσβιακό…





Γράφει ο Θανάσης Ράλλης

Inception

Ο Κρίστοφερ Νόλαν είναι θεός. Είναι πανέξυπνος και ακόμα και αν σταμάταγε να σκηνοθετεί ταινίες μετά το Memento, εγώ προσωπικά θα ήμουν διατεθειμένος να του πηγαίνω κάθε πρωί στο σπίτι καφέ, εφημερίδα και ένα σακουλάκι ζελεδάκια για τη λιγούρα. Αλλά δεν σταμάτησε. Γύρισε και το Prestige, ενώ είναι ο άνθρωπος που ανέστησε τον Batman. Δεν είναι και λίγο πράγμα να φέρνεις πίσω από τους νεκρούς τον άνθρωπο νυχτερίδα. Σαν να σκοτώνεις με πιρούνι τον Superman ένα πράγμα.

Και μετά ήρθε το Inception. Ένα διαολεμένα έξυπνα στημένο mind fuck, από αυτά που σε κάνουν να θέλεις να ανάψεις τσιγάρο, όχι μετά αλλά κατά τη διάρκεια της πράξης.

Μια ταινία που βασίζεται στα όνειρα και στο πως μπορείς να τα εκμεταλλευτείς για προσωπικό σου όφελος. Αυτός είναι ένας κόσμος που θέλω να ζω. Και ο Νόλαν τον παρουσίασε τόσο πειστικά που σε κάνει να λες «δεν μπορεί, και τα δικά μου όνειρα μπορούν να κρύβουν τέτοιους θησαυρούς». Αλλά δυστυχώς δεν κρύβουν. Ούτε εγώ είμαι ο Λεονάρντο Ντικάπριο, αν και οι δύο μικροδείχνουμεγια την ηλικία μας.

Το Inception σε καθηλώνει για δυόμισι ώρες και δεν σε αφήνει να πάρεις ούτε ανάσα. Το Inception σε κάνει να συζητάς αμέσως μετά για αυτό που είδες, να δώσεις τη δική σου ερμηνεία. Σε αφήνει να βγάλεις τα δικά σου συμπεράσματα. Σε κάνει να μιλάς για αυτό που είδες και να το σκέφτεσαι και την επόμενη μέρα.

Αυτή είναι η μεγαλύτερη του επιτυχία. Μια ταινία τόσο τέλεια οπτικοακουστικά και με τόσο έξυπνο σενάριο που δεν είναι όμως καθόλου αυτάρεσκη. Αντίθετα. Πρώτα σου παρουσιάζει όλα της τα χαρτιά και μετά όταν πέφτουν οι τίτλοι του τέλους, δίνει σε σένα τη σκυτάλη των ερμηνειών. Σε κάνει κομμάτι της.

Όπως μία γυναίκα που αφού σου έχει πει όλα όσα ήθελε να σου πει, σου δίνει όλα τα κομμάτια του παζλ και σε αφήνει να τα βάλεις στη σωστή σειρά.

Μοιάζει εύκολο ε;

Συνήθως δεν όμως δεν είναι.





The Fighter

Γράφει ο Χρήστος Ρομπόλης

Ξέρω, θα αναρωτηθείτε τι έχει να μας προσφέρει μία ακόμη ιστορία για μποξ. Και δεν θα έχετε άδικο, αφού το θέμα φαίνεται να έχει εξαντληθεί τόσα χρόνια με ταινίες από τα παιδοεφηβικά Rocky μέχρι το δραματικό Million Dollar Baby και από το μελό Cinderella Man μέχρι το βιογραφικό Ali ή το σκληρό Οργισμένο Είδωλο. Το Fighter δεν είναι όμως μία ακόμη ταινία για πυγμαχία. Εδώ το κατά πολλούς βίαιο άθλημα χρησιμοποιείται σαν φόντο για να θιγούν πολύ πιο σκληρά ανθρώπινα θέματα και το γεγονός ότι η ιστορία είναι αληθινή αποδεικνύει πως δεν υπάρχει καλύτερος σεναριογράφος από την πραγματική ζωή.

