Με μόλις δύο γκολ σε 180 αγωνιστικά λεπτά, οι κραυγές πως το ποδόσφαιρο ασφυκτιά ακούστηκαν ξανά. Οπως κάθε χρόνο στα ημιτελικά του Τσάμπιονς Λιγκ. Δεν είναι φετινό φαινόμενο. Θυμηθείτε τι γραφόταν πέρυσι μετά το 0-0 της Τσέλσι με τη Λίβερπουλ, αλλά και το «άγευστο» Μίλαν - Αϊντχόφεν 2-0, πρόπερσι μετά το Πόρτο - Κορούνια 0-0, το 2003 μετά τη «λευκή» ισοπαλία της Ιντερ με τη Μίλαν. Όσο πάμε πίσω, τα ίδια. Το 2001 η Μπάγερν ταμπουρώθηκε στη Μαδρίτη νικώντας 1-0, η Βαλένθια το ίδιο στο «Ελαντ Ρόουντ», μπλοκάροντας στο 0-0 τη Λιντς. Το 1999 ήταν η τελευταία χρονιά που είδαμε χορταστικό θέαμα στα ημιτελικά, αλλά αποτέλεσε την εξαίρεση. Το 3-3 της Ντιναμό Κιέβου με την Μπάγερν και την ανατροπή στο 3-2 της Γιουνάιτεντ επί της Γιουβέντους στο Τορίνο.
Φυσικά αυτό δεν είναι ζήτημα που γεννήθηκε με την έλευση του Τσάμπιονς Λιγκ. Από την εποχή που ήταν Κύπελλο Πρωταθλητριών είχαμε ίδια αγωνιστική συμπεριφορά στα ημιτελικά. Οι «TIMES» είχαν φτάσει στο (ακραίο) σημείο να λένε να καταργηθεί το Κύπελλο Ευρώπης! Πότε; Το 1972, όταν σε τέσσερα ματς στα ημιτελικά μπήκε μόλις ένα γκολ! Και ποιες ήταν οι ομάδες που έπαιξαν; Η πιθανώς τελειότερη ποδοσφαιρική μηχανή όλων των εποχών σε διασυλλογικό επίπεδο, ο Αγιαξ του Κρόιφ, του Κάιζερ και του Χάαν, η Μπενφίκα του Εουσέμπιο και του Σιμόες, η Ιντερ του Ματσόλα, του Φακέτι και του Κόρσο, η Σέλτικ του Τζίμι Τζόνστον, του ΜακΝιλ και του Λένοξ! Ομάδες που αποτελούν σημεία αναφοράς στην ιστορία του σπορ, αλλά σε 360 αγωνιστικά λεπτά σημείωσαν όλες μαζί μόλις ένα τέρμα: αυτό του Σβαρτ, με το οποίο ο Αγιαξ απέκλεισε την Μπενφίκα. Θέλει κάποιος να δει τα ημιτελικά του '74, όταν η Σέλτικ με την Ατλέτικο Μαδρίτης έμειναν στο 0-0 σε ένα ματς το οποίο οι Ισπανοί τελείωσαν με οκτώ παίκτες λόγω του σκληρού παιχνιδιού τους; Ή του '76, όταν μόλις ένα γκολ του μεγάλου Λαρκέ ήταν αρκετό στη Σεντ Ετιέν για να αποκλείσει την Αϊντχόφεν; Μπορεί κάποιος να ρίξει μια ματιά στα ημιτελικά του '79, όταν η Μάλμε απέκλεισε στο ένα γκολ την Αούστρια Βιέννης; Σε αυτά του '82, όταν η Αστον Βίλα, με άμυνα α λα ιταλικά, έβγαλε έξω την Αντερλεχτ με 1-0 και 0-0, ή του '88, όταν η Αϊντχόφεν με το εκτός έδρας γκολ πέρασε τη Ρεάλ (1-1, 0-0); Ολα αυτά τα ραντεβού είχαν πάντα έναν κοινό παρονομαστή: ομάδες που φυλάσσουν τα νώτα τους πρωτίστως και μετά κοιτάζουν τι ζημιά θα κάνουν στον αντίπαλο. Οπότε τίποτε το περίεργο σε αυτά που είδαμε φέτος.
Δύο ματς πια μας χωρίζουν από το Παρίσι. Η Μπαρτσελόνα παραμένει το ακλόνητο φαβορί, όπως είναι από την ώρα που άρχισε η διοργάνωση. Στην ιστορία του θεσμού από τότε που έγινε Τσάμπιονς Λιγκ, σπανιότατα αυτός που κουβαλούσε αυτή την ταμπέλα κράτησε το φορτίο έως το τέλος. Η Ρεάλ το 2002 είναι η μοναδική περίπτωση που έρχεται αβίαστα στο μυαλό. Μαζί της, πιθανότατα, η Μπάγερν το 2001. Σε μια χρονιά που, ζυμωμένη από την απογοήτευση του '99 και το στραπάτσο του 2000 (όταν νίκησε τρεις φορές τη Ρεάλ μέσα σε δύο μήνες κι όμως δεν περασε στον τελικό), ξεκίνησε φουριόζα, με μάτι που γυάλιζε και σκληρές δηλώσεις. Τον Οκτώβριο εκείνης της σεζόν ο Εφενμπεργκ έλεγε πως ήθελε να βρει και τη Γιουνάιτεντ και τη Ρεάλ στον δρόμο του. Έγινε. Με τέσσερις νίκες οι Βαυαροί έφτασαν στο Μιλάνο και στην κατάκτηση του πρώτου Κυπέλλου έπειτα από 25 χρόνια.
Συνήθως, όμως, τα φαβορί έμεναν στον δρόμο. Η Μπαρτσελόνα δείχνει ικανή να αντέξει. Πρώτα πρέπει να μην αφήσει περιθώρια στη Μίλαν να ελπίσει. Γι' αυτό πιστεύω πως θα πάει ο Ράικαρντ με την ίδια προσοχή, όπως έκανε στο ματς με την Τσέλσι. Η Αρσεναλ, από την άλλη, θα βρει ένα «καυτό» γήπεδο και έναν αντίπαλο αποφασισμένο για όλα. Η διαφορά ποιότητας ήταν εμφανέστατη στο Λονδίνο, αλλά αυτά τα ματς κρίνονται από πολλούς και αστάθμητους, ενίοτε, παράγοντες. Ενα γκολ, όμως, νομίζω πως θα το πετύχει και αυτό θα σημάνει το οριστικό τέλος του ταξιδιού του «κίτρινου υποβρυχίου».