Μπορείς να πεις πολλά πράγματα για τον Σισέ. Για το πόσο «μπαλωμένος» ή «άμπαλος» είναι, για την αισθητική του, το μαλλί του, τα αυτοκίνητά του, τους τραυματισμούς του, το πόσο μιλάει ή γκρινιάζει στους συμπαίκτες του, αν είναι ατομιστής κι αν στο ρεπερτόριό του υπάρχει μόνο το σουτ ή και η πάσα, πόσο «επικοινωνεί» με την εξέδρα. Για τον ρόλο του στην Κρήτη στην παραίτηση και ξε-παραίτηση του Νιόπλια, τις αρχηγικές του τάσεις και συμπεριφορές, τα γκολ που έχει πετύχει με τη φανέλα του Παναθηναϊκού σε λιγότερο από έναν χρόνο. Μπορείς να μιλήσεις για τα κίνητρα που είχε πέρυσι όταν υπέγραψε για τον Παναθηναϊκό: να αποδείξει ότι «υπάρχει» στον ποδοσφαιρικό χάρτη και να ξανακληθεί στην Εθνική Γαλλίας για να πάει στο Μουντιάλ. Για την ενδεχόμενη μεταγραφή που μπορεί να υπάρχει στο μυαλό του, για κάπου ψηλότερα και καλύτερα. Μπορείς να μιλήσεις για πολλά πράγματα, πέρα από το πάθος και τη διάθεσή του, τα οποία ούτε ο πιο ορκισμένος εχθρός του δεν μπορεί να αμφισβητήσει. Και από το Σάββατο το βράδυ, το ποίημα «δεν σκοράρει στα ντέρμπι», σκίστηκε και πετάχτηκε στο τζάκι.
Ήμουν απ’ αυτούς που αναρωτιόμουν τι κίνητρο θα έχει φέτος, που πλέον κατάφερε όλα αυτά που κυνηγούσε ερχόμενος στον Παναθηναϊκό. Λεφτά πήρε, 29 γκολ έβαλε, νταμπλ πανηγύρισε με το «καλημέρα», ύμνοι γράφτηκαν και ακούστηκαν γι’ αυτόν σε Ελλάδα και Γαλλία, ο Ντομενέκ τον κάλεσε στην Εθνική Γαλλίας για να τον τσεκάρει σε φιλικό ματς και τελικά τον επέλεξε για την αποστολή της Γαλλίας στη Ν. Αφρική, αφήνοντας εκτός παίκτες σαν τον Σαχά και τον Μπενζεμά. Είναι το σημείο που μπορείς εύκολα να μονολογήσεις «τα έχω κάνει όλα» κι επειδή δύσκολα ξαναφτάνεις τα 30 γκολ και ακόμα πιο δύσκολα ξαναξεκινάς να κερδίζεις την εμπιστοσύνη του νέου ομοσπονδιακού τεχνικού, του ελαφρώς ξινού και απόμακρου Λοράν Μπλαν, αρχίζεις και αράζεις λίγο, να φυλάς τα πόδια σου, να διαλέγεις παιχνίδια, να κρατάς δυνάμεις για το Champions League και να προσπαθήσεις να σκοράρεις στα ντέρμπι για να βουλώσεις και τα τελευταία στόματα.
Αντί γι’ αυτό, ο Σισέ παίζει παντού και πάντα, μετά την πρεμιέρα όπου απουσίασε λόγω τραυματισμού. Στα «εύκολα» και τα «δύσκολα» παιχνίδια, χωρίς διαφορά στην προσπάθεια που καταβάλει. Στο Κύπελλο με την Κοζάνη, όπου έτρεξε και μόχθησε για να ανοίξει το σκορ και να βγάλει τη σέντρα που οδήγησε στο δεύτερο γκολ της ομάδας από τον Γκοβού. Θα μπορούσε να πει «κόουτς, μην με ταλαιπωρείς με ταξίδι στην Κοζάνη, άσε με να ξεκουραστώ για να είμαι φρέσκος στο ντέρμπι». Δεν το έκανε. Θα μπορούσε να έχει μιλήσει υποτιμητικά για τον Ολυμπιακό, μετά τα όσα περίεργα έχουν γράψει γι’ αυτόν, από το περσινό 2-0 στο «Καραϊσκάκης» και τα «ποιος Σισέ; Ο Μήτρογλου!» Δεν το έκανε. Θα μπορούσε να μείνει αμέτοχος στην παραίτηση του προπονητή του, αφού οποιαδήποτε αλλαγή στον πάγκο εκείνον δεν θα τον επηρέαζε προς το χειρότερο, ούτε θα έβαζε σε συζήτηση τη θέση του στην 11άδα. Εκείνος πήρε θέση. Θα μπορούσε μετά το ντέρμπι να μιλήσει για τις δικές του απαντήσεις και να «αφιερώσει» τα γκολ σ’ αυτούς που μίλησαν και έγραψαν άσχημα γι’ αυτόν. Προτίμησε να τα «αφιερώσει» στο Βύντρα, που έγινε στόχος κόκκινων πρωτοσέλιδων.
Στο παιχνίδι του Σαββάτου, κάποια στιγμή ο σκηνοθέτης έκανε ένα κοντινό πλάνο στον Βαζέχα. Έφερα εκείνο το πλάνο στο μυαλό μου, τη στιγμή που ισοφάρισε ο Σισέ και τον έβλεπα να πανηγυρίζει με τις φλέβες στο λαιμό να πετάγονται έξω και τις γροθιές σφιγμένες. Για μένα, που ανήκω στη γενιά αυτών που έχουν «ζήσει» τον Βαζέχα από την πρώτη μέρα που φόρεσε τη φανέλα του Παναθηναϊκού μέχρι το τελευταίο του παιχνίδι, είναι ευλογία να βλέπω έναν παίκτη σαν τον Σισέ να παίρνει τη σκυτάλη και να συνεχίζει στο δικό του τέμπο. Δυο τελείως διαφορετικοί παίκτες σαν στυλ παιχνιδιού, σαν φιλοσοφία, σαν εμφάνιση, σαν χαρακτήρες, αλλά με κοινό χαρακτηριστικό τον έρωτα με τα αντίπαλα δίχτυα. Και το πόσο «Έλληνες» έγιναν στην παραμονή τους στην Ελλάδα, ως προς το πάθος, τη διάθεση και τη σχέση αλληλο-λατρείας με την εξέδρα, αλλά όχι ως προς τις ελληνικές παιδικές «ασθένειες» της τεμπελιάς, του «ωχαδελφισμού» και του αράγματος.
Ο Σισέ το καλοκαίρι ίσως θελήσει να πάει κάπου «ψηλότερα». Αν σκεφτεί όμως πού θα βρει «καλύτερα», θα καταλάβει ότι δεν θα βρει αλλού. Όχι στη λογική του «πρώτος στο χωριό», αλλά εκείνου του λιμανιού, όπου έχεις φτάσει μετά από ταξίδια, από φουρτούνες και περιπέτειες, από ωραίες γυναίκες και καλές μπίζνες και όλοι πια σε αγαπούν, σε εκτιμούν και σου το δείχνουν κάθε μέρα. Και τους το ανταποδίδεις όχι μόνο με τα γκολ σου, αλλά κυρίως με την προσπάθεια, τον ιδρώτα και τη σφιγμένη γροθιά με τις φλέβες στο λαιμό να πετάγονται...
Κώστας Βαϊμάκης
Κοπιάστε στο... fightclub@sday.gr