Σε μία ιρλανδική φτωχοσυνοικία της Μασαχουσέτης, ο Μαρκ Γουόλμπεργκ ενσαρκώνει έναν καταπιεσμένο 30χρονο πυγμάχο, που βλέπει την ημερομηνία λήξης στην καριέρα του να πλησιάζει και τον ίδιο να αποτελεί το σκαλοπάτι για την ανοδική καριέρα αντιπάλων με μεγαλύτερες προοπτικές. Πράγμα που δεν φαίνεται να ενοχλεί τη Μελίσα Λίο, μητέρα και μάνατζέρ του, αρκεί να... πέφτει το παραδάκι για να συντηρείται εκείνη, οι έξι ετεροθαλείς αδερφές του και ο επίσης ετεροθαλής αδερφός του... κορόιδου. Ο Κρίστιαν Μπέιλ, στο ρόλο του αδερφού, αποτυπώνει ιδανικά έναν one-hit-wonder τοπικό ήρωα, ο οποίος προ αμνημονεύτων ετών είχε απλώς κοντράρει στο ρινγκ τον μεγάλο Σούγκαρ Ρέι και υποτίθεται προετοιμάζει την επιστροφή του στα ρινγκ. Στην ουσία όμως ζει στις δάφνες του παρελθόντος, προπονεί και «αρμέγει» τον αδερφό του, αλλά κυρίως αναλώνεται σε χρήση ναρκωτικών και απάτες. Με τη βοήθεια μιας γυναίκας-όπως συμβαίνει συνήθως-της Έιμι Άνταμς, το «θύμα» ξυπνά, επαναστατεί και κόβει τον ομφάλιο λώρο από την εκμεταλλεύτρια οικογένειά του. Στην εξέλιξη της ταινίας τα «λεφτά» αισθήματα της οικογένειας δίνουν τη θέση τους στην ανιδιοτελή αγάπη.

Η ιστορία δεν είναι προϊόν παρθενογένεσης, αλλά αυτό που κάνει το Fighter να ξεχωρίζει είναι ο τρόπος που αυτή αποδίδεται. Οι χαρακτήρες και οι μεταξύ τους σχέσεις σκιαγραφούνται σε βάθος χάρη και στις εξαιρετικές ερμηνείες όλων, αλλά ιδιαίτερα δύο μελών του καστ. Ο Κρίστιαν Μπέιλ πετά τη στολή του Μπάτμαν, φορά μία που πλησιάζει περισσότερο στο ρόλο του στο «Machinist» και παρουσιάζει τη διαδρομή της απαγκίστρωσης του ήρωα από το στοιχειωμένο παρελθόν, αλλά και το πολύ πιο μαύρο παρόν του. Και η Μελίσα Λίο δίνει ρέστα ως άπονη μάνα, που αγνοεί επιδεικτικά τον εθισμό του ενός γιου της στα ναρκωτικά και βλέπει το άλλο της σπλάχνο σαν... κουμπαρά μέχρι να έρθει τελικά στα συγκαλά της. Το-SPOILER ALERT-happy end της ταινίας κάποιοι θεωρούν πως δεν συνάδει με τη «μαυρίλα» που έχει προηγηθεί. Δίνει όμως ένα μήνυμα αισιοδοξίας που ειδικά εμείς οι Έλληνες το έχουμε ανάγκη...





The Kids Are All Right

Γράφει η Φλώρα Μιχαλοπούλου

Πόσο επιτυχημένη μπορεί να θεωρηθεί μια ταινία που εξιστορώντας το πιο αφύσικη -για τους περισσότερου εξ ημών- ιστορία στο τέλος σε πείθει ότι δεν υπάρχει τίποτα πιο νορμάλ; Ένα ζευγάρι gay γυναικών που φέρνουν στον κόσμο ένα αγόρι και ένα κορίτσι από τον ίδιο δωρητή σπέρματος. Τα παιδιά μεγαλώνουν και αποφασίζουν να γνωρίσουν τον βιολογικό τους πατέρα, με τις σχέσεις να περιπλέκονται τόσο σε γονεϊκό όσο και συζυγικό επίπεδο.

