Τελικός Κυπέλλου σημαίνει γιορτή. Τουλάχιστον όπως τον ξέραμε κάποτε στην Ελλάδα και όπως τον θαυμάζουμε, χρόνια τώρα, από τους τηλεοπτικούς μας δέκτες στην Αγγλία, στη Γερμανία, στην Ισπανία. Ακόμη και στην Ιταλία, παρά το έκτρωμα των διπλών τελικών, στην Ολλανδία –όπως είδαμε το Σάββατο στον τελικό Αγιαξ - Αϊντχόφεν– ή τη Γαλλία. Παντού η ίδια εικόνα: κόσμος να γιορτάζει και να διασκεδάζει, ο ένας δίπλα στον άλλο, χωρίς διαχωρισμούς και νεκρές ζώνες, προκειμένου να μη χαθεί ούτε ένα εισιτήριο και να μη στερηθεί ούτε ένας φίλαθλος το δικαίωμα να δώσει το «παρών».
Και σ’ εμάς; Πρόπερσι, ο τελικός ανάμεσα στον Ολυμπιακό και τον Παναθηναϊκό περιφερόταν σαν τον... λεπρό που κανείς δεν θέλει να φιλοξενήσει, για να καταλήξει στη Νέα Σμύρνη, με τον αριθμό των οπαδών να είναι ίδιος με αυτόν των αστυνομικών δυνάμεων! Πέρυσι, μεταξύ Ολυμπιακού και Αρη, με τεράστια διαφορά δυναμικότητας ανάμεσα στις δύο ομάδες, και πάλι δεν τελείωσε αναίμακτα. Και φέτος, ένα ακόμη σίριαλ, του οποίου τα τραγελαφικά επεισόδια είναι πολύ πρόσφατα, ώστε περιττεύει να τα επαναλάβουμε.
Καθ’ οδόν για το Αϊντχόφεν, για την αυριανή μετάδοση του Κυπέλλου UEFA, θα ήθελα να μην ασχοληθώ καθόλου με τον δικό μας τελικό. Διότι σε αυτό το σημείο μάς έχουν φέρει εκείνοι που λυμαίνονται την ελληνική εξέδρα: τέτοια παιχνίδια να τα βλέπουμε σαν βάσανο και όχι σαν χαρά. Από την άλλη, βέβαια, σε πιάνει το πείσμα και λες ότι δεν θα αφήσεις αυτό που αγαπάς να το σφετερίζονται άλλοι. Είμαι βέβαιος πως πολλοί από εσάς που διαβάζετε αυτές τις γραμμές αισθάνεστε ακριβώς το ίδιο. Διότι είναι τουλάχιστον προσβλητικό να συζητάμε πού θα γίνει ο τελικός, όταν το μόνο μέλημα (αυτονόητα πολιτισμένο) που πρέπει να έχουμε είναι να μην πλακωθούν σαν ζώα δύο άνθρωποι που θα βρεθούν δίπλα δίπλα στις εξέδρες! Με μόνο έγκλημα να φορούν διαφορετικού χρώματος κασκόλ.
Όταν κάποτε στην Ελλάδα είχαμε τελικούς σε κατάμεστα γήπεδα και ο κόσμος καθόταν ανάμεικτα στις εξέδρες, να πανηγυρίζει ή να στενοχωριέται για την ομάδα του, χωρίς τον φόβο της σφαλιάρας, είναι αλήθεια τόσο ουτοπικό να ζητάμε να γυρίσουμε στο παρελθόν; Τότε που αυτά που βλέπαμε από την τηλεόραση στο εξωτερικό μάς άρεσαν, αλλά δεν μας ξένιζαν. Πλέον μας φαίνονται πολύ μακρινά. Εξωγήινα! Αλήθεια, γιατί; Με στενοχωρεί να βγαίνει προς τα έξω η εικόνα πως στην Ελλάδα ζούνε κάφροι. Με ενοχλεί η αλητεία κάποιων να χαρακτηρίζει όλους. Με πειράζει να μην μπορεί ένας πατέρας να πάρει το παιδί του και να πάει στο γήπεδο, στη χώρα των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 και την πρωταθλήτρια Ευρώπης του ποδοσφαίρου και του μπάσκετ! Διότι προβάδισμα να πάνε στο γήπεδο έχουν οι στρατοί! Οχι οι φίλαθλοι.
Μέχρι να αλλάξει αυτή η εικόνα, θα είναι φαρισαϊσμός από όλους μας να αναλύουμε τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα του κάθε φιναλίστ, ασχολούμενοι αποκλειστικά με το αμιγώς αγωνιστικό κομμάτι και παραβλέποντας το ουσιώδες. Διότι ζητούμενο παραμένει ένα: για να γίνει αληθινό παιχνίδι, πρέπει να σεβόμαστε τους κανόνες του.
Για μία ακόμα φορά, αυτό που θα ήταν γιορτή για το ελληνικό ποδόσφαιρο, το καταντήσαμε βάσανο. Και είναι κρίμα για τον Τζόρτζεβιτς, τον Λυμπερόπουλο, τον Στολτίδη, τον Κατσουράνη, τον Τουρέ, τον Εμερσον, τον Νικοπολίδη, τον Σορεντίνο, τον Κωνσταντίνου, τον Τσιρίλο να τους κλέβουν τη δόξα οι... πολέμαρχοι της εξέδρας. Δεν συμφωνείτε;