Χρειάστηκε να περάσουν 35 χρόνια για να μπορέσει ένας γίγαντας του παγκόσμιου αθλητισμού να ξαναβρεθεί εκεί που ανήκει: στην κορυφή. Και η συμβολή ενός Ελληνόπουλου σε αυτή την ιστορία με χάπι εντ ήταν καθοριστική. Η ΤΣΣΚΑ Μόσχας υπήρξε στη δεκαετία του '60 για το ευρωπαϊκό μπάσκετ ό,τι η Ρεάλ Μαδρίτης για το ποδόσφαιρο. Η πλατφόρμα πάνω στην οποία στήθηκε το όλο οικοδόμημα. Η ομάδα του Κόκκινου Στρατού σε εκείνη την ψυχροπολεμική περίοδο μπόρεσε να φτάσει στην κορυφή του Κυπέλλου Πρωταθλητριών Ευρώπης τρεις φορές, το 1961, το 1963 και το 1969. Μόνο η Ρεάλ Μαδρίτης κατάφερνε να αμφισβητεί την ηγεμονία της ομάδας που υπό τις οδηγίες του Εβγένι Αλεξέεφ και του Αρντενάκ Αλακατσάν αναρριχήθηκε στο μπασκετικό Εβερεστ. Η ανάληψη της τεχνικής ηγεσίας από τον (πατριάρχη του σοβιετικού μπάσκετ) Αλεξάντρ Γκομέλσκι και η ταυτόχρονη εμφάνιση στο προσκήνιο του (πληρέστερου κατά πολλούς Ευρωπαίου παίκτη όλων των εποχών) Σεργκέι Μπέλοφ συνέχισαν να φέρνουν την ΤΣΣΚΑ σε τελικούς και στο ξεκίνημα της δεκαετίας του '70. Μάλιστα, ο Γκομέλσκι είχε ήδη κατακτήσει με τους Λετονούς της Σκόντο Ρίγα τα τρία πρώτα Ευρωπαϊκά Κύπελλα (1958-1960).
Οι επικές μονομαχίες της ΤΣΣΚΑ με την ομάδα-θρύλο του ιταλικού μπάσκετ, τη Βαρέζε, έμειναν αλησμόνητες. Το 1970, με τον Ασα Νίκολιτς στον πάγκο, οι Ιταλοί νίκησαν σε συγκλονιστικό ματς στο Σαράγιεβο 79-74, αλλά ένα χρόνο μετά στην Αμβέρσα «μίλησε» ο Μπέλοφ. Με 24 πόντους και ηγεμονική εμφάνιση δεν άφησε περιθώρια στους Ιταλούς και το τελικό 69-53 έφερνε τους Μοσχοβίτες και πάλι στον θρόνο τους. Κανείς δεν φανταζόταν πως θα περνούσαν τρεισήμισι δεκαετίες για να μπορέσει και πάλι αυτή η μεγάλη ομάδα να πανηγυρίσει.
Ακόμα ένας τελικός εκείνα τα χρόνια, δύο σεζόν μετά, στη Λιέγη, θα τελείωνε με πίκρα. Η Βαρέζε με τον Ντίνο Μενεγκίν σε μεγάλα κέφια θα νικούσε 71-66, παρά τους εκπληκτικούς 36 πόντους του Μπέλοφ!
Τα χρόνια που ακολούθησαν, παρά τους τίτλους στον εσωτερικό χώρο, η επιστροφή στην κορυφή της Ευρώπης θα αποδεικνυόταν χίμαιρα. Παρά τη νέα εποχή και τα εκατομμύρια δολάρια που έμπαιναν στους τραπεζικούς λογαριασμούς πανάκριβων παικτών και προπονητών, η εμπειρία παρέμενε δραματική. Πέρυσι, με το φάιναλ φορ στη Μόσχα, έμοιαζε η κατάλληλη στιγμή. Το δράμα, όμως, συνεχίστηκε.
Ώσπου η αναμονή φέτος έλαβε τέλος και μάλιστα μόλις εννέα μήνες από την ημέρα που άφησε την τελευταία πνοή του ο Γκομέλσκι, στον οποίο όλοι –με πρώτο τον Παπαλουκά– αφιέρωσαν τη νίκη. Για την οποία καθοριστικό ρόλο όσον αφορά στο να επιτευχθεί έπαιξε, όντας MVP, ο Ελληνας γκαρντ. Ο άνθρωπος που έμελλε να οδηγήσει μετά τον μέγιστο Μπέλοφ την «κόκκινη στρατιά», σαν σύγχρονος Μωυσής, στην μπασκετική Γη της Επαγγελίας.
Για να αντιληφθεί κάποιος το μέγεθος του κατορθώματός του, αρκεί να αναλογιστεί πως είναι σαν να μην πάρει για άλλα 30 χρόνια το Τσάμπιονς Λιγκ στο ποδόσφαιρο η Ρεάλ και όταν το καταφέρει να έχει για καλύτερο παίκτη έναν Ελληνα!
Ο τελικός στην Πράγα ήταν συγκλονιστικός. Από κάθε άποψη. Δύο σπουδαίες ομάδες, φάσεις και καλάθια που νόμιζες πως έβλεπες χαϊλάιτ και όχι ολόκληρο ματς. Ενας απολύτως υψηλού επιπεδου αγώνας και ένα κοινό να το πιεις στο ποτήρι! Ο,τι ακριβώς επιθυμεί η διεθνής κοινότητα να βλέπει σε τέτοια ραντεβού. Και πολύ φοβάμαι πως δεν θα ήταν ίδια η εικόνα αν πήγαιναν δικοί μας οπαδοί!
Όσο για τον Παπαλουκά, η ιστορία γράφει ήδη πως μετά το μετάλλιο του πρωταθλητή Ευρώπης με την Εθνική ομάδα, είναι και σε συλλογικό επίπεδο ο κορυφαίος. Πάνω απ' όλα, όμως, ήταν μια προσωπική αμφίδρομη δικαίωση. Των Ρώσων, που του έσωσαν την καριέρα τη στιγμή που κάποιοι ήθελαν να ναυαγήσει στην Ελλάδα, αλλά κυρίως του ιδίου, που επέλεξε την ξενιτιά όχι απλώς για να πάρει λεφτά, μα για να αποδείξει σε όλους πως όσο ταλέντο κι αν έχει κάποιος, χωρίς καρδιά αυτό που γίνεται είναι μια τρύπα στο νερό!