Δυο πράγματα σε κεντρίζουν. Οι ανεπιτήδευτες μεν, καθηλωτικές δε, ερμηνείες των Ανετ Μπένινγκ και Τζούλιαν Μουρ ,αλλά και ο τρόπος που εκτυλίσσεται η υπόθεση και που στο τέλος σε κάνει να αποδέχεσαι τη διαφορετικότητα. Αυτή η ιδιόμορφη οικογένεια σε τίποτα δε διαφέρει από τους γείτονες σου ή τη μαμά σου και τον μπαμπά σου. Η κρίση και η εμπιστοσύνη ανάμεσα στα ζευγάρια , οι εφηβικές αναζητήσεις, οι καυγάδες δεν αλλάζουν και πολύ από κουλτούρα σε κουλτούρα, από χώρα σε χώρα και εν κατακλείδι από μια συμβατική οικογένεια σε μια αντισυμβατική .

Η Λίσα Τσολοντένκο που σκηνοθετεί την ταινία και υπογράφει και το σενάριο (μαζί με τον Στούαρτ Μπλούμεργκ), χωρίς να υπερβάλλει παρουσιάζει μια ανατρεπτική ρομαντική κομεντί που σε πείθει ότι όσο κι αν αλλάζει το… περιτύλιγα το περιεχόμενο παραμένει το ίδιο.

Εξαιρετική η Ανέτ Μπένινγκ ίσως φύγει αγκαλιά με το πρώτο της αγαλματίδιο έπειτα από τρεις υποψηφιότητες (Being Julia (2004), American Beauty (1999), The Grifters (1990)).





The King’s Speech

Γράφει ο Νικόλας Ακτύπης

Ένας αδύναμος άνδρας, συμβιβασμένος με το ρόλο κομπάρσου, καλείται από τη μοίρα να υψώσει το ανάστημά του και να εμπνεύσει ένα ολόκληρο Έθνος. Ο τραυλός βασιλιάς καταφέρνει να εκφωνήσει το ραδιοφωνικό του λόγο, όταν αντιλαμβανόμενος τη «γύμνια» του, ξεπερνά το προφανές έλλειμμα χάρη στον αμφιλεγόμενο, «λαϊκό» λογοθεραπευτή. Ξεχνώντας το Πρωτόκολλο, έρχεται κοντά σε ένα από τα «υποκείμενά» του, στο πρόσωπο του οποίου βρίσκει τον μοναδικό του φίλο και παράλληλα εμφανίζεται συνεπής στο ραντεβού με το πεπρωμένο.

Ενδεχομένως, υπάρχουν ψεγάδια και ιστορικές ανακρίβειες στην ταινία του Hooper ή ακόμη και μια προσπάθεια εξωραϊσμού του ξεπερασμένου θεσμού της μοναρχίας. Ο «Λόγος του Βασιλιά» δεν διεκδικεί την ακρίβεια ντοκιμαντέρ του BBC, αλλά δανείζεται άλλα στοιχεία που αγαπάμε στο σινεμά και την τηλεόραση του Νησιού.

Το ιδιότυπο φλεγματικό χιούμορ, διάχυτο στο σενάριο, παρά το γεγονός ότι πρόκειται για ένα ιστορικό δράμα, συνοδευόμενο από τις συγκλονιστικές ερμηνείες των Colin Firth και Geoffrey Rush, μας υπενθυμίζουν πως μπορούμε να γελάσουμε χωρίς μία στις τρεις λέξεις να είναι «μαλάκας» ή να χρειάζονται φάρσες που συναντά κανείς στο Hollywood.

Ίσως να μην πρόκειται καν για αριστούργημα, όπως το χαρακτήρισαν ορισμένοι, αλλά τα σκουπίδια της άλλης πλευράς του Ατλαντικού που κατακλύζουν τις κινηματογραφικές αίθουσες και μέσω αυτών τις ζωές μας, να το κάνουν να μοιάζει τέτοιο.
Το φαβορί των φετινών Oscar δικαιολογεί τον τίτλο του επειδή είναι μια καλογυρισμένη ταινία που δίχως να καταφεύγει σε τρικ, κρατά τον θεατή αφήνοντάς του χώρο να σκεφτεί και να αναπνεύσει. Πρωταγωνιστές και δημιουργοί μπορούν μετά το Λόγο του Βασιλιά, να ετοιμάζουν εκείνον που θα εκφωνήσουν την ώρα της απονομής.

