Η προχθεσινή δημοσιοποίηση της πρόθεσης του Καταλανού τεχνικού να ανανεώσει το συμβόλαιο συνεργασίας του με την ομάδα μέχρι τον Ιούνιο του 2012 πανηγυρίστηκε στη Βαρκελώνη -σύμφωνα με την εικόνα που εκπέμπουν προς τα έξω τα εκεί ΜΜΕ- με ένταση ισοδύναμη αυτής με την οποία ο κόσμος της Μπάρτσα έχει πανηγυρίσει φέτος τα 40 γκολ του Μέσι.
Εκ πρώτης όψεως, η συγκεκριμένη εικόνα δείχνει σύμφωνη με το περιβάλλον της. Ποια ομάδα, άλλωστε, δεν θα ήθελε να κρατήσει στο δυναμικό της έναν προπονητή με τον οποίον κατέκτησε 8 εγχώριους και διεθνείς τίτλους την τελευταία διετία; Ποια ομάδα θα τολμούσε να ρισκάρει να αποχωριστεί έναν άνθρωπο τόσο αγαπητό στα αποδυτήρια, ο οποίος -με εξαίρεση την κόντρα του με τον Ιμπραίμοβιτς- έχει δημιουργήσει ένα ποδοσφαιρικό σύνολο τόσο εντυπωσιακό, τόσο αποδοτικό και ταυτοχρόνως τόσο πειθήνιο σε όλα τα κελεύσματά του, που μπροστά του τύφλα να ‘χουν τα πιο φημισμένα παρθεναγωγεία;
Είναι όμως η «προπονητική μαεστρία» του Γκουαρντιόλα αυτή που τον κάνει τόσο απαραίτητο στα μάτια του κόσμου ή το γεγονός ότι -όντας ο ίδιος ένα από τα υποδείγματα αξιοποίησης των ακαδημιών της ομάδας- και μόνο η παρουσία του άρκεσε για να «κουρδιστεί στον σωστό τόνο» μια ποδοσφαιρική μηχανή που έως τότε δεν είχε δείξει τις πλήρεις δυνατότητές της; Υπέρμαχοι στην πρώτη εκδοχή θα σταθούν όλοι εκείνοι οι οποίοι στη διαχείριση υλικού και το κοουτσάρισμα του Γκουαρντιόλα τα τελευταία δυόμισι χρόνια βλέπουν τον άνθρωπο που ανέπτυξε το καλύτερο 4-3-3 στον κόσμο -και φυσικά είχε την ευτυχία να έχει στη διάθεσή του και τους καταλληλότερους/ικανότερους παίκτες για να ενσαρκώσουν όλους τους ρόλους που είχε στο μυαλό του.
Όσοι, από την άλλη, πιστεύουν ότι ένας προσηνής και (σε τοπικό επίπεδο) ιδιαιτέρως δημοφιλής άνθρωπος μπορεί να γνωρίζει τα βασικά της ανθρώπινης ψυχολογίας αλλά αυτό δε σημαίνει ότι είναι απαραίτητα και κορυφαίος προπονητής, υποστηρίζουν ότι η χαρά οφείλεται κυρίως στο ότι λύση αυτή είναι η πιο βολική για όλους: για τον κόσμο που τον αποδέχεται όσο κανέναν, για τους παίκτες που παίζουν την θεαματικότερη μπάλα της ζωής τους όντες μια αγαπημένη και ενωμένη οικογένεια και -οπωσδήποτε- για τον πρόεδρο, Σάντρο Ροσέλ, ο οποίος εκλέχθηκε στο αξίωμα αυτό με βασική υπόσχεση να καθαρίσει τις οικονομικές ατασθαλίες του συλλόγου και στο πρόσωπο (και τα κατορθώματα) του Γκουαρντιόλα βλέπει τον κυματοθραύστη που θα τον βοηθήσει καλύτερα απ’ όλους να ολοκληρώσει το έργο του απερίσπαστος από γκρίνιες και εσωτερικές έριδες.
Υπάρχει και μια τρίτη οπτική γωνία στο θέμα, αυτή που λέει ότι ενδόμυχα έχει πυροδοτηθεί σε όλους το φιτίλι ενός πρωτόγονου φόβου. Αυτού που υπαγορεύει στις συνθήκες να μην αλλάζουν ούτε κατ’ ελάχιστον όταν είναι «ιδανικές». «Να φύγει για να έρθει ποιος; Ο Χίντινγκ; Κι άμα δεν προσαρμοστεί; Άμα τσακωθεί με κάποιον παίκτη και στραβώσουν κι οι υπόλοιποι; Τι θα γίνει άμα ξαφνικά πάψουμε να παίζουμε όπως τώρα;» σκέφτονται.
Κάπου ανάμεσα σε όλες αυτές τις σκέψεις, βρίσκεται ο ίδιος ο Πεπ. Που έχει ως πεποίθηση ζωής ότι οι προπονητές δεν πρέπει να δεσμεύονται με μακρόχρονα συμβόλαια διότι «το ποδόσφαιρο είναι απρόβλεπτο και αλλάζει συνεχώς». Μια στάση που έχει οδηγήσει στο να εξυφαίνονται μύρια όσα σενάρια για το μέλλον του. Από το ότι θα αναλάβει την Ίντερ το καλοκαίρι, διότι «ο Λεονάρντο είναι λίγος», από το ότι «το πάει χρόνο-χρόνο διότι περιμένει να αποστρατευθεί ο Φέργκιουσον και να τον διαδεχτεί για να ξεκινήσει καινούρια δυναστεία με την Μάντσεστερ», μέχρι ότι «το κάνει επίτηδες, διότι έχει συμφωνήσει με την ομοσπονδία να πάρει τη θέση του Ντελ Μπόσκε στην εθνική μετά το τέλος του Euro 2012». Κοινός παρονομαστής σε όλα αυτά το γεγονός ότι αμείβεται με μόλις 1.5 εκ. ευρώ το χρόνο, ποσό ελάχιστο για προπονητή που κατέκτησε 10 ατομικά βραβεία/διακρίσεις την τελευταία διετία ως επιβράβευση των κατορθωμάτων της ομάδας του.
Το αν όντως ισχύει κάτι από τα παραπάνω δεν το ξέρουμε. Ο Γκουαρντιόλα δεν έχει ποτέ τοποθετηθεί δημοσίως γι’ αυτά τα θέματα. Ίσως να έχει εκμυστηρευθεί στους παίκτες του ή τους φίλους του κάτι σχετικό, ότι για παράδειγμα νιώθει «ένα σώμα, μια ψυχή» με τους παίκτες του στην Μπαρτσελόνα και δεν σκέφτεται τον εαυτό του κάπου αλλού ή ότι έφτασε στο απόγειό του με τη συγκεκριμένη ομάδα και νιώθει έτοιμος να ανέβει σε νέες κορυφές. Ή τίποτα απ’ αυτά. Μια φορά πάντως, η αριθμητική αποτύπωση της εντυπωσιακής βελτίωσης της Μπαρτσελόνα από τη στιγμή που ο Πεπ έκατσε στον πάγκο της είναι αδιαμφισβήτητη. Και εφόσον κι ο ίδιος είναι θιασώτης της ρήσης ότι «ευτυχία είναι να επιστρέφουμε διαρκώς στα πράγματα που μας δίνουν χαρά», είναι κατανοητό ότι επιθυμεί αυτή η ταινία που σκηνοθετεί να μην τελειώσει ποτέ.
Γιάννης Τσαούσης
Κοπιάστε στο... fightclub@sday.gr