Ο Ρόμαν Αμπράμοβιτς, λέει ο μύθος, αγάπησε το ποδόσφαιρο τη νύχτα που η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ νικούσε τη Ρεάλ Μαδρίτης 4-3 και οι οπαδοί της στις εξέδρες χειροκροτούσαν τον Ρονάλντο για το χατ τρικ, παρά το γεγονός ότι οι ελπίδες τους για πρόκριση καταστρέφονταν για μία ακόμα χρονιά. Ο Ρώσος μεγιστάνας, εντυπωσιασμένος από το fair play που ξεδιπλώθηκε μεγαλοπρεπέστατα μπροστά στα μάτια του, αποφάσισε να αγοράσει μια αγγλική ομάδα. Αν λοιπόν αυτό ήταν η αφορμή, τότε μάλλον δεν πρέπει να μένει ευχαριστημένος από την εικόνα που παρουσιάζει το δημιούργημά του. Η Τσέλσι του Αμπράμοβιτς, για να ξεκαθαρίζουμε τα πράγματα, είναι στα μάτια του κόσμου πάντα η Τσέλσι του Μουρίνιο. Δεν θα έπρεπε να είναι έτσι, αλλά ποιος κάθεται τώρα να εξηγήσει τις διαφορές;
Ο Ρώσος ειχε δηλώσει πως το 2010 επιθυμεί η Τσέλσι να είναι μια επιχείρηση αυτοδιαχειριζόμενη. Πράγμα που σημαίνει πως ό,τι λεφτά φέρνει, αυτά θα ξοδεύει. Για να συμβεί αυτό, οφείλει να γίνει brand name στην Αμερική και στην Απω Ανατολή. Οπως η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, η Ρεάλ Μαδρίτης, η Μπαρτσελόνα, η Λίβερπουλ. Αλλες περισσότερο και άλλες λιγότερο, έχουν κοινό, έχουν αναγνωρισιμότητα, έχουν φίλους ακόμα και ανάμεσα σε αυτούς για τους οποίους η λέξη «soccer», όπως αποκαλούν οι Αμερικανοί το ποδόσφαιρο, δεν σημαίνει και πάρα πολλά.
Οι νεόπλουτοι επιθυμουν σε κάθε εκδήλωση της ζωής να επιδεικνύουν τα χρήματά τους. Στο ποδόσφαιρο, όπως και στην καθημερινότητα όμως, απλώς το χρήμα δεν μπορεί να αγοράσει κλάση, επίπεδο. Ούτε φυσικά τους τίτλους. Αν η Τσέλσι δεν αρχίσει, πέρα από το να κερδίζει τη Γουέστ Μπρόμιτς, την Πόρτσμουθ και την Μπέρμιγχαμ, να κατακτά και ευρωπαϊκά κάστρα, αυτή την αποστολή δεν θα την πετύχει ποτέ. Και εκτός από το να πάρει το Τσάμπιονς Λιγκ, καλό είναι να κοιτάξει λίγο και τη γενική συμπεριφορά της. Εννοείται πως οι μεγάλες ομάδες πρέπει να επιδιώκουν με κάθε κόστος τη νίκη, αλλά ο Μουρίνιο αυτή την ψύχωση την έχει φτάσει σε άλλο επίπεδο!
Λενε πως ο αξιαγάπητος εκκεντρικός του σήμερα είναι ο αποδιοπομπαίος τράγος του αύριο. Ο Πορτογάλος έχει ανάψει τόσες φωτιές εδώ και μια διετία, που κάποια στιγμή θα έκαιγε τα δάχτυλά του. Αν ρωτήσει κάποιος τους πιστούς φίλους της Τσέλσι που φορούν τα μπλουζάκια με την επική ατάκα «Ημουν εδώ όταν ήμασταν ακόμα φτωχοί» στο «Στάμφορντ Μπριτζ», θα καταλάβει πόσο ενοχλεί το να είσαι –αδιαφιλονίκητα– η καλύτερη ομάδα και να μην μπορείς να κερδίσεις τον σεβασμό των αντιπάλων σου. Και η συμπεριφορά του Ζοσέ Μουρίνιο είναι η κύρια αιτία που η Τσέλσι έχει σχεδόν παντού εχθρούς. Κάποιος πρέπει να τον συμβουλεύσει πως η ποδοσφαιρική ιστορία δεν δικαιώνει πάντα τους νικητές. Υπάρχει και αυτό που λέγεται «κρίση του κόσμου». Μπορεί η ποδοσφαιρική δημοκρατία να μην αποφασίζει ποιος κατακτά τους τίτλους, έχει όμως τη δύναμη να απονέμει δικαιοσύνη. Ποιον δηλαδή από αυτούς τους τίτλους πρέπει και οφείλει κάποιος να αναφέρει και ποιοι είναι μόνο για να υπάρχουν στα βιβλία των στατιστικών!
Στο μυαλό του κόσμου, η Βραζιλία του Σόκρατες και του Ζίκο έχει πάρει Μουντιάλ, άσχετα αν την απέκλεισε η Ιταλία του Ρόσσι. Η Ουγγαρία του Πούσκας και η Ολλανδία του Κρόιφ αναφέρονται σε ίδιο επίπεδο με τις εθνικές ομάδες που πήραν τίτλους, για να μην τολμήσω να πω σε υψηλότερη βαθμίδα. Ακόμη, η αναφορά ανάμεσα σε νικητές από αυτούς που αγαπούν την καλή μπάλα δεν είναι ποτέ η ίδια. Ποιος μπορεί να υποστηρίζει πως η Μπάγερν των τριών συνεχών Κυπέλλων Ευρώπης στη δεκαετία του '70 μπορεί να μπει στο ίδιο σκαλοπάτι με τον Αγιαξ, που προηγήθηκε με τρία σερί τρόπαια των Βαυαρών; Ή ότι η Νότιγχαμ των δύο Κυπέλλων Πρωταθλητριών έχει την ίδια ιστορική αξία με την Μπενφίκα του Εουσέμπιο, που επίσης δύο τρόπαια μόνο έβαλε στη συλλογή της;
Μόνο ο Μουρινιο λοιπόν από ολόκληρο τον ποδοσφαιρικό πλανήτη δεν διαπίστωσε πως η Μπαρτσελόνα ήταν συνολικά καλύτερη από την Τσέλσι στους δύο αγώνες. Η δήλωσή του πως από αυτόν τον αποκλεισμό το μόνο που έμαθε ήταν ότι η Τσέλσι πρέπει του χρόνου να ανήκει στην G14, αποτελεί την επιτομή της προσωπικότητάς του. Δεν υπάρχουν ήττες στο λεξιλόγιο του Ιβηρα τεχνικού, παρά μόνο συνωμοσίες!