Δείτε το και διαπιστώστε το προφανές. Την αλλαγή που επήλθε από τον κόσμο που παρέλαβε η βασίλισσα Ελισάβετ σε αυτόν που παραδίδει, αλλά και αυτήν που οφείλει να κάνει ο καθένας -ακόμη κι ένας ηγέτης- όταν οι καιροί το απαιτούν.
Και μια και μιλάμε για αλλαγή, δόξα τον θεό που η ταινία γυρίστηκε τώρα και όχι τη δεκαετία του ‘80. Τα αντιμοναρχικά ανακλαστικά μας, σε συνδυασμό με τη συνήθεια να αλλάζουμε τους τίτλους των ταινιών, θα είχαν ως αποτέλεσμα να φτάσει σε εμάς ως «Η Κορώνα του κεκέ» με τη μορφή βιντεοκασέτας…





The Social Network

Γράφει ο Μιχάλης Ηλιού

Γιατί θα πάρει το Όσκαρ το «The Social Network»; Επειδή εκτός από εμπορική ταινία που σπάει τα ταμεία των Box Office, είναι μία ενδιαφέρουσα ιστορία που παρά το γεγονός του ότι φαίνεται εξωπραγματική είναι πέρα για πέρα αληθινή.
Εκφράζει με το «νι» και με το «σίγμα» τον σημερινό μας κόσμο. «Ποζερί», μοναξιά, πόνος, ίντριγκα, χρήμα, δόξα κι όλα αυτά σε μία σελίδα κοινωνικής δικτύωσης που μοιάζει περισσότερο με ένα παγκόσμιο καρναβάλι.

Όταν το κορυφαίο φαινόμενο της εποχής μας γίνεται ταινία είναι παραπάνω από σίγουρο να συμπεριληφθεί μέσα στις καλύτερες ταινίες. Και όταν αυτή η ταινία έχει την υπογραφή του Ντέιβιντ Φίντσερ, δεν γίνεται να μην θεωρηθεί το απόλυτο φαβορί για το χρυσό αγαλματάκι του θείου Όσκαρ.

Ο Φίντσερ με την εκπληκτική του σκηνοθεσία κατάφερε μια απλή ταινία να γίνει μάθημα της σύγχρονης πραγματικότητας μας. Των νέων δεδομένων της φιλίας και της επικοινωνίας. Μας κάνει «λιανά» πως μεταβήκαμε σε νέους καιρούς, σε νέα δεκαετία, σε νέο αιώνα εκεί που το facebook είναι κάτι παραπάνω από μια ιστοσελίδα.

Μαζί με τον Άαρον Σόρκιν, μας διηγούνται την ιστορία της δημιουργίας του νέου τόπου γνωριμιών παγκοσμίως με τέτοιον τρόπο που το κάνουν κατανοητό ακόμα και σε όσους αντιστέκονται ιδεολογικά στο Facebook.

Μπορεί να μην είναι καλύτερη ταινία από το «Seven», ή το «Fight club», ή το «Zodiac» του ίδιου δημιουργού αλλά σίγουρα είναι ένα κινηματογραφικό έργο που σε εντυπωσιάζει με την απλότητα που περιγράφει τον κόσμο που ζούμε. Ε, δώστε του το Όσκαρ, λοιπόν.





Toy story 3

Γράφει ο Νίκος Ράλλης

Σύμφωνοι. Καλύτερες (και πιο ενδιαφέρουσες)... υποψήφιες από το «Toy Story 3» για Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας, υπάρχουν, ενώ η Ακαδημία δεν έχει κάνει ΠΟΤΕ την... τιμή σε animation φιλμ και εύλογα θα διερωτάσθε: «γιατί τώρα;». Ωστόσο, αν κάποια στιγμή -αφού πέρυσι το εξαιρετικό ''Up'' δεν τα κατάφερε- πρέπει και μία ταινία κινουμένων σχεδίων να... σηκώσει το εν λόγω αγαλματίδιο, ε, τότε, αυτή η στιγμή ήρθε! Και εξηγούμεθα...

