Όταν ανακοινώθηκε η μεταγραφή του Νταβίντ Φουστέρ στον Ολυμπιακό, ο Ισπανός έγινε κατευθείαν «πρώτη ύλη» για το τζάκι του καφενείου, ένα ωραιότατο ξερό κομμάτι ελιάς που θα αργοκαιγόταν όσο η αμπελοφιλοσοφία των θαμώνων θα προσπαθούσε να αποκρυπτογραφήσει το ποιόν του νέου αυτού εξωτικού φρούτου που κατέφθανε στα μέρη μας.
Με το άκουσμα και την πρώτη ανάγνωση των αγωνιστικών του χαρακτηριστικών, όπως αυτά μεταφέρονταν από τις εφημερίδες που είχαν απευθείας σύνδεση με Ισπανία, το πρώτο «μωρό» που γέννησε η κουβέντα ήταν κοριτσάκι και το έλεγαν «δυσπιστία». Βλέπετε η υψηλή απαίτηση του πρωταθλήματός μας δυσκολευόταν να αποδεχτεί στους κόλπους της έναν 28χρονο που είχε παίξει όλη κι όλη μία χρονιά στην Πριμέρα Ντιβιζιόν και του οποίου ο ακριβής ρόλος στο γήπεδο έδειχνε (από τις περιγραφές) σχετικά ασαφής. Ο κοινός φίλαθλος νους δεν αγαπάει την ποδοσφαιρική ρευστότητα, διότι δεν την κατανοεί. Ο νους αυτός χρειάζεται σταθερά και αταλάντευτα σημεία αναφοράς για να πορευτεί και ο Ισπανός δεν έδειχνε να κολλάει σ’ αυτό το πλαίσιο.
Στην αρχή της σεζόν το αίσθημα αυτό της «θολούρας» μεγάλωσε, αφενός διότι έβλεπαν ότι στο γήπεδο ο Φουστέρ «έκλεβε» τη θέση που (αυτοί) πίστευαν ότι δικαιωματικά ανήκε στον Πάντελιτς και αφετέρου διότι δυσκολεύονταν να βρουν στο παιχνίδι του κάποιο στοιχείο που να τον δικαιώνει πανηγυρικά στα μάτια τους, όπως για παράδειγμα εκπληκτική τεχνική κατάρτιση, πολύ δυνατό σουτ, ευχέρεια στις ασιστ κ.ο.κ. Το μυαλό πέρασε αμέσως στο επόμενο στάδιο άμυνας: τη σύγκριση με τον προκάτοχο. «Χα, άλλος Όσκαρ Γκονζάλεζ μας βρήκε. Μας έφερε πάλι τον δικό του ο Βαλβέρδε. Μα, δεν το διάβασες ότι πανηγύριζε, λέει, στου Ρέντη όταν έμαθε ότι έκλεισε η μεταγραφή; Έλα μωρέ, πήρε τη μίζα του και μας φόρτωσε τον πουθενά».
13 παιχνίδια πρωταθλήματος και 5 γκολ αργότερα, το νερό από το «κύμα» των εμφανίσεων του Φουστέρ έχει αρχίσει να σβήνει τα δυσοίωνα σημάδια στην άμμο. Και ο κόσμος, που μπορεί να είναι υπερβολικός αλλά στο πέρασμα του χρόνου είναι και δίκαιος, βλέπει. Καταρχάς ότι ο Ισπανός πόρρω απέχει από το να χαρακτηριστεί «νέος Όσκαρ». Επίσης, ότι οι ομάδες καλό είναι να έχουν τους «Τζιοβάνι» και τους «Καραπιάληδες», αλλά για να λειτουργήσουν χρειάζονται και τους πολυεργάτες. Κι όχι μόνο στην άμυνα, όπως συνηθίζεται ή στο κέντρο, με τον αμυντικό χαφ που νοιάζεται μόνο να καταστρέφει, όχι. Χωράνε και χρειάζονται και στο μεσοεπιθετικό κομμάτι τέτοιοι παίκτες. Που να είναι «οχταροδεκάρια» αθλητικά, χωρίς έπαρση και υπερφίαλο εγωϊσμό. Που να ξέρουν μπάλα, αλλά να θέτουν τον εαυτό τους στην υπηρεσία της ευημερίας του συνόλου. Που δεν θα τους βαθμολογούσες σε τίποτα με «10», αλλά θα τους έβαζες «8» σε πολλούς τομείς. Που ξέρουν να πασάρουν, να μαρκάρουν, να καλύπτουν χώρο, να βοηθούν, να ανοίγουν διαδρόμους, ενίοτε να σκοράρουν κιόλας. Όλα αυτά δηλαδή που κάνει σχεδόν σε κάθε αγώνα ο Φουστέρ. Κι ας παίρνουν τα εύσημα ο Μιραλάς, ο Πάντελιτς ή ο Ιμπαγάσα. Αν αυτοί είναι ο «Γκάλης» της ιστορίας, ο Ισπανός ας είναι «ο Δοξάκης τους».
Γιάννης Τσαούσης
Κοπιάστε στο... fightclub@sday.gr