Οι ψευτο-κουλτουριάδηδες που ισχυρίζονται ότι έχουν εντρυφήσει στις ανθρώπινες σχέσεις (και είχαν ρίξει ένα βλέφαρο στο σχολικό βιβλίο της ψυχολογίας) ισχυρίζονται ότι η κριτική που δείχνει κακόπιστη και αποπνέει μίσος είναι -στην πραγματικότητα- έκφραση συγκεκαλυμμένου έρωτα του κρίνοντος με το αντικείμενό της. Για να το ενισχύσουν, δε, ενίοτε υποστηρίζουν ότι ο «έρωτας» αυτός είναι καταπιεσμένος ή ανεκπλήρωτος.
Μη γελάς, αντιπαθητικέ Ολλανδέ. Και Δώσε εντολή στις άκρες των χειλιών σου να ξαναπάρουν κλίση προς τα κάτω -που είναι και το φυσικό σου. Είναι λάθος αυτό που λένε. Στην περίπτωσή σου τουλάχιστον σίγουρα και απολύτως. Και γι’ αυτό δεν φταίει κανένας άλλος εκτός από εσένα τον ίδιο και τον παλιοχαρακτήρα σου.
Θυμάσαι πόσο σεμνά και ταπεινά ξεκίνησες την καριέρα σου σε ηλικία 15 ετών στη Φορτούνα Σιτάρντ; Σιγά μη θυμάσαι... Το όνειρό σου ήταν να γίνεις απλώς γνωστός στην Ολλανδία. Και έγινες το 1999, όταν και πήγες στην PSV. Και έχτισες το όνομά σου και την καριέρα σου με τις εξαιρετικές σου ικανότητες ως κεντρικός μέσος. Όλοι θαύμαζαν το τρομερό δίδυμο που είχες κάνει στα χαφ με τον Βόγκελ. Εσύ όμως ήσουν το αστέρι, αυτός που όλοι χειροκροτούσαν για τις πάσες σου, τα γκολ σου και -κυρίως- το ρυθμό που έδινες στο παιχνίδι της ομάδας σου. Το 2000 κλήθηκες στην εθνική, την επόμενη σεζόν ανακηρύχθηκες «Ολλανδός παίκτης της χρονιάς». Όσοι δεν σε ξέραμε τόσο καλά, σε μάθαμε από το Championship manager 2001-2. Θεωρητικά η θέση σου ήταν DMC (αμυντικός μέσος), πρακτικά όμως ήσουν υπερπαίκτης, ο απόλυτος box to box. Η δικαίωση της ζωής άρχισε να φουσκώνει το όνειρό σου. Και κάπου εδώ η σούπα αρχίζει να χαλάει.
Το καλοκαίρι του 2005 πηγαίνεις ως ελεύθερος στη Μπαρτσελόνα. Πετυχαίνεις την ομάδα στην αρχή της δυναστείας της και παίρνεις πρωτάθλημα και Τσάμπιονς Λιγκ, λειτουργώντας περισσότερο ως βοηθητικος χαφ στην υπηρεσία των περισσότερο ταλαντούχων συμπαικτών σου. Δεν σου αρέσει αλλά έτσι είναι. Όμως δεν το παραδέχεσαι, δεν το χωνεύεις. Εσύ να παίζεις ρόλο δεύτερου βιολιού; Ποτέ. Το διάστημα Αυγούστου-Σεπτεμβρίου 2006 είναι και αυτό που καθορίζει όλη τη μετέπειτα πορεία σου. Πρώτα παίρνεις μεταγραφή για 6 «χαρτιά» στη Μπάγερν και αμέσως μετά ανακοινώνεις την απόφασή σου να αποσυρθείς από την εθνική επειδή δεν γουστάρεις τον βαν Μπάστεν.
Από εκεί και μετά μόνο κατηφόρα. Στη Γερμανία είσαι βασικός, αποθεώνεσαι από τον Τύπο, αλλά σταδιακά αρχίζεις να νιώθεις Κρόιφ κι αυτό σου βγαίνει παντού. Στο γήπεδο κλωτσάς πολύ και βρώμικα, διαμαρτύρεσαι, βρίζεις, φτύνεις και χειρονομείς (βλ. παιχνίδι με Ρεάλ) περισσότερο από το να παίζεις. Εκτός γηπέδου νιώθεις να έχεις την εξουσία του Μπεκενμπάουερ και παίκτες τύπου Τίμοστσουκ δεν τους υπολογίζεις για τίποτα περισσότερο από βαστάζους σου. Το 2008 ο πεθερούλης σου, Μπερτ βαν Μάρβαικ, γίνεται προπονητής της εθνικής και -τσουπ!- επιστρέφεις. Σε κάνουν αρχηγό στη Μπάγερν, αλλά και στην Ολλανδία. Τρελαίνεσαι. Το μυαλό σου βρίσκεται σε τεράστια απόσταση από το κεφάλι σου. Δηλώνεις ότι motto σου είναι το «Behave normally, then you 're already mad enough». Ο κόσμος (νομίζεις ότι) σου ανήκει. Και συνεχίζεις να κλωτσάς. Και να φωνάζεις στους συμπαίκτες σου, λες και είσαι εργοδότης τους.
Τον Ιούλιο φτάνεις στον τελικό του Μουντιάλ. Και τον χάνεις. Και στη διάρκειά του γίνεται αυτό που γίνεται από τον ντε Γιονγκ στον Τσάμπι Αλόνσο. Και βγαίνεις μετά και τον υπερασπίζεσαι. Γιατί έτσι πρέπει; Όχι, γιατί έτσι νιώθεις. Γιατί έχεις βυθιστεί στη νέα σου περσόνα και ο «σπόρτσμαν» βαν Μπόμελ είναι θαμμένος εδώ και χρόνια σε τόπο χλοερό. Και τώρα, λίγο πριν κλείσεις τα 34, θα δοκιμάσεις «μια πηρουνιά» Καμπιονάτο. Ένα πρωτάθλημα όπου τα γουρλωμένα μάτια και οι τσαμπουκάδες σου δεν θα περάσουν και αν δοκιμάσεις να τους επιβάλλεις -με το γνωστό σου υφάκι των 1000 καρδιναλίων- το πολύ-πολύ να ψάχνεις καρότσι για να μεταφέρεις τις επιγονατίδες σου.
Mark Peter Gertruda (τώρα είναι ωραίο αυτό;) Andreas van Bommel, εσύ που ήσουν κάποτε θεός και τώρα ούτε να σε φτύσω, δεν ξέρω αν θεωρείς τη μετακίνησή σου στη Μίλαν ως προβιβασμό ή πισωγύρισμα στην καριέρα σου. Ξέρω όμως ότι αυτός ο δανεισμός είναι Θεία Δίκη. Έρχεται, είναι στο δρόμο. Μπορεί να έχει τη μορφή του Ματεράτσι ή ίσως του Κιελίνι, ακόμα και του «Ρίνο» -αν τον τσατίσεις σε καμιά προπόνηση. Έτσι ή αλλιώς πάντως, αυτή μια φορά το ραντεβού μαζί σου το έχει κλείσει. Μην επιχειρήσεις να την αποφύγεις, είναι μάταιο. Θα σου συστηθεί ως Νέμεσις και είναι αυτή που θα βάλει οδυνηρό φρένο στη στρεβλή πορεία σου.
Γιάννης Τσαούσης
Κοπιάστε στο... fightclub@sday.gr