Τα τελευταία χρόνια έχει αποδειχτεί ότι τα χρήματα... μιλούν στα Όσκαρ. Η τρίτη ταινία Toy Story, λοιπόν, απέφερε (σε παγκόσμιο επίπεδο) περισσότερα από 1 δις ευρώ(!) και δεν χρειάζεται καν να αναφέρουμε ότι «έσπασε» όλα τα εισπρακτικά ρεκόρ για animation φιλμ. Στη Βρετανία, μάλιστα, βρίσκεται -και... εκεί θα είναι για αρκετό καιρό- στη δεύτερη θέση του box office όλων των εποχών, πίσω, φυσικά, από το ''Avatar''. Επίσης, το 2004, όταν ο ''Άρχοντας των Δαχτυλιδιών: Η Επιστροφή του Βασιλιά'' κέρδισε το Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας, πολλοί είπαν ότι ήταν μία νίκη προς τιμήν όλης της επικής τριλογίας και δεν είχαν άδικο...

Ομοίως, το ίδιο μπορεί να συμβεί και με το «Toy Story 3», δέκα χρονιά μετά τη δεύτερη ταινία και 15 μετά την ιστορική πρώτη. Σημαντικό ρόλο στην τελική απόφαση των μελών της Ακαδημίας μπορεί να παίξει και η επιρροή που είχε το Toy Story σε μεταγενέστερα animation φιλμ και όχι μόνο της Pixar. Οι ζωηροί διάλογοι μεταξύ των παιχνιδιών του Άντι εγκαινίασαν μία νέα εποχή στις ταινίες κινουμένων σχεδίων, με το χιούμορ, πια, να απευθύνεται και σε ενηλίκους. Τέλος, η τελευταία σκηνή στο Toy Story 3, όπου ο Άντι αποχαιρετάει τα παιχνίδια που τον... μεγάλωσαν, είναι μία από τις πιο συναισθηματικά φορτισμένες που έχουμε δει, όχι μόνο εμείς, αλλά και πολλά μέλη της Ακαδημίας...

Συνυπολογίστε σε όλα αυτά και τη φωνή που «χαρίζει» ο Τομ Χανκς -ένα από τα αγαπημένα παιδιά μελών και... Όσκαρ- στον πρωταγωνιστή Γούντι και ορίστε... Ιδού το φαβορί!





True Grit

Γράφει ο Γιώργος Μαραθιανός

Η καλύτερη απόδειξη για να πειστείς πως κάτι αξίζει τον κόπο, είναι να το παραδόσεις στον πιο αρνητικά προδιατεθειμένο κριτή του. Αν δέκα δευτερόλεπτα δεν αποδειχθούν αρκετά για στόμα που «περιμένει στη γωνία» -ώστε να φτύσει την πρώτη κατηγορία- το πρώτο παράσημο είναι καρφιτσωμένο στο πέτο.

Αν Καταλανός πει πως η Ρεάλ παίζει καλά, η «βασίλισσα» πετάει. Αν ο Πανούσης πει (στα σοβαρά) πως ερμηνεία του Νταλάρα ήταν άψογη, ο Νταλάρας έχει δώσει ρέστα. Ε, αν γυναίκα μετά από γουέστερν -όχι μόνο ΔΕΝ σου μουρμουρίσει- αλλά πει «ωραία έργο», ή ανυπομονεί για το επόμενο… στάδιο ή κάτι καλό παίχτηκε!

Το «True Grit» δεν είναι η καλύτερη ταινία της χρονιάς. Δεν είναι καν η καλύτερη ταινία των αδερφών Κοέν. Είναι σίγουρα, όμως, η ταινία που (πιστή στη μούρλα των σκηνοθετών της) «τόλμησε» πιο πολύ απ’ όλες όσες διεκδικούν φέτος το Όσκαρ. Τόσο πολύ που ακόμα και αν το έπαιρνε από κάποια άλλη, που (πιθανότατα δίκαια) θεωρούσες καλύτερη, δεν θα μπορούσες να… της κρατήσεις κακία!

