Αν θέλουμε πραγματικά καλή εκπροσώπηση στα Κύπελλα Ευρώπης, θα πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ορισμένα πράγματα. Το πρώτο από αυτά είναι ότι με προγραμματισμό του αέρα δεν γίνεται απολύτως τίποτα. Αυτό αφορά στην ταυτότητα που θα πρέπει να έχει μία ομάδα, τους ποδοσφαιριστές που θα διαθέτει για να καταφέρει κάτι καλό και το πόσο σκοπεύουμε να στηρίζουμε τον προπονητή που προσλαμβάνουμε. Επίσης, για να μπορείς να έχεις αποτελέσματα, θα πρέπει να έχεις και τον προπονητή που θεωρείς εσύ πως σου αξίζει και να ξεκαθαρίζεις από την αρχή για ποια δουλειά τον θες.
Υπάρχουν οι προπονητές που ξέρουν να φτιάχνουν ομάδες, οι οποίοι όμως σε πάμπολλες περιπτώσεις δεν μπορούν να οδηγήσουν τις ομάδες ψηλά. Υπάρχουν και οι προπονητές που θέλουν έτοιμο υλικό και συγκεκριμένα αυτό ακριβώς που επιθυμούν οι ίδιοι για να φτάσουν την ομάδα στο επίπεδο που θέλουν.
Η πραγματικότητα αντικατοπτρίζεται σε αυτό ακριβώς που κατάφεραν οι δύο ελληνικές ομάδες. Και αυτό είναι οι βαθμοί που πήραμε, τα γκολ που δεχτήκαμε και τα περιορισμένα αποτελέσματα που πήραμε. Δεν θα κάτσω να μπω στη διαδικασία: ποιος είχε καλύτερη εικόνα από τους δύο μεγάλους, σε γενικές γραμμές. Γιατί η ουσία ήταν ακριβώς η ίδια.
Ο Ολυμπιακός μπορεί να φάνηκε ευάλωτος στην έδρα του, όσο ποτέ άλλοτε, αλλά εκτός έδρας έδειξε ένα πρόσωπο αγωνιστικό που μπορεί να αφήνει υποσχέσεις για το μέλλον.
Βέβαια το γεγονός ότι έχασε στις λεπτομέρειες και στα τελευταία λεπτά ορισμένα αποτελέσματα, ένα εκ των οποίων θα του αρκούσε για να συνεχίσει στο Κύπελλο ΟΥΕΦΑ, αποτελεί επίσης ένα πρόβλημα.
Από την άλλη, ο Παναθηναϊκός έδειξε δυνατός στην έδρα του, στα δύο από τα τρία ματς, όμως στα εκτός έδρας, συμπεριλαμβανομένου και του αγώνα με τη Βίσλα Κρακοβίας για τον 3ο προκριματικό της διοργάνωσης, ήταν αποκαρδιωτικός. Δέχτηκε σε αυτά τα τέσσερα ματς 16 γκολ και εμφάνισε ένα πρόσωπο που ποτέ δεν είχαμε συνηθίσει αυτά τα χρόνια από τους «πράσινους».
Ακόμα και πρόπερσι έκανε μία νίκη με τη Ρέιντζερς και πέρυσι πήρε δύο ισοπαλίες έξω, από Ρόζενμποργκ και Αρσεναλ. Φέτος, όμως, η εικόνα ήταν τραγική και γι' αυτό έχει ευθύνες και ο προπονητής, αλλά έχουν το μερίδιό τους και οι παίκτες, οι οποίοι δεν έδειξαν πουθενά να το παλεύουν τόσο πολύ.
Το καμπανάκι για τις ελληνικές ομάδες έχει χτυπήσει εδώ και καιρό. Κάθε χρόνο λέμε «κάθε πέρσι και καλύτερα». Αυτό που απομένει τώρα είναι να σκύψουμε το κεφάλι και να δουλέψουμε. Τίποτα άλλο δεν έχει απομείνει για φέτος.