Δεν ξέρω τι θα αποφανθούν τα δικαστήρια τελικά και ως πού θα φτάσει η διαμάχη για την μεταβίβαση της Λίβερπουλ. Αν θα κάνει κουμάντο την επόμενη εβδομάδα το δίδυμο της καταστροφής Χικς - Ζιλέτ, κάποιος άλλος Αμερικανός, Ινδός, Σαουδάραβας ή Τσετσένος αυτονομιστής. Αν θα μπουν 300 εκατομμύρια λίρες, τα οποία τσίμα - τσίμα καλύπτουν οφειλές προς τράπεζες, τόκους, μελέτες για το νέο γήπεδο και τρέχοντα έξοδα ή αν θα μπουν περισσότερα, που θα είναι διαθέσιμα για μεταγραφές. Η Λίβερπουλ - όπως και κάθε μεγάλη και ιστορική ομάδα παγκοσμίως - ανήκει στον λαό της κι όχι στον... στον... στον εκάστοτε Πρόεδρό της. Κι αυτό είναι άσχετο από το πόσα πρωταθλήματα, κύπελλα και ευρωπαϊκά έχει κατακτήσει και αν τα έχει καταφέρει πρόσφατα ή τότε που οι ποδοσφαιριστές κλώτσαγαν εκείνη τη δερμάτινη καφέ μπάλα και τα στιγμιότυπα ήταν ασπρόμαυρα και γεμάτα «γρέζι».
Κάποιοι λένε χαριτολογώντας ότι η Λίβερπουλ είναι η τέταρτη πιο δημοφιλής ομάδα στην Ελλάδα. Δεν ξέρω αν είναι η τέταρτη, η πέμπτη ή η όγδοη, ξέρω πάντως πως ένα σωρό κόσμος αγαπάει τη Λίβερπουλ όχι για τις κούπες που την είδε να σηκώνει, αλλά για το μύθο που κουβαλάει. Για την ιστορία και την αξιοπρέπειά της. Για τους παιχταράδες που έχουν φορέσει τη φανέλα της. Για το τσαγανό και τη μαγκιά που βγάζει στο γήπεδο. Εγώ έγινα οπαδός της, την εποχή που η μεγάλη κόντρα στο Νησί, ήταν ανάμεσα στη Λίβερπουλ και την Τότεναμ του Οσβάλντο Αρντίλες. Όταν την κόκκινη φανέλα φορούσε ο Ρας, ο Όλντριτζ, ο Μπίρντσλεϊ, ο Γκρόμπελααρ. Κυρίως, πάνω και πέρα απ’ αυτούς, ο τιτάνας που λέγεται Τζον Μπαρνς. Δεν περίμενα τον τελικό της Κωνσταντινούπολης για να την εκτιμήσω, καταλαβαίνω όμως ότι πολλοί νεότεροι τότε την «έμαθαν» κι από τότε την υποστηρίζουν.
Η Λίβερπουλ σήμερα δεν είναι σε θέση να διεκδικήσει όχι το πρωτάθλημα, αλλά ούτε καν την τετράδα που μπορεί να οδηγήσει στους ομίλους του Champions League. Χαροπαλεύει στον πάτο της βαθμολογίας, κινδυνεύει με αφαίρεση βαθμών, συμμετέχει στο Europa το οποίο του χρόνου θα είναι όνειρο απατηλό - δύσκολα θα διεκδικήσει πλασάρισμα πάνω από τη μέση του βαθμολογικού πίνακα. Τη φανέλα της, τη φοράνε μερικοί παίκτες «της σειράς», μερικοί που δεν έχουν κανένα ιδιαίτερο ειδικό βάρος, είτε δεν συναισθάνονται σε ποια ομάδα παίζουν - ναι Φάμπιο Αουρέλιο, για σένα λέω, ναι Γιοβάνοβιτς παιδί μου, αν δεν σου αρέσει, με την ευχή μας να επιστρέψεις στο Βέλγιο. Τη φοράει όμως κι ο αρχηγός των αρχηγών, ο Στίβεν Τζέραρντ. Ο υπαρχηγός των υπαρχηγών Τζέιμς Κάλαχερ. Ένας από τους καλύτερους επιθετικούς του κόσμου, ο Φερνάντο Τόρες, που κατάλαβε από την πρώτη στιγμή που πήγε πόσο βαριά φανέλα τον ευλόγησε ο Κύριος να φορέσει. Την φοράει ένα πραγματικά καλό δεξί μπακ, σαν τον Γκλεν Τζόνσον, ένας πραγματικά αξιόλογος τερματοφύλακας σαν τον Πεπ Ρέινα, ο ψυχωμένος Κυργιάκος, ο ταλαντούχος Ενγκόνγκ, ο έμπειρος και κωλοπετσωμένος Πόουλσεν, ο υπολογίσιμος Άγκερ. Υλικό που σε καμία περίπτωση δεν το λες του πεταματού, όπως δεν το λες και top - class, με έναν προπονητή που μοιάζει ανήμπορος να βοηθήσει την ομάδα, έχοντας στην πλάτη του τόσο την ταμπέλα του διαδόχου του Μπενίτεθ (που όσο και «μυρωδιά» να τον ανεβοκατεβάζουν, ένα Τσου - Λου το πήρε), όσο και αυτή του ανεπαρκούς για μια τόσο ιστορική ομάδα.
Αλλά τι σημασία έχει το υλικό και ο προπονητής και η πιθανή ή απίθανη αφαίρεση βαθμών και η κακή πορεία φέτος ή η οικονομική σφίξη; Η περηφάνια της Λίβερπουλ απεικονίζεται στο ρυτιδιασμένο πρόσωπο του Τζέραρντ και τη σφιγμένη του γροθιά. Κι έχει σαν soundtrack το «You’ ll never walk alone» που σκίζει τον ουρανό του «Άνφιλντ», της πόλης, του Νησιού, του κόσμου όλου. Τι να λέμε τώρα;
Κώστας Βαϊμάκης
Κοπιάστε στο... fightclub@sday.gr