Διότι δεν είναι μόνο ότι προσπάθησε να βελτιώσει την «τελειότητα» (ως ριμέικ εκείνης που χάρισε Όσκαρ στον Τζον Γουέιν το ’69). Ούτε πως το επεδίωξε με πρωταγωνίστρια μια «διαόλου κάλτσα» 14χρονη. Είναι πως το… κατάφερε, μετατρέποντας μια προσπάθεια εκδίκησης (σαν αυτή που ζητά για το θάνατο του πατέρα της) σε ένα «κοκτέιλ» -όπου ΕΝΑ τουλάχιστον από τα υλικά θα κρατήσει τη «γεύση» του στο στόμα σου:

Αν δεν είναι το απύθμενο θράσος της πιτσιρίκας Χάιλε Στάινφελντ (και η πειθώ που θα πουλούσε… προφυλακτικά σε καλόγερους), θα είναι η αίσθηση πως -αν υπάρχουν ακόμα μορφές της Άγριας Δύσης- μοιάζουν μ’ εκείνη της «παλιάς π…ας», Τζεφ Μπρίτζες. Και αν δεν είναι οι «ενέσεις» του μαύρου… Κοεν-ο-χιούμορ, θα είναι το θεαματικά ατμοσφαιρικό φόντο που τις παρουσιάζουν. Αν δεν είναι τίποτα απ’ όλα αυτά, από το ημίωρο κι έπειτα ΕΣΥ είχες αρχίσει να σκέφτεσαι το «επόμενο στάδιο»!





Winter’s Bone

Γράφει η Βάσια Στέρπη

Στην «Καρδιά του χειμώνα» δεν έρχεσαι αντιμέτωπος με το τσουχτερό κρύο. Κοιτάζεις κατάματα την μιζέρια ενός παρακμιακού, εξαθλιωμένου, σκοτεινού κόσμου. Βλέπεις μάτια & μυαλά «κουρασμένα». Ψυχές «κουρασμένες», «βίαιες», χωρίς… καρδιά. Και όλα αυτά με φόντο ένα καταπληκτικό μέρος, που μοιάζει αποκομμένο από τον πολιτισμό και που σου δίνει την ψευδαίσθηση ότι είναι συνώνυμο της ηρεμίας. Μία ηρεμία που όμως κανείς δεν βιώνει & που απεγνωσμένα ψάχνει να βρει η Ρι…

Εσωστρεφής, μοναχική, καταθλιπτική, η Τζένιφερ Λόρενς ερμηνεύει ιδανικά την έφηβη που παλεύει να επιβιώσει σε έναν τόπο αφιλόξενο, να μεγαλώσει ουσιαστικά ολομόναχη τ’ αδέρφια της και να σώσει την οικογένειά της, ανακαλύπτοντας την αλήθεια για τον φυγά πατέρα της. Και είναι η επιμονή της, η καθαρότητα στο βλέμμα και όλη αυτή η απροθυμία που συναντά από τους γύρω της, σε αυτή την προσπάθεια να φτάσει στην αλήθεια, που σε κάνουν να ταυτίζεσαι, να αγωνιάς μαζί της & να την ακολουθείς στα άκρα.

Πολύ προσεγμένη ταινία σκηνοθετικά από την Ντέμπρα Γκράνικ. Πολύ καλός και ο Τζον Χοκς στον ρόλο του θείου της έφηβης Ρι. Και με τη μουσική γαλήνια, σε πλήρη αντίθεση με τους χαρακτήρες, να σε συνοδεύει σαν να ακούς χαμηλόφωνα ραδιόφωνο και τις κατάλληλες στιγμές να σε αποτραβά από την όλη καταθλιπτικότητα που αποπνέει το έργο. Μία καταθλιπτικότητα στην οποία είναι πολύ εύκολο να πέσεις και ίσως αυτός να είναι και ο στόχος.
Μυστήρια ταινία. Σκοτεινή. Για όσκαρ; Θα δείξει… Σίγουρα παράξενη. Ίσως για «παράξενους» τύπους που ψάχνουν να βρουν τη δική τους αλήθεια, τη δική τους δικαίωση σε έναν κόσμο που κάνει τα πάντα για να τους εμποδίσει.

ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube