Το www.sport-fm.gr πετάει για λίγο τα σορτσάκια και τις φανέλες για να ασχοληθεί με τον «Κυνόδοντα» του Γιώργου Λάνθιμου.
Το φιλμ του σκηνοθέτη που έπειτα από το βίντεο κλιπ του Ρουβά, τη συνεργασία με τον Λαζόπουλο και τη δημιουργία του διαφημιστικού «put the κοτ down slowly», θα πατήσει σε λίγο καιρό το κόκκινο χαλί στο Λος Άντζελες, έχοντας στη βαλίτσα του την ελπίδα ότι, τελικά, ο ελληνικός κινηματογράφος, ΥΠΑΡΧΕΙ.
Γράφει ο Κώστας Τσούγκος
Διαστροφή, αηδία, παράνοια, πορνό με εμετικούς διαλόγους από χαρακτήρες κλεισμένους σε τέσσερις τοίχους και χυδαίο χιούμορ που σοκάρει. Όλα τα παραπάνω είναι συστατικά του «Κυνόδοντα» του Γιώργου Λάνθιμου, που θα διεκδικήσει το Oscar καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας στις 27 Φεβρουαρίου στην Αμερική …Πω, πω… ρεζίλι θα γίνουμε!
Στην Ελλάδα που πιστεύει ότι το μοναδικό εξαγώγιμο προϊόν της είναι ο Χατζηγιάννης και η Βανδή, κάποιοι στο άκουσμα της είδησης, δάγκωσαν τη γλώσσα τους.
Κλείστηκαν στα καβούκια τους και δεν ξέρουν πώς να το μαζέψουν. Έπειτα από 33 χρόνια χωρίς ελληνική συμμετοχή στην συγκεκριμένη κατηγορία, ο «Κυνόδοντας» δίνει το παρών και κανείς δεν βγήκε στο δρόμο να το βροντοφωνάξει. Κανείς δεν έτρεξε να βάλει ελληνική σημαία στην πλάτη του Λάνθιμου και για να ακούσεις πανηγυρισμούς, θα πρέπει να τεντώσεις το αυτί.
Και τώρα, δηλαδή, αν το «σηκώσει», τι τους λες; Ότι ο ελληνικός κινηματογράφος δεν είναι το «Σούλα έλα ξανά», η Κληρονόμος» και η «Νήσος», αλλά ο «Κυνόδοντας», η «Στρέλλα», ο «Βασιλιάς», το «Σπιρτόκουτο», το «Όλα είναι δρόμος», το «Χαμένος τα παίρνει όλα»…;
Πώς να παραδεχτείς ότι τόσο καιρό έλεγες ψέματα;
Ο «Κυνόδοντας» σχεδόν δύο χρόνια μετά την πρώτη του προβολή συνεχίζει να «δαγκώνει» τον ήσυχο ύπνο μας και να μας γεμίζει, ευτυχώς, με απορίες.
Πού ανήκει αυτός ο Λάνθιμος; Είναι στο γκρουπ των εμπορικών ή των διανοούμενων; Απευθύνεται στους πολλούς, στους λίγους ή σε όλους; Πώς γίνεται να είναι ο ίδιος που έκανε βίντεο κλιπ στον Ρουβά («άντεξα») και έπειτα εμπνεύστηκε τον Κυνόδοντα;
Φλέρταρε με το εμπορικό, είδε ότι δεν τον αντιπροσώπευε και την έκανε με ελαφρά ή όλοι αυτοί οι διαχωρισμοί και οι ταμπέλες βρίσκονται μόνο στο μυαλό μας; Είναι ποτέ δυνατόν ο άνθρωπος που δημιούργησε μία ταινία κανονικό σκαμπίλι στον εγχώριο κινηματογραφικό λήθαργο, να χαρακτηρίζεται στο παρελθόν του από τη δημιουργία του «put the κοτ down slowly»; Κι ας ήταν ένα ευφυέστατο διαφημιστικό…
Στη συνεργασία του στον «Καλύτερό μου φίλο» και στους «Μήτσους» του Λαζόπουλου, έπαιξε μεν με τους στάνταρ κανόνες, αλλά άφησε το στίγμα του και το έργο του ήταν σεβαστό. Όμως, πώς γίνεται και ακολούθησαν όλα τα υπόλοιπα;
Μήπως τελικά δεν υπάρχουν δύο δρόμοι για τους καλλιτέχνες στην Ελλάδα; Κι αν δεν υπάρχουν δύο δρόμοι, δύο κατηγορίες, τότε πώς ξεχωρίζουμε τον Ρέππα και τον Παπαθανασίου από τον Οικονομίδη και τον Γραμματικό;
Σύμφωνοι. Το γούστο δεν επιβάλλεται από κανέναν και καλά κάνουν ορισμένοι που θεωρούν για τον «Κυνόδοντα» ότι δεν είναι δα και κανένα αριστούργημα. Περί ορέξεως κολοκυθό... peace.
Όμως, όλοι πρέπει να παραδεχτούν ότι είναι μία ταινία που πέτυχε το στόχο της. Επομένως, είναι, ήταν και θα παραμείνει μια καλή ταινία!