Θέμα έκθεσης: Τα αγαθά της αποταμίευσης
Εγώ από μικρός το πίστευα αυτό το πράγμα. Ότι δηλαδή ωραίο είναι να είσαι αραχτός «τζίτζικας» και να κάνεις γκομενιλίκια, βεγγέρες και ντόλτσε βίτα, αλλά χρήσιμο είναι να είσαι και «μυρμήγκι», να μαζεύεις δηλαδή και κανά ψιλό όποτε μπορείς για τις δύσκολες μέρες και τις αναποδιές που θα σου τύχουν. Είχα λοιπόν πάντα στο δωμάτιό μου έναν κουμπαρά στον οποίον έριχνα κέρματα. Το 1996 αυτός γέμισε και αναγκάστηκα να τον σπάσω και να τον αντικαταστήσω. Ο νέος μου κουμπαράς ήταν διχρωμία -πορφυρό και μπλε- κι έτσι αποφάσισα να τον ονομάσω για πλάκα «Φρανσέσκ Αρνάου», λόγω του τερματοφύλακα που εκείνο το καλοκαίρι είχε προβιβαστεί από την δεύτερη στην πρώτη ομάδας της αγαπημένης μου Μπαρτσελόνα και κάτι μου έλεγε ότι θα ήταν ο κατάλληλος «κερματοδέκτης».
Επειδή τελικά δεν χώρεσε και πολλά, την επόμενη χρονιά (1997) μετονομάστηκε σε «Ρούουντ Χεσπ», καθώς στο μυαλό μου ο Ολλανδός τερματοφύλακας που μας ήρθε από τη Ρόντα πληρούσε όλες τις προϋποθέσεις για να αποκτήσει «όγκο» η μικρή μου περιουσία. Το πράγμα άρχισε να παίρνει μπρος και το 2000 ο κουμπαράς μου βαφτίστηκε εκ νέου σε «Ρισάρ Ντιτρουέλ». Ο Γάλλος δεν έπαιξε σε πολλά παιχνίδια αλλά τα συνεχόμενα «γκλιν γκλον» έδειχναν ότι το θησαυροφυλάκιό μου «πάχαινε» μέρα με τη μέρα, όπως ο Χάνσελ και η Γκρέτελ στο γνωστό παραμύθι.
Πήγαινα πλέον με ανοιχτά πανιά και πρίμα τον καιρό, δεν με σταματούσε τίποτα. Παρακάμπτοντας μαεστρικά τους «σκοπέλους» Ρέινα, Χορκέρα και Ένκε (R.I.P.) οι οποίοι έκρινα ότι δεν θα αυξομειώσουν σημαντικά το «μπάτζετ» μου, το 2001 μου ήταν πολύ εύκολο να ξεκολλήσω το προηγούμενο ταμπελάκι και να το αντικαταστήσω με το «Ρομπέρτο Μπονάνο». Ο Αργεντινός με δικαίωσε και αυτός για την επόμενη διετία, και ακριβώς το ίδιο έκανε και ο Ρουστού Ρετσμπέρ τη σεζόν 2003/4.
Παρόλες όμως τις φιλότιμες προσπάθειές μου, ο κουμπαράς τα οκτώ αυτά χρόνια είχε γεμίσει μέχρι λίγο πριν τη μέση. Χρειαζόμουν μια δραστική λύση. Έναν τερματοφύλακα που θα διέγραφε μονοκοντυλιά όλους τους προηγούμενους και εξαρχής με την στάση και την απόδοσή του θα ήταν σαν να μου έλεγε «μη νοιάζεσαι φίλε, εγώ είμαι ‘δω για σένα, με τη “σχισμή” στην πλάτη μονίμως ανοιχτή». Και τότε ακριβώς εμφανίστηκε ο Βίκτωρας. Υποχρεώνοντας τον Τούρκο να μείνει στη σκιά του, ο Βαλντές πήρε θέση βασικού στην ενδεκάδα και έκτοτε δεν την έχασε ποτέ.
Ως γνήσιο παιδί της Καταλονίας, δεν είχε και μεγάλη σημασία το αν ήταν αντικειμενικά επαρκής για τη θέση και πόσο. Ήταν νεαρός, γεροδεμένος, πωρωμένος με την ομάδα και αυτό αρκούσε και περίσσευε για να γοητεύσει και να ενισχύσει το τοπικό φρόνημα (και άρα και τη θέση του). Από τη σεζόν 2005/6 και μετά, μάλιστα, οπότε και η Μπαρτσελόνα σχεδόν «απο-ολλανδοποιήθηκε» και άρχισε σταδιακά να μεταλλάσσεται στην ομάδα-πρότυπο που θαυμάζουμε σήμερα, δεν είχε (και εξακολουθεί, δυστυχώς, να μην έχει) ιδιαίτερη σημασία ποιος υπερασπίζεται το τέρμα. Η πληρότητα και η επάρκεια των υπόλοιπων γραμμών αρκούν για να υπερκαλύψουν το όποιο μειονέκτημα (αυτόν δηλαδή) κάτω από τα γκολπόστ.
Βεβαίως και δεν χρειαζόταν το γκολ του Φαν Πέρσι που τοσο χαλαρά «έπνιξε» στην κλειστή του γωνία για να βεβαιωθούμε για το «ποιος είναι ο Βαλντές». Είναι γνωστό ότι τόσα χρόνια επιζεί χάρη σε ένα κενό στο οποίο έχει καταφέρει να χωθεί και ότι σε 1-2 χρόνια, οπότε και ο Πουγιόλ δεν θα «δαγκώνει» όπως σήμερα, η ομάδα θα βρεθεί στην ανάγκη να αγοράσει έναν πραγματικά κορυφαίο τερματοφύλακα ο οποίος αφενός θα είναι στο ίδιο επίπεδο με τους συμπαίκτες του και αφετέρου θα παραλάβει ουσιαστικά τη σκυτάλη στη θέση από εκεί όπου την άφησε ο Αντόνι Θουμπιθαρέτα το 1994.
Και μπορεί η Μπαρτσελόνα αυτό τον καιρό να μην χρειάζεται στο τέρμα έναν Θαμόρα -θα ήταν σχεδόν ύβρις μια τέτοια απαίτηση- ή έστω έναν Βίτορ Μπαϊα, ωστόσο η παρουσία σου, μικρέ πιερότε, δεν έχει κάνει τίποτα άλλο εκτός από το να γεμίσει μέχρι πάνω τον «κουμπαρά» μου με «κέρματα»-αναμνήσεις. Και γι’ αυτή, την προσωπική μου «αποταμίευση», είσαι ο βασικός λόγος που έχω γίνει πλούσιος.
Γιάννης Τσαούσης
Κοπιάστε στο... fightclub@sday.gr